Του Γ. Λακόπουλου
Η κυβερνητική πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος κάνει μπαμ από μακριά ότι είναι προϊόν ποικίλων συμβιβασμών και επιδιώξεων που αφορούν περισσότερο την οργάνωση της πολιτικής σύγκρουσης με τους καλύτερους δυνατούς όρους για το κόμμα του, παρά τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Είναι μια “εκλογική” πρόταση.
Από τη μια προσπαθεί να ισορροπήσει τις εσωκομματικές αντιθέσεις, καθώς οι επιμέρους ομάδες της Κουμουνδούρου δεν καταπίνουν τους ελιγμούς εξουσίας του Αλέξη Τσίπρα.
Από την άλλη η πρόταση επιχειρεί να ενσωματώσει όσο το δυνατόν περισσότερες ιδέες, ώστε μην αφήσει χώρο για αντεπίθεση από την αντιπολίτευση και, εν μέρει, τα καταφέρνει -αν κριθεί από την αμήχανη αντίδραση της Συγγρού.
Άλλωστε στον άναρχο -μη-διάλογο που προηγήθηκε γι’ αυτό το θέμα, ακούστηκαν τα πάντα. Αυτά τα “πάντα” στριμώχνονται στην κυβερνητική πρόταση. Σαν ένα κουτί για σαρδέλες που προσπαθεί να χωρέσει φάλαινες.
Σε γενικές γραμμές η πρόταση δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ευρεία συζήτηση – με όσους ενδιαφέρονται να υπάρξει συζήτηση. Ορισμένες ιδέες μπορούν να ερμηνευθούν τόσο διασταλτικά, ώστε να καταλήξουν και στο αντίθετό τους. Π.χ. τα θέματα που αφορούν την Εκκλησία, αλλά και τα δημοψηφίσματα -η κατάχρηση των οποίων είναι μάλλον στάχτη στα μάτια για τη συντηρητική στροφή σε άλλες διατάξεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας συμπεριέλαβε και την παρακινδυνευμένη ιδέα να εγκρίνονται με δημοψήφισμα οι διεθνείς συμβάσεις που εκχωρούν εθνικές αρμοδιότητες. Είναι το θέμα που δίχασε το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν στην αντιπολίτευση και προκάλεσε τη σύγκρουση Γ. Παπανδρέου –Κ. Σημίτη, την οποία ο πρώτος αξιοποίησε για να πετάξει έξω από την Κοινοβουλευτική Ομάδα -και τελικά έξω από τη Βουλή- τον δεύτερο. Με καθόλου κολακευτικό τρόπο.
Ο Σημίτης είχε δίκιο, αλλά ο Τσίπρας αποδέχεται τη χαοτική ιδέα Παπανδρέου, η εφαρμογή της οποίας στο παρελθόν θα απέκλειε την παρουσία της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φαντάζεται κανείς τον Καραμανλή να κάνει δημοψήφισμα του 1979 γι’ αυτό το θέμα;
Εξ ίσου παράδοξη είναι και πρόταση για το πλαφόν στις συνεχόμενες βουλευτικές θητείες που θα μπορούσε να αποστρατεύσει σημαντικά στελέχη του πολιτικού συστήματος, ειδικά σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των εξωκοινοβουλευτικών πρωθυπουργών.
Πρόκειται για προχειρότητες, υπερφίαλες προσεγγίσεις ή σκοπιμότητες; Δεν θέλει πολύ κανείς για να καταλάβει ότι αυτά- και άλλα πολλά- τα στοιχεία της κυβερνητικής πρότασης για την αναθεώρηση μπήκαν για να μπουν. Υπάρχουν απλώς για να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα πολιτική επιδίωξη: να επιμηκύνει τη χρονική διάρκεια αυτής της συζήτησης όσο το δυνατόν περισσότερο.
Στην πραγματικότητα όλα είναι συζητήσιμα, ακόμη και τα εργασιακά ή το εκλογικό σύστημα, αν ληφθεί υπόψη ότι οι τελικές κυβερνητικές αποφάσεις θα ληφθούν σε …ένα χρόνο από σήμερα, σύμφωνα με το κυβερνητικό χρονοδιάγραμμα.
Η καλή δουλειά αργεί να γίνει, ή αν δεν θέλεις να γίνει άπλωσέ την στο χρόνο.
Είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλει να δεσμευτεί αυτή τη στιγμή υπό την επήρεια των σημερινών συσχετισμών και της κεκτημένης ιδεολογικής μονομέρειας του ΣΥΡΙΖΑ. Που παραμένει μέλος της κομμουνιστικής πτέρυγας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατά το καταστατικό του επιδιώκει τον σοσιαλισμό και την … έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ.
