Του Γ. Λακόπουλου
Όταν ήλθε στη δημοσιότητα η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου βούιξε η δημοσιογραφική αγορά ότι οι επικοινωνιολόγοι του Μεγάρου Μαξίμου βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν για να προωθήσουν στα ΜΜΕ αλλαγή ατζέντας και να φύγει από την κυβέρνηση, που την είχε πάρει το ποτάμι του κορονοϊού, η δημόσια προσοχή.
Ο Πρωθυπουργός επικοινώνησε με την αθλήτρια και είπε μεταξύ άλλων: «Ας κάνουμε, λοιπόν, όλοι το πρώτο βήμα της Σοφίας: Μιλάμε, καταγγέλλουμε, αποκαλύπτουμε».
Πολλοί τον πήραν τοις μετρητοίς και οι καταγγελίες για σεξουαλική βία -από την παρενόχληση ως την κακοποίηση έγιναν χιονοστιβάδα. Για πρώτη φορά μια επιχείρηση αλλαγής της προσοχής του κοινού έφερε καλό.
Αλλά η κυβέρνηση δεν επρόκειτο να το χαρεί για πολύ. Το έξυπνο πουλί από την προπαγάνδα του πιάνεται.
Κάποια στιγμή κάτι άρχισε να κυκλοφορεί ως κουτσομπολιό στην αρχή, έγινε ψίθυρος, εξελίχθηκε σε καταγγελία, τυλίχθηκε στη θολούρα του επαγγελματικού προσδιορισμού και τελικά απέκτησε όνομα και διεύθυνση: Δημήτρης Λιγνάδης, διευθυντής του Εθνικού Θέατρου.
Δεν θα είχε κανείς απαίτηση να παρέμβει ο πρωθυπουργός αν δεν υπήρχαν δυο στοιχεία: Πρώτο: μιλάμε για δημόσιο φορέα την ευθύνη λειτουργίας του οποίου έχει η κυβέρνηση που τον αιμοδοτεί από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεύτερο: η πληροφορία ότι ο Λιγνάδης υπήρξε φίλος του Πρωθυπουργού και τοποθετήθηκε με δική του υπόδειξη στο Εθνικό.
Κανείς δεν το διέψευσε. Αλλά η τοποθέτησή του δεν προέκυψε από διαγωνισμό. Φυτευτός ήταν από την υπουργό Πολιτισμού. Αν δεν ήταν δική της έμπνευση, μόνο ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε να της τον επιβάλει.
Υπάρχει και ο συνειρμός ότι το περασμένο θέρος το ζεύγος Μητσοτάκη, κάλεσε ένα… στρατιωτικό ελικόπτερο για να τους μεταφέρει στην Επίδαυρο και να μην χάσουν την παράσταση του εν λόγω σκηνοθέτη. Για τον οποίο δεν έχουν τέλος οι ανατριχιαστικές καταγγελίες.
Ο Λιγνάδης δεν είναι κατηγορούμενος για τίποτε. Αλλά ο ανεμοστρόβιλος όσων ακούγονται γι’ αυτόν, έφτασε και στη Δικαιοσύνη, παρότι δεν έχουν γίνει ακόμη αισθητά τα αντανακλαστικά της.
Δεν του έχει απαγγελθεί καμία κατηγορία, αλλά δεν είναι και υπόθεση που αφήνει αδιάφορη την κοινωνία. Πώς γίνεται να μην απασχολεί και τον Πρωθυπουργό, αν πράγματι είναι φίλος του και αν αληθεύει ότι η Μενδώνη τον διόρισε ως πρωθυπουργικό ρουσφέτι;
Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να υπάρξει εγκαίρως εντολή Πρωθυπουργού στην υπουργό του. «Διώξε τον τώρα». Δεν έγινε ποτέ. Άλλωστε κανείς δεν τον έδιωξε. Του εκχωρήθηκε το προνόμιο της παραίτησης.
Το δεύτερο καλύτερο θα ήταν να κάνει ο Πρωθυπουργός μια δήλωση για την κακοτυχία που είχε το Εθνικό σε τέτοια χέρια -για τα οποία από ό,τι φαίνεται δεν τα έχουμε ακούσει όλα ακόμη. Με εκδήλωση της λύπης του για την «ανεμελιά» να επιβάλει -ή να δεχθεί -τον διορισμό του.
Η παιδαγωγική πλευρά της πολιτικής
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα πάντα για τους φίλους του -ακόμη και αν τους διορίζει. Κανείς δεν ευθύνεται γι’ αυτούς, αν εκ των υστέρων προκύψει οτιδήποτε που τους βαρύνει.
Αλλά στην πολιτική η ευθύνη είναι αντικειμενική. Εν προκειμένω έχουμε τον επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας που έβαλε στο χέρι του σε μια τραγική τοποθέτηση σε έναν κρατικό φορέα. Δεν μπορεί να κάνει ότι δεν ακούει.
Όσο η διαρκής επίδειξη ευαισθησίας από την πλευρά του Πρωθυπουργού δεν περιλαμβάνει και την υπόθεση Λιγνάδη, τόσο μένει ανοικτό το θέμα που ανακινείται από πολλές πλευρές για «πλάτες» που του κάνουν άνθρωποι με ισχύ.
Και ο τελευταίος μετακλητός του Μεγάρου Μαξίμου ξέρει πως ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να βγάλει από αυτόν τον κύκλο τον εαυτό του δια της σιωπής.
Ειδικά αν δια της σιωπής είχε αντιμετωπισθεί μια άλλη υπόθεση που έδωσε αφορμή να αναφερθεί το όνομά του: του Νίκου Γεωργιάδη, που πρωτόδικα κρίθηκε ένοχος από το Τριμελές Πρωτοδικείο για παιδεραστία.
Στο εφετείο «καθάρισε» λόγω παραγραφής του αδικήματος της ασέλγειας κατά ανηλίκου με την αναθεώρηση των ποινικών κωδίκων- την οποία μάλιστα η εισαγγελέας της έδρας στηλίτευσε: «Δυστυχώς θα πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση παραγραφής».
Αλλά σε ό,τι αφορά την πολιτική πλευρά του θέματος, ο ευεργετηθείς από την παραγραφή υπήρξε βουλευτής της ΝΔ, σύμβουλος και συνεργάτης του Μητσοτάκη, και πουλέν της -μέλλουσας τότε -κυβέρνησής του. Δεν μπορεί να μην τον είδε και να μην τον ξέρει. Ως αρχηγός της ΝΔ, δεν είπε λέξη.
Κι εδώ ισχύει ότι δεν είχε υποχρέωση να γνωρίζει, ούτε φέρει την παραμικρή ευθύνη. Αλλά το ερώτημα είναι τι κάνει ένας πολιτικός αρχηγός όταν μαθαίνει όπως ο υπόλοιπος κόσμος, όσα ακούσθηκαν για τον σύμβουλό του.
Αν δεχθούμε ότι η ΝΔ ως κόμμα έκανε τότε κάτι με τον Γεωργιάδη ήταν να τον ψιλοκαλύψει. Αν δεχθούμε ότι σήμερα η κυβέρνηση κάνει κάτι, είναι η προσποίηση ότι δεν έχει γνώση όσων περιστρέφονται γύρω από το πρόσωπο που η ίδια τοποθέτησε στο Εθνικό.
Ότι και στις δυο περιπτώσεις ο κοινός παρονομαστής είναι η σχέση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη προβληματίζει για το πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται την παιδαγωγική πλευρά της πολιτικής.