
Του Απόστολου Λουλουδάκη
Η Νέα Δημοκρατία ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1974, μέσα στο φορτισμένο κλίμα της μεταπολίτευσης, ως μια πολιτική δύναμη που θα εγγυόταν τη δημοκρατική ομαλότητα μετά την επταετή δικτατορία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επιστρέφοντας από το Παρίσι, δεν φιλοδοξούσε απλώς να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία, αλλά να συγκροτήσει ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα έθετε τέλος στο βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και θα απεγκλώβιζε τη συντηρητική παράταξη από το φάντασμα της Δεξιάς όπως είχε διαμορφωθεί στον Εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια.
Η Νέα Δημοκρατία, λοιπόν, δεν ήταν ένα «κόμμα της Δεξιάς» με την παραδοσιακή έννοια. Ήταν το πολιτικό σχήμα που θα επανακαθόριζε την έννοια της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς στην Ελλάδα, υιοθετώντας το τρίπτυχο «εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική δικαιοσύνη» ως ταυτότητα και όχι απλώς σύνθημα. Ο Καραμανλής επεδίωξε να συγκροτήσει έναν ευρύ, ευρωπαϊκό πολιτικό φορέα, που να μπορεί να απορροφήσει τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του Κέντρου και να συνθέσει το δημοκρατικό αστικό φάσμα, απομονώνοντας τα άκρα.
Η φυσιογνωμία αυτή, η ευρωπαϊκή, συντηρητικά φιλελεύθερη, θεσμικά υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη, υπήρξε το ιδρυτικό στίγμα της Νέας Δημοκρατίας. Από αυτήν την ταυτότητα αντλούσε την πολιτική της ισχύ: όχι από τις κραυγές του περιθωρίου, αλλά από την αξιοπιστία, τη μετριοπάθεια και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Από τον Αβέρωφ στον Μητσοτάκη: η συνέχεια και η αλλοίωση
Μετά τον θάνατο του Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία πέρασε σταδιακά από την ιδρυτική της εποχή των ισχυρών θεσμικών προσωπικοτήτων (Καραμανλής, Ράλλης, Αβέρωφ) σε μια πιο πολυσυλλεκτική, αλλά και πιο ευάλωτη φάση. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ως μεταβατική φυσιογνωμία, παρέδωσε μια παράταξη που ακόμη διατηρούσε το στίγμα της αστικής ευπρέπειας και του ευρωπαϊκού ρεαλισμού, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις. Η διάδοχη κατάσταση, ωστόσο, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σηματοδότησε μια στροφή.
Ο Μητσοτάκης, άνθρωπος του οικονομικού φιλελευθερισμού και της τεχνοκρατικής διαχείρισης, προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την παράταξη, να την απαλλάξει από τα βαρίδια του κρατισμού και της πελατειακής νοοτροπίας. Όμως, μαζί με την εισδοχή του νεοφιλελευθερισμού, ήρθαν και οι πρώτες ρωγμές στο εσωτερικό της παράταξης: η Νέα Δημοκρατία, από κόμμα ευρείας κοινωνικής αναφοράς, άρχισε να μετατρέπεται σε ένα μωσαϊκό αντιφατικών ιδεολογικών τάσεων.
Η «διεύρυνση Μητσοτάκη» —προς τον φιλελεύθερο χώρο και το μεταρρυθμιστικό Κέντρο— υπήρξε αναγκαία ως προς τη στρατηγική κατεύθυνση, αλλά προβληματική ως προς την πολιτική συνοχή. Διότι εκεί όπου η Νέα Δημοκρατία της δεκαετίας του ’70 είχε ιδεολογικό πυρήνα και θεσμική πειθαρχία, η Νέα Δημοκρατία των αρχών του ’90 είχε πλέον πολλαπλές εσωτερικές φωνές και ένα ανομοιογενές εκλογικό ακροατήριο. Η προσπάθεια εξορθολογισμού της οικονομίας, οι συγκρούσεις με συντεχνίες και η αντιπαράθεση με την Αριστερά δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση εθνικιστικών και λαϊκιστικών αντιδράσεων.
Η σκιά της Ακροδεξιάς και η διάσπαση Καρατζαφέρη
Η δεκαετία του 2000 έφερε μια νέα πραγματικότητα. Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, προερχόμενος από τα σπλάχνα της Νέας Δημοκρατίας, αξιοποίησε τον δυσαρεστημένο εθνικιστικό λόγο για να συγκροτήσει το ΛΑΟΣ. Ήταν η πρώτη σοβαρή διάσπαση δεξιά του κεντροδεξιού χώρου μετά τη Μεταπολίτευση — και το πρώτο καμπανάκι για τη διολίσθηση ενός τμήματος της βάσης προς ακραίες ρητορικές.
