Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ: « Καμιά διάταξη αυτού του χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής άμυνας, σε περίπτωση που ένα μέλος των Η.Ε. δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, παρά την πιο πάνω ρητή διάταξη του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη του στο ΡΙΚ, ότι «εάν θεωρήσουμε ότι μπορούμε στρατιωτικά να δώσουμε λύση μέσα από την στρατικοποίηση, αυτό θα είναι το τέλος του Κυπριακού Ελληνισμού».
Βέβαια εδώ και 46 χρόνια, από τότε που η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και κατέχει το 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ουδείς εισηγήθηκε «στρατικοποίηση» του Κυπριακού με την έννοια της στρατιωτικής επίθεσης, για ανακατάληψη των παρανόμως κατεχομένων εδαφών. Για προφανείς λόγους. Που σχετίζονται με την συντριπτική υπεροχή δυνάμεως της Τουρκίας. Παρά το γεγονός, ότι ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης του Διεθνούς Οργανισμού νομιμοποιεί απολύτως το δικαίωμα άμυνας του υφιστάμενου την επίθεση κράτους. Και βέβαια την συνεχή στρατικοποίηση αναδεικνύει και εφαρμόζει η Τουρκία με την κατοχή της Κύπρου, με την εισβολή στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τις απειλές επί των κυριαρχικών θαλασσίων δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Η εύλογη απορία, λοιπόν, είναι γιατί ο Πρόεδρος επέλεξε να προβεί σε αυτή τη δήλωση, ακυρώνοντας με αυτό τον τρόπο και το δόγμα της αποτροπής, το οποίο διακηρύσσεται διαχρονικά από Κύπρο και Ελλάδα, απέναντι στην τουρκική απειλή. Ατυχέστατο. Και ελπίζω ότι θα γίνει αντιληπτό και ότι θα υπάρξει επανόρθωση, με νεότερη δήλωση.
Από την εποχή του Θουκυδίδη, δεν αμφισβητήθηκε, ούτε κατ’ ελάχιστον, ότι απαραίτητη παράμετρος μιας αποτελεσματικής στρατηγικής είναι η ισχύς.
Οι πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες, μπορούν να αποδώσουν, αν στηρίζονται και υποστηρίζονται από την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων που να έχουν την ικανότητα ισχυρού ανταποδοτικού πλήγματος.
Είναι ορθόν ότι έχουμε επιλέξει τον δρόμο των πολιτικών και διπλωματικών προσπαθειών και πρωτοβουλιών για την λύση του Κυπριακού.
Όμως αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου, ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα λαμβάνουν σοβαρά υπ΄ όψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Θεμελιώδες, κορυφαίας και κρίσιμης σημασίας αυτονόητο χρέος είναι όχι μόνο δεν πρέπει να ακυρωθεί ή επιβραδυνθεί η εθνική στρατηγική της αμυντικής επάρκειας και ετοιμότητας, αλλά θα πρέπει να αναβαθμίζεται και να εκσυγχρονίζεται.
Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατιωτική στρατηγική, που θα στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια» στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου» σε συνδυασμό με πολυεπίπεδη πολιτική και διπλωματική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η απάντηση στην πρόκληση της σημερινής συγκυρίας και επιταγή που επιβάλλεται από τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.
Μέσα στις νέες συνθήκες επιβάλλεται η πολιτική της αποτροπής και της επαρκούς αμυντικής επαγρύπνησης, να επανέλθουν ως κορυφαία παράμετρος της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού.
Η συνεχής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου, συνδεδεμένη με μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική, είναι απολύτως απαραίτητες πολιτικές για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών δικαίων. Αν αυτό δε συμβεί, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε μπροστά από δυσάρεστες εκπλήξεις.
Όσο συνεχίζεται η κατοχή, όσο η Τουρκική απειλή είναι παρούσα, η στρατηγική της αποτροπής με αξιόπιστη αμυντική ισχύ, αποτελεί επιταγή.
Κάθε άλλη λογική και πρακτική, θα αποτελούσε πράξη εθνικής αφροσύνης.
Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων