Του Γ. Λακόπουλου
Το καλοκαίρι του 1996 η κυβέρνηση Σημίτη διαπίστωσε ότι το σχέδιο που παρέλαβε από την κυβέρνηση Παπανδρέου για διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα έτεινε στην αποτυχία.
Προκειμένου να αποφύγει το ρεζιλίκι της δεύτερης αποτυχίας -αφού είχε χαθεί και η προσπάθεια για το Ιωβηλαίο- ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, κάλεσε το ζεύγος Αγγελόπουλου και ζήτησε από τη Γιάννα να αναλάβει τη διεκδίκηση και από τον Θόδωρο να προσφέρει την υποστήριξη του στους διεθνείς κύκλους.
Η κυρία σήκωσε τα μανίκια -και τα τηλέφωνα και με το σλόγκαν “Η Αθήνα κινείται” το 1997 η ελληνική πρωτεύουσα χρίστηκε Ολυμπιακή Πόλη.
Ο Σημίτης το ανταπέδωσε στην Αγγελοπούλου με την ανάθεση της διοργάνωσης που κέρδισε η ίδια σε άλλους.
Κάποιους παρακοιμωμένους του “εκσυγχρονισμού” που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον στη διοίκηση της Επιτροπής” Αθήνα 2004″, χωρίς αποτέλεσμα.
Η κυβέρνηση μοίραζε στους κραταιούς εργολάβους της εποχής – και υποστηρικτές του- τα έργα των Ολυμπιακών υποδομών, αλλά η διοργάνωση του αθλητικού γεγονότος έμεινε πίσω.
Το καλοκαίρι του 2000 ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, έβγαλε την περίφημη “κιτρική κάρτα”. Πρακτικά η ΔΟΕ να απείλησε να αφαιρέσει τους αγώνες από την Αθήνα- προκαλώντας τη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή μετά τον πόλεμο.
Ο Σημίτης αναγκάσθηκε να απευθυνθεί πάλι στους Αγγελόπουλους με το ίδιο αίτημα: να αναλάβει τη σωτηρία των Αγώνων η Γιάννα- που εν τω μεταξύ είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο και ασχολούνταν με τις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Επέστρεψε και δεν τους έσωσε απλώς, αλλά οι ελληνικοί Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν οι καλύτεροι όλων των εποχών. Μεγαλύτερη επένδυση και επένδυση για την Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπάρχει.
Όταν έσβησαν τα φωτά της διοργάνωσης το πολιτικό σύστημα- στο οποίο έχουν συμβεί εν τω μεταξύ αλλαγές και η κυβέρνηση Καραμανλή πήρε τη θέση της κυβέρνησης Σημίτη- και ένας κύκλος επιχειρηματιών άρχισαν να φοβούνται ότι η Αγγελόπουλου απέκτησε τρομακτική δύναμη και θα την αξιοποιήσει για να μπει στην πολιτική.
Έτσι μπήκε μπροστά η επιχείρηση αποδυνάμωσής της με την … απαξίωση των Αγώνων. Στην αρχή φορτίζονταν αρνητικά οι Αγώνες, ως κοστοβόροι και περιττοί.
Μέχρι που μια μελέτη του ΙΟΒΕ, με τον καθηγητή Νίκο Βέττα απέδειξε ότι το αποτύπωμα στη χώρα ήταν θετικό.
Στο μεταξύ όμως δεν απαξιώθηκε μόνο το ολυμπιακό κεφάλαιο της χώρας, αλλά εγκαταλείφθηκαν και οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Για να μην επωφεληθεί πολιτικά η Γιάννα, που δεν σκόπευε ποτέ να μπει στην πολιτική.
Στον επόμενο τόνο η κυβέρνηση ” πρώτη φορά Αριστεράς”, που ευεργετήθηκες εμφανώς από την Αγγελοπούλου, την ανάγκασε παραιτηθεί από πρέσβειρα εκ προσωπικοτήτων. Ο φόβος της “ισχυρής Αγγελοπούλου” είχε διακομματική έκφραση.
Το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνειδητοποίησε την ανάγκη να τιμηθεί με έμφαση η επέτειος των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση. Πολύ περισσότερο που η επέτειος των 100 χρόνων ήταν πρακτικά αδύνατο να τιμηθεί με λαμπρότητα.