Η διάσπαση αυτή δεν ήταν απλώς προσωπική ή τακτικιστική. Ανέδειξε την ιδεολογική κρίση που υπέβοσκε: η Νέα Δημοκρατία είχε απομακρυνθεί από τη λαϊκή Δεξιά χωρίς να έχει πείσει πλήρως το φιλελεύθερο Κέντρο. Στην προσπάθειά της να χωρέσει τα πάντα, άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό της.
Η κρίση των μνημονίων, λίγα χρόνια αργότερα, θα επιδεινώσει αυτή τη ρευστότητα. Ο Αντώνης Σαμαράς, επιστρέφοντας στην ηγεσία, θα επιλέξει μια στρατηγική «διεύρυνσης» προς τα δεξιά, ενσωματώνοντας πολιτικά στελέχη και ρητορικές που έως τότε βρίσκονταν εκτός του δημοκρατικού κορμού της παράταξης.
Η διεύρυνση Σαμαρά και η δεξιά μετατόπιση
Ο Σαμαράς επιχείρησε να ισορροπήσει μεταξύ του φιλοευρωπαϊκού ρεαλισμού και του αντιμνημονιακού θυμού που σάρωσε την κοινωνία την περίοδο 2010–2012. Η επιλογή του να ενσωματώσει ακροδεξιούς βουλευτές του ΛΑΟΣ δεν ήταν τυχαία, αλλά τακτική. Όμως, η τακτική αυτή άφησε βαθύ ιδεολογικό αποτύπωμα: κανονικοποίησε ρητορικές και συμπεριφορές που έως τότε θεωρούνταν ξένες προς την παράδοση της Νέας Δημοκρατίας.
Η είσοδος πολιτικών με εθνικιστικό, συχνά συνωμοσιολογικό λόγο, έφερε ένα νέο ύφος στην παράταξη — πιο επιθετικό, πιο συγκρουσιακό, πιο «αντι-συστημικό». Αν και ο Σαμαράς προσπάθησε να διατηρήσει μια θεσμική εικόνα, η ρητορική αυτή ρίζωσε στα μεσαία και κατώτερα στρώματα του κόμματος. Έκτοτε, η Νέα Δημοκρατία άρχισε να αντιμετωπίζει τον δημόσιο διάλογο όχι με τη μετριοπάθεια του φιλελεύθερου ρεαλισμού, αλλά με τη λογική της πολιτικής επιβίωσης απέναντι σε «εχθρούς».
Η δεύτερη διεύρυνση: ο Μητσοτάκης και το «κέντρο»
Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την ηγεσία, το 2016, υποσχέθηκε να αποκαταστήσει την ευρωπαϊκή φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας, να την επαναφέρει στο φιλελεύθερο Κέντρο και να απομονώσει τα άκρα. Η πρώτη του περίοδος κινήθηκε πράγματι προς αυτήν την κατεύθυνση: τεχνοκρατισμός, μεταρρυθμιστικός λόγος, αποφυγή ακροτήτων.
Όμως, όσο η διακυβέρνησή του προχωρούσε, τόσο φαινόταν ότι η διεύρυνση προς το Κέντρο συνοδευόταν από μια σιωπηρή ανοχή προς τη δεξιά πτέρυγα. Οι υπουργοί και βουλευτές με ακροδεξιό παρελθόν συνέχισαν να κυριαρχούν στην επικοινωνιακή ατζέντα, συχνά με τη σιωπηρή αποδοχή του Μεγάρου Μαξίμου. Οι ψηφοθηρικές ανάγκες, ιδίως μετά την άνοδο του ακροδεξιού χώρου (Νίκη, Ελληνική Λύση κ.ά.), ώθησαν τη Νέα Δημοκρατία σε έναν ιδιότυπο ιδεολογικό συγκερασμό: φιλελευθερισμός στην οικονομία, συντηρητισμός στα ήθη, αυταρχισμός στη διοίκηση, εθνικισμός στη ρητορική.
Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή εκτόπιση της παλιάς θεσμικής μετριοπάθειας από έναν νέο λόγο εξουσίας — έναν λόγο που, υπό το πρόσχημα της «πραγματιστικής πολιτικής», φλερτάρει με τα όρια του εκφασισμού.