Προτιμάει να αποφασίσει μετά το συνέδριο. Όταν θα έχει μετακυλήσει το κόμμα προς την Κεντροαριστερά και θα έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ή θα έχει απομακρύνει τους υπουργούς παλιάς νοοτροπίας, ενδεχομένως και τον Πάνο Καμμένο.
Κοντολογίς, τις πραγματικές αποφάσεις για το Σύνταγμα θα πάρει ένας άλλος Τσίπρας ενός άλλου ΣΥΡΙΖΑ σε μια άλλη χρονική στιγμή. Ως τότε σε κουβέντα να βρισκόμαστε.
Με όρους τρέχουσας πολιτικής ανάγνωσης με την πρότασή του ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να πάρει την πρωτοβουλία σ’ αυτό το θέμα με αποτέλεσμα οι άλλοι να τρέχουν πίσω του. Από αυτή την άποψη ο ίδιος προσωρινά βγαίνει κερδισμένος. Δεν βγαίνει όμως και η ίδια η αναθεώρηση και ως προς το βάθος και ως προς το εύρος της.
Στο τέλος μπορεί να επαναληφθεί η απόπειρα της κυβέρνησης Καραμανλή να δρομολογήσει μια δέσμη συνταγματικών διατάξεων προς αναθεώρηση, που όταν ξέμεινε από υποστηρικτές συρρικνώθηκε στην άσκηση επαγγέλματος των βουλευτών. Ο Τσίπρας προτείνει μια “αριστερή” αναθεώρηση, όπως προκύπτει και από τις προτάσεις στα εργασιακά- που είναι μάλλον ασύμβατο να μπουν στο Σύνταγμα μιας χώρας της Ευρωζώνης. Ειδικά όταν τελεί υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Γιατί το κάνει; Για τον εμπλουτισμό της συζήτησης. Σε ένα χρόνο από σήμερα ούτε ο ίδιος ξέρει τι θα εξυπηρετεί την τότε κυβέρνησή του. Επιπλέον σε κάθε περίπτωση θα έχει πρόβλημα με τους αριθμούς.
Την αναθεώρηση αποφασίζει σημερινή Βουλή, αλλά θα την κάνει η επόμενη. Ανάμεσα τους υπάρχει κάτι πολύ κρίσιμο: οι εκλογές!
Για να αναθεωρηθεί μια διάταξη πρέπει να εξασφαλίσει 180 ψήφους σε μια από τις δυο Βουλές. Οι διατάξεις που θα προταθούν προς αναθεώρηση με 180 ψήφους από τη σημερινή Βουλή απαιτούν μόλις 151 στην επόμενη Βουλή και αντιστρόφως.
Το ερώτημα είναι απλό. Σε ποιες διατάξεις είναι ευχερές να διατυπωθούν προτάσεις με 180 ψήφους από τη σημερινή Βουλή σε κρίσιμα θέματα όπως είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, οι αρμοδιότητες του, το εκλογικό σύστημα, οι ανεξάρτητες αρχές, οι σχέσεις κράτους- Εκκλησίας και τα ζητήματα της Δικαιοσύνης και της Εκπαίδευσης;
Ποια θα είναι η αντιστοιχία των αριθμητικών προϋποθέσεων σε κάθε μια από τις δύο συνθέσεις της Βουλής και για κάθε μία από τις αναθεωρούμενες διατάξεις;
Για παράδειγμα, θεωρητικά και με όρους της παλιάς “δημοκρατικής παράταξης” η εξασφάλιση των 180 ψήφων θα έπρεπε να είναι εύκολη. Αλλά δεν είναι. Οι πολιτικές σκοπιμότητες απομακρύνουν, το ΠΑΣΟΚ από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το Ποτάμι που πάει προς τη ΝΔ, μάλλον δεν θα υπάρχει στην επόμενη Βουλή. Όλα κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα και δεν μπορεί να γίνει κανένας υπολογισμός συσχετισμών.
Από όλα αυτά συνάγεται ότι οι επόμενες εκλογές θα έχουν χαρακτήρα χαρακτήρα δημοψηφίσματος σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι τα δυο μεγάλα κόμματα τουλάχιστον θα προσπαθήσουν να σταθμίσουν σε ποιες διατάξεις η εναλλαγή του 151 με το 180 μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εκλογική αναμέτρηση.
Από αυτή την άποψη ο Αλέξης Τσίπρας έριξε μια τροχιοδεικτική βολή βραδείας καύσεως για να προλάβει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τι θέλει και τι μπορεί να αναθεωρήσει.
Γι’ αυτό προτιμά να συνδέσει την συνταγματική μετατροπή με τις επόμενες εκλογές και κυρίως με τις μεθεπόμενες. ΄Η αλλιώς: όλα της αναθεώρησης δύσκολα.