Του Τάκη Ψαρίδη
Πολλές φορές διαπιστώνουμε εμβρόντητοι ότι το μίσος και το υβρεολόγιο που εκτοξεύουν ορισμένα στελέχη του ΚΙΝΑΛ, μαζί και η κα Γεννηματά, ωχριά ακόμα και σε εκείνο του Άδωνη και της ακροδεξιάς. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι αυτοί οι χυδαίοι, ανοίκειοι και αήθεις χαρακτηρισμοί εκτοξεύονται από την ηγεσία μιας «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης» και των εκπροσώπων της, ιδιαιτέρως εναντίον του πρωθυπουργού της χώρας, στον θεσμό του οποίου, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον όφειλαν ένα στοιχειώδη σεβασμό.
Οι ίδιοι προβάλουν την παιδαριώδη δικαιολογία ότι κάποτε τους αποκαλούσαν «Γερμανοτσολιάδες» και έτσι τώρα «καλά να πάθουν» γιατί “όπως έσπειραν, θερίζουν». Ας αφήσουμε ότι το «καλά να πάθουν» είναι έκφραση μίσους και χαιρεκακίας. Αλλά ποιοι «έσπειραν»; Αυτοί που έβριζαν τότε είναι οι ίδιοι που βρίζουν και σήμερα.
Η «πλατεία» των Αγανακτισμένων ήταν γεμάτη Πασόκους, αντιμνημονιακούς Νεοδημοκράτες πριν την κωλοτούμπα του Σαμαρά, Χρυσαυγίτες, εξωκοινοβουλευτικούς, αντιεξουσιαστές και ελάχιστους Συριζαίους. 4% ήταν τότε οι συριζαίοι από τους οποίους οι μισοί έφυγαν από τον συριζα το 15 και σήμερα εξακολουθούν να υβρίζουν ακόμα πιο δυνατά.
Και το πιο σημαντικό. Οι Αγανακτισμένοι ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα που εξέφραζε μια κοινωνία που δέχτηκε ένα τεράστιο σοκ αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει ότι, από τη μια στιγμή στην άλλη, η χώρα απώλεσε την εθνική ανεξαρτησία της, φτωχοποιήθηκε ένα μεγάλος μέρος της κοινωνίας και το υπόλοιπο βυθίστηκε στην ανασφάλεια. Δεν είναι το ίδιο λοιπόν η ανεξέλεγκτη αντίδραση ενός αυθόρμητου κινήματος, με το μίσος που εκπέμπεται προσχεδιασμένα και οργανωμένα από κομματικά επιτελεία που επιδιώκουν λυσσαλέα την παλινόρθωσή τους στην κυβερνητική εξουσία.
Η εξήγηση για αυτό το «προοδευτικό» μίσος και υβρεολόγιο λοιπόν, δεν είναι οι ύβρεις «Γερμανοτσολιάδες», που όντως ακούστηκαν πριν μερικά χρόνια. Ούτε είναι η καθιερωμένη πόλωση την οποία η χώρα έχει γνωρίσει σε πολλές προεκλογικές περιόδους, μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά χρονικά προσπάθεια απαξίωσης της Αριστεράς και με μισαλλοδοξία που παραπέμπει σε μετεμφυλιακές εποχές.
Η εξήγηση είναι ότι η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ δυστυχώς έχει καταλήξει πως η πολιτική επιβίωση της συνδέεται με την καταστροφή του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα το αντιμετωπίζουν καθαρά υπαρξιακά και αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών έχουν λερωμένη τη φωλιά τους -που οδηγήθηκε η χώρα στα μνημόνια- από αυτό το μείγμα, λοιπόν, μόνο μίσος και μένος μπορεί να προκύψει.
Το ομολογούν άλλωστε κυνικά. Επιδιώκουν πάση θυσία, όχι μόνο την καταστροφή, αλλά την «ταπείνωση». Ακόμα και στην ιστορία των πιο αιματηρών πολέμων, αν ανατρέξει κανείς, θα διαπιστώσει ότι ο κάθε στρατός μαχόταν μεν έως θανάτου για την συντριβή του εχθρού, αλλά ποτέ για την ταπείνωσή του. Ήθελε τον εχθρό ηττημένο, αλλά όχι ταπεινωμένο. Στην ταπείνωση μόνο το μίσος ταιριάζει.
