Του Μπάμπη Κούτρα
Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα παραμένει αμετάβλητη
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί σαφή, αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία, ενώ ο πόλος της αντιπολίτευσης, με ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ή Πλεύση, παραμένει τουλάχιστον στάσιμος. Η απουσία ενός δυναμικού φορέα ή μιας ηγετικής μορφής που θα ενοποιήσει και θα κινητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα έχει αφήσει το πεδίο ελεύθερο στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αυτό το κενό σκέφτονται τώρα να αξιοποιήσουν πρώην πολιτικά στελέχη, με τη λογική «αφού οι νέοι δεν μπορούν, να επιστρέψουν οι παλιοί». Αν και το πιο ακριβές είναι ότι… ξανασκέφτονται την επιστροφή τους όσοι βλέπουν το πολιτικό αδιέξοδο να παρατείνεται.
Η αντισυστημική έκφραση των «Αγανακτισμένων» στην Κεντροαριστερά δεν κατάφερε να μετασχηματίσει την κοινωνική ορμή σε μαζικό πολιτικό οργανισμό, παρότι είχε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες. Τα δύο κόμματα που ανέλαβαν διαδοχικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 2019 μέχρι και το 2025, αλλά και οι πρωτοβουλίες για μια «μεγάλη Κεντροαριστερά», αντί για ενοποίηση, οδήγησαν σε κατακερματισμό των δυνάμεων. Καθοριστικός παράγοντας αποτυχίας, η έλλειψη ισχυρού κεντρικού προσώπου που θα μάζευε γύρω του όλα τα κομμάτια και θα συγκροτούσε ένα ενιαίο κομματικό σχήμα με προοδευτική πολιτική ατζέντα.
Ανάλογη είναι η εικόνα στον χώρο της Δεξιάς, πέραν της Ν.Δ. Οι κομματικοί σχηματισμοί φιλελεύθερων ή εθνικιστικών απόψεων υποφέρουν από εσωτερική αντιπαλότητα… σοβαρότητα, απουσία ηγέτη, έλλειψη στελεχών και ρεαλιστικών πολιτικών προτάσεων.
Εξακολουθούν να ανταγωνίζονται σε ασκήσεις λαϊκισμού που τόσο έχει πληρώσει η χώρα και στο ποιος είναι ο αυθεντικότερος εκφραστής του «τραμπισμού» στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα είναι ότι κανείς από αυτούς τους νέους ή λίγο παλιότερους κομματάρχες δεν κατάφερε να κερδίσει τον χαρακτηρισμό του ηγέτη που θα πείσει την κοινή γνώμη για την ικανότητά του να κυβερνήσει.
Σε αυτό το σκηνικό είναι απολύτως λογικό να ανοίγει η όρεξη στους «πρώην» να θέσουν τον εαυτό τους στη «διάθεση των γεγονότων».
Και αν δεν το σκέφτονται οι ίδιοι, υπάρχουν πολλοί παράγοντες, στελέχη ή απλοί ψηφοφόροι οι οποίοι είτε γιατί βλέπουν τα αδιέξοδα, είτε γιατί έχουν ιδιοτελείς λόγους, είτε γιατί δεν συμπαθούν τους «νυν», επιχειρούν να ξαναφέρουν στο πολιτικό προσκήνιο όσους ήδη συνταξιοδοτήθηκαν ή πλησιάζουν στη σύνταξη.
Πρώτος-πρώτος σε αυτή την κατηγορία, ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρώην πρωθυπουργός στήνει τη «δεύτερη διεθνή» διάσκεψη του Ινστιτούτου Τσίπρα στην Αθήνα, ενώ φιλικά δημοσιεύματα και πληροφορίες από συνομιλητές του επιβεβαιώνουν ότι «ετοιμάζεται». Είχε προηγηθεί μια εργώδης προσπάθεια rebranding με το πολυήμερο ταξίδι στις ΗΠΑ, τις ομιλίες στο Χάρβαρντ, τη συμμετοχή του στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τις διεθνείς επαφές. Βλέπει φίλους, νέους και παλιούς συνεργάτες, προλογίζει βιβλία (Γιάννη Μπαλάφα), παρουσιάζει βιβλία (αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου) κ.λπ.
Κλείσιμο
Από την άλλη πλευρά, στον χώρο της Κεντροδεξιάς αναζωπυρώθηκαν συζητήσεις για «κόμμα Σαμαρά» μετά το άρθρο του στα «Νέα» , όπου εξαπέλυσε κριτική κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου φορέα δεξιότερα της Ν.Δ.
Ρεπορτάζ αναφέρουν ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν αποκλείει την ίδρυση «ελληνικού πατριωτικού» κόμματος, χωρίς όμως να επιδιώκει δραστική στροφή τύπου Τραμπ. Παρά τη φιλολογία, στελέχη του περιβάλλοντός του αναφέρουν ότι δεν έχει ληφθεί τελική απόφαση, ενώ… ψίθυροι δίνουν και ημερομηνία ανακοίνωσης, την 30ή Ιουνίου 2025.
Ο τρίτος «πρώην» Κώστας Καραμανλής εμφανίζεται στο βάθος του φόντου με χαμηλές πιθανότητες επιστροφής. Νομίζω ότι εδώ ισχύει περισσότερο (απ’ ό,τι με τον Τσίπρα και τον Σαμαρά) ότι άλλοι… σπρώχνουν το σενάριο και μάλιστα ερήμην του. Τίποτα δεν επιβεβαιώνει τις φήμες για ανάληψη κομματικών πρωτοβουλιών και η κοινή παρουσία του με τον Σαμαρά στην παρουσίαση του Σταύρου Λυγερού, στις 16 Ιουνίου, περισσότερο έχει να κάνει με τις απόψεις του για τα εθνικά θέματα και λιγότερο με την επιστροφή στην ενεργό πολιτική.
Τα ονόματα Τσίπρα, Σαμαρά, Καραμανλή φέρουν βαρύτητα και τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας. Διαθέτουν πιστό πυρήνα υποστηρικτών, ικανό για άμεση κινητοποίηση, έχουν βαθιά γνώση των κομματικών μηχανισμών. Μέχρι εκεί όμως. Η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητά νέες φωνές και όχι επιστροφή στο παρελθόν που δοκιμάστηκε και ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε. Στην ουσία η πίεση που ασκείται για επιστροφή παλαιών ηγετών στην ενεργό δράση αντανακλά την απελπισία της πολιτικής τάξης για ανανέωση. Αν οι κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα, ο χειμαρρώδης λόγος του Αντώνη Σαμαρά και οι σκόρπιες φήμες για τον Κώστα Καραμανλή μιλούν για επαναφορά, τα δεδομένα δείχνουν ότι ο πολιτικός χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Η Ελλάδα χρειάζεται νέες φωνές και νέες ιδέες. Οι παλιοί μπορεί να… δοκιμάσουν ξανά, αλλά χωρίς ριζική ανανέωση στο πρόγραμμά τους δύσκολα θα πείσουν τη σημερινή κοινωνία. (Ας ρωτήσουν και τον Γιώργο Παπανδρέου.) Ο αντίπαλος του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να είναι από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