Η δημοσιογραφία ως «διακόσμηση»

  Του Σήφη Φανουράκη

                                 «Οι κρίσεις πουλάνε καλά».

                                           Ουμπέρτο Έκο                                                                                                                                                                    

Η σημερινή δημοσιογραφία ισχυρίζεται ότι προωθεί την «κοινωνικοποίηση» της σκέψης. Ωστόσο το μόνο που επιτυγχάνει είναι, να  καταργεί το άτομο, αντικαθιστώντας το με ένα χειραγωγούμενο ον.

Οι δημοσιογράφοι ανεξάρτητα από τις διαφορές τους και την πραγματική κοινωνική τους λειτουργία πιστεύουν  ότι προωθούν την αποκάλυψη της αλήθειας.

Ουσιαστικά όμως,  πλάθουν μύθους και πλαστές συμφωνίες έχοντας σαν δόγμα : η κοινωνία βλέπει  πραγματικό και αληθινό μόνο ό,τι η ίδια κατανοεί και εγκρίνει. Πλάθουν έτσι το «μύθο» της αντικειμενικότητας σε μια κοινωνία που αισθάνεται νόμιμη και αληθινή.

Όμως, σχεδόν όλοι, αποκρύπτουν έναν βασικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, μια είδηση πρέπει πάντα να δίνεται, αφού πρώτα έχει ερμηνευτεί.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, «ο πραγματικός δημοσιογράφος, πρέπει να μαρτυρεί τα γεγονότα εκφράζοντας και τη δική του άποψη, αλλά χωρίς να επινοεί τίποτα και ούτε να ταυτίζει τη γνώμη του με το γεγονός[…]Διαφορετικά ο μύθος της «αντικειμενικότητας» και της «κοινωνικοποίησης» της αλήθειας, μετατρέπονται σε ψευδοϊδεολογίες».

Η απομυθοποίηση της αντικειμενικότητας είναι αναγκαία, τόσο για τον ίδιο το δημοσιογράφο, όσο και για τον αναγνώστη ή τηλεθεατή. Οι δημοσιογράφοι «εγκλωβίζουν» την είδηση στην προσωπική ερμηνεία τους καμουφλάροντας την «δική τους αλήθεια», επικαλούμενοι το δόγμα την «αντικειμενικότητας».  

Για παράδειγμα σε πρόσφατο ρεπορτάζ  γνωστής «λαϊκίστικης τηλεπερσόνας» που έχει εξελιχθεί σε «πατερίτσα» της Κυβέρνησης, ιστορικεύτηκε ο μύθος της αντικειμενικής ενημέρωσης και κατέληξε σε «σκέτη» διαφήμιση μιας περιφερειακής βιομηχανικής μονάδας υγειονομικού ενδιαφέροντος. Η εταιρεία βέβαια, εκτός των άλλων, αποτελεί το επενδυτικό «μοντέλο» που προωθείται και από την κυβέρνηση.   

Προφανώς το ρεπορτάζ είχε ως στόχο σε πρώτο επίπεδο, τη «διαφημιστική διαφθορά» του τηλεθεατή για να μπορέσει τελικά να τον χειραγωγήσει, για να αποδεχτεί τα προϊόντα της επιχείρησης και σε δεύτερο επίπεδο, την πολιτική προπαγάνδα της Κυβερνητικής πολιτικής.

Έτσι, η δημοσιογραφία αξιώνει να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να μετατρέπει τους αναγνώστες ή τηλεθεατές, από σκεπτόμενα άτομα σε άκριτους δέκτες και ανα-μεταδότες.

Όλα τα παραπάνω βέβαια,  ισχύουν και για τα λεγόμενα «κομματικά μέσα» αν δεν τηρούν την αρχή που διακήρυξε ο Γκράμσι : «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική».

Είναι προφανές ότι, οι δημοσιογράφοι στην πλειοψηφία τους, αποτελούν πλέον, το πιο «ειδικευμένο» κοινωνικό τμήμα, που αναλαμβάνει εργολαβικά να διαμορφώσει μια συλλογική συνείδηση «της αποδοχής», λειτουργώντας με μοναδικό όπλο την αντι-νόηση που θολώνει τις καταστάσεις και διαστρέφει την πραγματικότητα.

Η κυβέρνηση άλλωστε, φρόντισε να «εξαγοράσει» το γνωστό φιλοκυβερνητικό σύστημα πληροφόρησης, με σχεδόν 20  εκατομμύρια  ευρώ και με άλλες «διευκολύνσεις», για να   διαμορφώνουν την «κοινή γνώμη», μετατρέποντας τους αναγνώστες ή τηλεθεατές, από σκεπτόμενα άτομα, σε άκριτους δέκτες και ανα-μεταδότες μιας «κυρίαρχης γνώμης». Έτσι όμως, η δημοσιογραφία χάνει πλέον τον σκοπό της και μετατρέπεται σε «διακόσμηση», ενώ η κοινωνία στην οποία απευθύνεται, μετασχηματίζεται σε ασυνάρτητη μάζα· ούτε βέβαια εκφράζει μια πολιτική βούληση, αλλά μια «εξουσία» διακοσμητική που προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της.

Η εταιρεία βέβαια, εκτός των άλλων, αποτελεί το επενδυτικό «μοντέλο» που προωθείται και από την κυβέρνηση.  

Προφανώς το ρεπορτάζ είχε ως στόχο σε πρώτο επίπεδο, τη «διαφημιστική διαφθορά» του τηλεθεατή για να μπορέσει τελικά να τον χειραγωγήσει, για να αποδεχτεί τα προϊόντα της επιχείρησης και σε δεύτερο επίπεδο, την πολιτική προπαγάνδα της Κυβερνητικής πολιτικής.