Το δίλημμα των εκλογών δεν είναι ακριβώς Τσίπρας ή Μητσοτάκης, αλλά αν θα πάμε μπροστά ή θα μείνουμε πίσω

Tου Νίκου Λακόπουλου

Τελικά τα Χριστούγεννα δεν καταργήθηκαν, η Ελλάδα βγήκε από το μνημόνιο κι όπως φαίνεται μέσα στο 2019 θάχουμε εκλογές. Τον Σεπτέμβριο, κατά τον Αλέξη Τσίπρα, νωρίτερα κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη που συμπεριφέρεται ως βέβαιος πρωθυπουργός, αλλά διατηρεί και μερικές αμφιβολίες -που τον κάνουν νευρικό. Αν δεν γίνει;

Oι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το κόμμα του έφτασε στα όρια του, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν τέλειωσε, αλλά ανεβάζει συνέχεια τα ποσοστά του. Η τελευταία εμφάνιση του Μητσοτάκη στη Βουλή -“πέρασε έξω”- “κατέβα να επιβάλλω εγώ την τάξη” έδειξαν μια εικόνα ενός αυταρχικού ηγέτη- ενός “κακομαθημένου κολλεγιόπαιδου” -θα πει ο Τσίπρας- που νομίζει ότι η Βουλή είναι τσιφλίκι “που σας κληροδότησε ο πατέρας σας”.

Την ίδια στιγμή ο Κώστας Καραμανλής έσπασε την σιωπή του για να πει πως “στόχος μας είναι μία ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία για κυβέρνηση ισχυρή και σταθερή με ορίζοντα τετραετίας”- δυο πράγματα δηλαδή που δεν διασφαλίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ο πρόεδρος της ΝΔ εξελέγη από την βάση του κόμματος για να ανανεώσει -όπως έλεγε- το “γερασμένο κόμμα” του, που αν δεν άλλαζε θα ήταν “κομπάρσος” των πολιτικών εξελίξεων. Και πράγματι το άλλαξε. Ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης, μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά ως “μέντορα” όλων- δεν είναι πια φιλοξενούμενοι στη Νέα Δημοκρατία. Είναι οι βασικοί εκφραστές και ιδεολογικοί καθοδηγητές του -με αντικομμουνισμό και παλαιοδεξιά ρητορική και προπαγάνδα μιας άλλης εποχής.

«Δεν θα γίνουν απολύσεις. Μονάχα το κομματικό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ θα ξηλωθεί». «Οι δικοί μου υπουργοί δεν θα προσλαμβάνουν ανεπάγγελτους, για να βολέψουν στο Δημόσιο κουμπάρους ή συγγενείς τους» θα πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια μάχη κατά της οικογενειοκρατίας -που περιλαμβάνει και την υποψηφιότητα του ανιψιού του για τον Δήμο Αθήνας.

Τα πράγματα είναι πιο απογοητευτικά όταν η προσωπική του εικόνα δεν υπερβαίνει σε ποσοστά το κόμμα του. Δηλαδή ο «καταλληλότερος» είναι αντιπαθής στο 70% των ψηφοφόρων. Η ΝΔ απέχει πολύ από την κυριαρχία στις εκλογές ελπίζοντας στη συνδρομή του Κινήματος της Αλλαγής που μπορεί η κάθοδος του στις εκλογές να είναι η τελευταία. Το ευμετάβλητο πολιτικό σκηνικό προϊδεάζει για μεγάλες εκπλήξεις.

Η ολική αντιπολίτευση του Μητσοτάκη με στόχο αρχικά τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, τον καταληψία, τον “ψεύτη” τον «μπολσεβίκο», δεν αποδίδει. Ο Τσίπρας εμφανίζει πάντα την θετική εικόνα- της ανάπτυξης, της Ελλάδας έξω από το μνημόνια- με τον Μητσοτάκη-με την μεμψίμοιρη εικόνα της γκρίνιας” να του εύχεται να… αποτύχει.

Το παράδοξο είναι πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς εμφανίζεται ως ρεαλιστική δύναμη που δεν υπόσχεται πολλά- εκφράζοντας την σταθερότητα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι έτοιμος να βγει στους δρόμους μαζί τη Φώφη εναντίον αυτών που “φτωχοποίησαν” την Ελλάδα με αντιευρωπαϊκή διάθεση σε μια στρατηγική απομονωτισμού -που εμπνέει και την Χρυσή Αυγή για προτάσεις …συνεργασίας.

Οι εκλογές αυτές θα είναι αγώνας ενάντια στη μνήμη. Ο νευρικός και πολλές φορές έξαλλος Κυριάκος φοβίζει ως φορέας αβεβαιότητας -που δεν θέλει να βγει η Ελλάδα από την κρίση -τουλάχιστο μέχρι να γίνει αυτός… πρωθυπουργός. Η ανασφάλειά του ως απροσδόκητου προέδρου τον οδήγησε αντί για ρήξεις μέσα στο γερασμένο κόμμα του σε συμμαχία με την Ακροδεξιά.

Κι όμως ήταν αυτός που έλεγε: «Στη Νέα Δημοκρατία πρέπει να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, να κάνουμε μια γενναία αυτοκριτική για τα δικά μας σφάλματα, να παραδεχτούμε ότι είναι ένα γερασμένο κόμμα με απαρχαιωμένες δομές. Αν δεν αλλάξουμε, το μέλλον μας θα είναι ζοφερό».