Σκεπτόμενος πρακτικά ο Πρωθυπουργός ανέθεσε τη διοργάνωση στη Γιάννα. Διασφαλίζοντας όχι μόνο την επιτυχία και τη συγκατάθεση του πολιτικού κόσμου, αλλά και της κοινωνίας που είχε ισχυρές αναμνήσεις από τον άθλο του 2004.
Το μεγάλο κέρδος από την επιλογή της Αγγελόπουλου ήταν ότι δεν την σταμάτησε ούτε η πανδημία. Με τρόπους, που είναι ήδη γνωστοί, κινητοποίησε την κοινωνία, τους φορείς της, τους θεσμούς και τον ελληνισμό όπου γης.
Η επέτειος μπορεί να μην είχε τη λαμπρότητα που θα της έδιναν οι ανοικτές εκδηλώσεις, αλλά είχε ουσία, περιεχόμενο και βάθος.
Εξελίχθηκε σε άσκηση εθνική αυτογνωσίας, με πλήθος δράσεων που απλώθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα και την ομογένεια, άφησαν ορατά αποτυπώματα και έριξαν τον προβολέα στο μέλλον.
Χωρίς να υποβαθμίσουν το θεμελιώδες γεγονός της Εθνεγερσίας και την καμπύλη της πορείας του ελληνισμού μέχρι σήμερα.
Το 2021 ως επετειακό έτος έκλεισε επιτυχώς. Το μαρτυράει ο πλούσιος απολογισμός της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”- που πιστώνεται και ένα πρωτοφανές διπλό επίτευγμα:
Διεκπεραίωσε μια ευαίσθητη ιστορική υπόθεση σε κλίμα εθνικής σύμπνοιας και ταυτόχρονα ολοκλήρωσε μια πολύπλοκη διοργάνωση χωρίς να πληρώσει ούτε ένα ευρώ ο κρατικός προϋπολογισμός. Η επέτειος αυτοχρηματοδοτήθηκε.
Ο πρόεδρος τη Βουλής Κώστας Τασούλας φιλοξένησε στο Κοινοβούλιο την εναρκτήρια τελετή της επετείου με τη παρουσίαση της “Επιτροπής, Ελλάδα 2021”.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρέστη σε πολλές εκδηλώσεις της Επιτροπής – ιδίως σε όσες αφορούσαν πράξεις προσφορά της.
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα αισθανθούν την ανάγκη να οργανωθεί μια συνεδρίαση της Βουλής για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε με αντίστοιχη συνεδρίαση το 2019;
Αν δεν το κάνει κανείς από τους δυο, δεν είναι ευθύνη του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα -που έχει πλήρη ενημέρωσή για την επέτειο- να το ζητήσει;
Αποτελεί υποχρέωση του πολιτικού κόσμου να τιμήσει την Επιτροπή “Ελλάδα 2021” και την Αγγελοπούλου ως πρόεδρό της, για την αρτιότητα της δουλειάς τους, σε αντίξοες συνθήκες. Κυρίως να τιμήσουν την πορεία του νεότερου ελληνισμού, όπως αναδείχτηκε ανάγλυφα με της επετειακές δράσεις σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Δεν θα είναι τιμητικό για την πολιτική τάξη να επαναληφθεί το μεμψίμοιρο φαινόμενο του 2004- όταν η δημιουργός του ολυμπιακού επιτεύγματος έγινε στόχος για την… προσφορά της.
Όσο για την ίδια Αγγελόπουλου, όσοι την γνωρίζουν λένε ότι το πολύ να χαμογελάσει πικρά, αν πάλι το πολιτικό σύστημα αφού πήρε όσα του προσέφερε, αποφεύγει να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Αν οι πολιτικοί έχουν πάλι τις φοβίες τους για την απήχηση του έργου της Γιάννας και δεν της αναγνωρίσουν τα εύσημα που ανήκουν στην ίδια και σε όσους δουλέψαν μαζί της – στην Επιτροπή και σε όλη την επικράτεια- πάλι δικαιωμένη θα είναι.