Ο εκφασισμός δεν είναι πολιτική στρατηγική
Ο όρος «εκφασισμός» δεν χρησιμοποιείται ελαφρά τη καρδία. Δεν σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία έγινε φασιστική, αλλά ότι δανείζεται ολοένα και πιο συχνά τα μέσα, τις μεθόδους και τη ρητορική του φασισμού: την εχθροποίηση, την απαξίωση των θεσμών, την επιθετικότητα απέναντι στην κριτική, την κανονικοποίηση της βίας του λόγου.
Όταν υπουργοί λοιδορούν δημοσιογράφους, όταν η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο, όταν οι διαφωνούντες θεωρούνται «προδότες» ή «υπονομευτές», όταν η προπαγάνδα αντικαθιστά τον δημόσιο διάλογο, τότε η δημοκρατική δεξιά χάνει το ήθος της και μετατρέπεται σε εξουσιομανές μόρφωμα.
Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος: όχι η εκλογική απώλεια ή η δημοσκοπική φθορά, αλλά η αλλοίωση της πολιτικής ψυχής της Νέας Δημοκρατίας. Μιας παράταξης που ιδρύθηκε για να ενώσει, όχι να διχάσει· να θωρακίσει τους θεσμούς, όχι να τους εργαλειοποιήσει· να εκφράσει τη φιλελεύθερη Ευρώπη, όχι τον εθνικολαϊκισμό.
Ο ρόλος των εκσυγχρονιστών
Οι εκσυγχρονιστές και τα μνημονιακά στελέχη που εντάχθηκαν στη Νέα Δημοκρατία την τελευταία δεκαετία – από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ ή του φιλελεύθερου Κέντρου – όφειλαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σε αυτή την τάση. Κι όμως, τις περισσότερες φορές προτίμησαν τη σιωπή έναντι της πολιτικής τους επιβίωσης. Έτσι, αντί να εξισορροπήσουν την ιδεολογική καμπύλη του κόμματος, απλώς επικύρωσαν την αργή του μετάλλαξη.
Η ιδεολογική ηγεμονία των σκληρών δεξιών –που ξεκίνησε με τον Σαμαρά και συνεχίστηκε με νέες μορφές υπό τον Μητσοτάκη– διαμόρφωσε μια παράταξη εσωτερικά ασυνάρτητη, όπου το ύφος και ο λόγος των ακραίων καθορίζουν την ατζέντα. Και όσο ο φιλελεύθερος λόγος παραμερίζεται, τόσο το κόμμα απομακρύνεται από την πολιτισμική του παράδοση.
Δεν αξίζει στη Νέα Δημοκρατία ο εκφασισμός της
Η Νέα Δημοκρατία υπήρξε για δεκαετίες ο βασικός θεσμικός πυλώνας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Εξασφάλισε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, τη σταθερότητα των θεσμών, τη συνταγματική τάξη. Το να μετατρέπεται σήμερα σε όχημα πολιτικού αυταρχισμού και ηθικού σχετικισμού δεν είναι μόνο επικίνδυνο· είναι ιστορικά άδικο.
Η παράταξη που οραματίστηκε ο Καραμανλής δεν είχε καμία σχέση με τα σημερινά σύνδρομα επιθετικής εξουσίας και καχυποψίας προς τη δημοκρατία. Η φιλελεύθερη κεντροδεξιά, όπως την εννοούσε, ήταν χώρος ευθύνης, όχι καταστολής· διάλογος, όχι προπαγάνδα· θεσμοί, όχι προσωπολατρία.
Αν υπάρχει ακόμη κάτι να σωθεί από την πολιτική κληρονομιά της Νέας Δημοκρατίας, αυτό είναι η συνειδητοποίηση ότι η μετατόπιση προς τα άκρα δεν είναι αναγκαιότητα, αλλά επιλογή — και μάλιστα ολέθρια.
Γιατί ο εκφασισμός δεν φέρνει σταθερότητα, φέρνει τελική απομόνωση. Δεν ενοποιεί, διαβρώνει. Και, κυρίως, δεν αξίζει σε μια παράταξη που σήκωσε στις πλάτες της τη Δημοκρατία όταν η χώρα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού.
Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται να θυμηθεί ξανά τι σημαίνει «Νέα» και τι σημαίνει «Δημοκρατία». Αν το πρώτο χαθεί, γίνεται ένα ακόμα συντηρητικό κόμμα εξουσίας· αν χαθεί το δεύτερο, τότε χάνει το λόγο ύπαρξής της.