Πέρασε καιρός από τότε. Η Νέα Δημοκρατία δεν μίλησε τη γλώσσα της αλήθειας, ούτε παραδέχτηκε πως είναι κόμμα με …απαρχαιωμένες δομές. Με βάση όσα έλεγε τότε, ο νυν πρόεδρος, το μέλλον της είναι ζοφερό. Θάναι πάντα κομπάρσος στα πολιτικά δρώμενα, όπως ο ίδιος μας είχε προειδοποιήσει…

Ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι ο νικητής των εκλογών, ακόμα κι αν βρεθεί στην αντιπολίτευση. Πήρε ένα κόμμα του 4% και το οδήγησε στο 17% κι ύστερα στο 35%- που διατήρησε ακόμα κι αν αποχώρησε το μισό κόμμα του. Τώρα ξεκινά από ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και μακροπρόθεσμα διεκδικεί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό -ως εκφραστής πια της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης που συμμαχεί ακόμα και με συντηρητικές δυνάμεις.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε ανύποπτο χρόνο περιέγραψε έναν νέο φορέα επαινώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου που δεν “βολεύτηκε στο πατρικό κόμμα της Ένωσης Κέντρου, αλλά επέλεξε τον δύσκολο – και για πολλούς από τους παραδοσιακούς ακατανόητο – δρόμο της δημιουργίας νέου κόμματος, απαλλαγμένου από τις αμαρτίες του παλιού πολιτικού συστήματος, ανοιχτού σε νέα ρεύματα και αντιλήψεις».

Ο χώρος αυτός “κατάφερε ιστορικά να εκφράσει ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου της εργασίας πανευρωπαϊκά και μάλιστα κατάφερε να διαμορφώσει την ταυτότητα του, στη βάση των εμβληματικών διεκδικήσεων και των μεγάλων κατακτήσεων του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη” έγραφε στο άρθρο του για τον Ανδρέα Παπανδρέου την ίδια ώρα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης υπαινισσόταν ότι πρέπει να υπάρξει ένας αστερισμός, μια μεγάλη παράταξη με πολλά και διάφορα πολιτικά υποκείμενα. Ένας τέτοιος λοιπόν συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, μπορεί να αναλάβει το μεγάλο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας”.

Οι εκλογές αυτές στις οποίες κάποια ενδιάμεσα κόμματα θα εξαφανισθούν -ίσως και πριν από αυτές- στην πραγματικότητα επανιδρύουν τον πολιτικό χάρτη όπως διαμορφώθηκε το 1981 με τον ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό πόλο στη θέση του ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία να κινείται πέρα από τα όρια του κεντροδεξιού κόμματος που μπορούσε να πάρει την εξουσία απομακρυνόμενη από την παλαιοδεξιό παρελθόν της και την Ακροδεξιά.

Η δεξιά πορεία του Κινάλ σπρώχνει δυνάμεις του προς τα αριστερά -που θεωρούν ότι ο φυσικός τους σύμμαχος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν πρόκειται να αποδεχθούν μια συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία. Η “βαθιά στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ” που έθεσε σαν στόχο ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποβαίνει σε στρατηγική ήττα του Κινάλ.

Μια πιθανή πόλωση θα δώσει μεγαλύτερα ποσοστά στα δυο μεγαλύτερα κόμματα και το ερώτημα είναι πως θα μοιραστούν τα ποσοστά των μικρών κομμάτων που εξαφανίζονται. Πέρα όμως από τις κομματικές ανακατατάξεις οι δυο μεγάλες παρατάξεις στην Ελλάδα παραμένουν για να έλθουν σε μετωπική σύγκρουση στις εκλογές- όπου το δίλημμα “να φύγει ο Τσίπρας” ή “να μην έρθει ο Μητσοτάκης” παίρνει πάλι τον χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά -όπως το 1981.

Το αφήγημα της επιστροφής σε μια συγκυβέρνηση ΝΔ- Κινάλ, αν και φαίνεται πιθανό, δεν έχει ιστορική βάση. Κάτι άλλο θα συμβεί, αλλά πάντα σε μια σύγκρουση ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις και την οπισθοδρόμηση, όπως την εκφράζουν μαζί πλέον ΝΔ το Κινάλ, η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στο παλιό και το νέο απέβαινε πάντα υπέρ αυτού που εξέφραζε το νέο.

Το ερώτημα δεν είναι αν θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία για να κυβερνήσει τη χώρα, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ή όχι το “νέο”.  Όπως θάλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης- μέσα από εξελίξεις που μπορεί να αφορούν και το κόμμα του- θα πρέπει να είναι έτοιμος στην προοπτική να μην είναι πρωθυπουργός. Ή ακόμα κι αν γίνει -χάρη στο μπόνους των 50 εδρών και τη συμμαχία με το Κινάλ- να παραδώσει τα ηνία του κόμματος σε κάποιον που θα λέει περίπου -όπως ο ίδιος- ότι η ΝΔ είναι ένα γερασμένο κόμμα. Ότι χρειάζεται ανανέωση και ότι αν δεν την κάνει θα είναι κομπάρσος των εξελίξεων.