Όμως, τίθεται το εξής ερώτημα: Είναι λογικό να επιδιώκουν την «ταπείνωση» του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, ώστε να επαναπατριστούν στα πάτρια πασοκικά εδάφη οι ψηφοφόροι τους όπως ισχυρίζονται, ενώ, παρά τις «αποστάσεις» στα λόγια, συμπλέουν αδίστακτα με τον νεοφιλελευθερισμό, την Ακροδεξιά του κ. Μητσοτάκη και του πρώην ΛΑΟΣ και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Όταν εξεγείρονται για μια μαντινάδα του Πολάκη και σιωπούν ένοχα για την προτροπή του Βορίδη να δημιουργηθούν θεσμικές συνθήκες ώστε να μην ξαναβγεί η αριστερά στην κυβέρνηση;
Πώς είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι που έφυγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, προς τα αριστερά δηλαδή, τώρα να επιστρέψουν προς τα δεξιά, με δέλεαρ μια βέβαιη συνεργασία με τον νεοφιλελεύθερο κο Μητσοτάκη και την νεοδημοκρατική ακροδεξιά, αν η ΝΔ βγει πρώτο κόμμα; Άραγε, επιδιώκουν πράγματι την επιστροφή των απολεσθέντων ψήφων τους, ή ορισμένοι εκ της ηγεσίας, γνωρίζουν ότι αυτός ο δρόμος είναι μάταιος και απλώς εξυπηρετούν τα γνωστά διαπλεκόμενα συμφέροντα, καλυπτόμενοι πίσω από πολιτικά προσχήματα και από το μίσος που κρύβει τα πάντα και δικαιολογεί τα πάντα;
Όμως το κακό το κάνουν στη χώρα και στη δημοκρατία. Λόγω ελλείψεως επιχειρημάτων, έθεσαν μαζί με την νεοδημοκρατική ακροδεξιά την πολιτική στο περιθώριο και διεξάγουν τον αντιπολιτευτικό «αγώνα» έξω από τα προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας, με όρους παραπολιτικής, ύβρεων, χαρακτηρισμών και προσωπικής απαξίας των αντιπάλων. Είναι πολιτικός λόγος ότι η εκλεγμένη δημοκρατική κυβέρνηση είναι «καθεστώς», «αλήτικη συμμορία» και «να πάνε από εκεί που ήρθαν»;
Αυτή η τραγική κατάπτωση του πολιτικού λόγου είναι απολύτως εμφανής ακόμα και σε ένα νήπιο. Άραγε, αυτοί οι «ακόλουθοι» της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, που στηρίζουν και εγκρίνουν τέτοιες συμπεριφορές παντελώς άκριτα, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, φίλοι μας παλιοί και σοβαροί που κάποτε δουλέψαμε όλοι μαζί για ένα κοινό καλό και οφείλουμε να ξαναπροσπαθήσουμε μαζί, δεν το βλέπουν; Συνειδητοποιούν το κακό που γίνεται στη χώρα και στη δημοκρατία;
Ότι το θέμα δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η «ταπείνωση» και η τύχη του, αλλά η δημοκρατία και ο εκμαυλισμός της κοινωνίας που την διαποτίζει η κακοήθεια, η μισαλλοδοξία και ο διχασμός; Ότι ενισχύεται ο εθνικισμός και η ακροδεξιά; Με μίσος και ύβρεις θα επιτευχθεί η «προοδευτική αλλαγή» και η «εθνική συνεννόηση»; Προοδευτική αλλαγή με ποιους; Με τον νεοφιλελευθερισμό και τα πρώην παλληκάρια του ΛΑΟΣ; Έως πού μπορεί να φτάσει αυτό;
Είναι διατεθειμένοι οι φίλοι μας του ΚΙΝΑΛ να τα επιτρέψουν όλα, επειδή, κάποιοι κάποτε, αποκαλούσαν τις ηγεσίες τους «Γερμανοτσολιάδες»; Ή μήπως τελικά είναι και αυτοί δηλητηριασμένοι από το μίσος, οπότε έχουν το τέλειο άλλοθι στον εαυτό τους και τη συνείδηση τους και από εκεί και πέρα «γαία πυρί μιχθήτω»;