Του Κώστα Μποτόπουλου
Όπως στο πρόσφατο άρθρο του σε εφημερίδα, έτσι και με την επετειακή του επιστολή προς τους Ευρωπαίους ηγέτες, ο Πρωθυπουργός, στριμωγμένος στα σκοινιά της άγονης αξιολόγησης, επιχειρεί να αποπροσανατολίσει.
Στο πρώτο κείμενο, υποστήριζε ότι η Ευρώπη υστερεί επειδή δεν είναι αρκούντως «Αριστερή» και ότι αν επικρατούσαν οι «ιδέες» που υποστηρίζει το κόμμα του και τα ομόλογα του (στα οποία συγκαταλέγει, εντελώς αυθαίρετα, τα σοσιαλδημοκρατικά και τα οικολογικά), η «κοινωνική Ευρώπη» θα γινόταν πραγματικότητα. Στην επιστολή πάει ένα βήμα παρακάτω: παρά το ότι βρίσκεται ο ίδιος, ένας «Αριστερός», στην εξουσία, η Ελλάδα στερείται, ως μη όφειλε, συμμετοχής στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο των κοινωνικών δικαιωμάτων».
Οι αντιφάσεις στη «σκέψη» του Πρωθυπουργού είναι προφανείς και δεν οφείλονται μόνο στις πολύ σχηματικές και πρόχειρες διατυπώσεις του. Υπάρχει τελικά, χωρίς κυρίαρχη «Αριστερά», «κοινωνική Ευρώπη» ή δεν υπάρχει; Πάντως «κοινωνικό κεκτημένο» χωρίς κάποιου είδους «κοινωνική Ευρώπη» δύσκολο να προκύψει. Εξάλλου, αν μόνο οι άλλοι φταίνε, πώς είναι δυνατό μόνο οι άλλοι να μπορούν να μας σώσουν; Ενώ υποτίθεται ότι παλεύει για περισσότερη «κυριαρχία», ο Πρωθυπουργός αποδέχεται ότι η κυβέρνησή του δεν μπορεί να κάνει τίποτα και ότι εξαρτάται από το «κοινοτικό κεκτημένο» ακόμα και για κατεξοχήν ειδικού χειρισμού θέματα, όπως τα εργασιακά. Μήπως, για πολλοστή φορά, αυτό που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται, έχει φροντίσει ο ίδιος με τις ενέργειές του να το αποδυναμώσει;
Το παράδειγμα των εργασιακών είναι πολύ χαρακτηριστικό, και ως προς τον πολιτικό συμβολισμό του και ως προς την επιχειρηματολογία του Πρωθυπουργού. Αξίζει να αντιγράψουμε λέξη προς λέξη το επίμαχο χωρίο της επιστολής της 23ης Μαρτίου προς τους Ευρωπαίους ηγέτες: «Η Ελλάδα εδώ και 7 ολόκληρα χρόνια βρίσκεται σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, στο όνομα των οποίων έχει άρρητα επιβληθεί μια κατάσταση εξαίρεσης από μια σειρά επιτεύγματα του κοινού μας Ευρωπαϊκού κεκτημένου με σημαντικότερη εξ’ αυτών την εξαίρεση από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο των κοινωνικών δικαιωμάτων και ειδικότερα την εξαίρεση από τις βέλτιστες πρακτικές σε ότι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και από το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων». Όχι μόνο οι ξένοι αποδέκτες της επιστολής αλλά και οι Έλληνες αναγνώστες της θα νιώθουν χαμένοι στη μετάφραση -αν και τους δεύτερους η μετάφραση θα τους γλιτώσει, ίσως, από ελληνικούρες όπως τα «επιτεύγματα του κεκτημένου».
Ας πάμε όμως στην ουσία, δηλαδή στην σειρά παρανοήσεων ή σκόπιμων διαστρεβλώσεων εκ μέρους του Πρωθυπουργού. Πρώτον, στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής, τίποτα δεν έχει «άρρητα επιβληθεί»: αυτά που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Ελλάδα δια της κυβέρνησης της, όσο και αν είναι, και συχνά πράγματι είναι, επώδυνα, είτε αναγράφονται ρητά στα ίδια τα κείμενα των συμφωνιών (τα Μνημόνια), είτε συμφωνούνται ρητά κατά τις τεχνικές διαπραγματεύσεις. Το ότι «ξανάνοιξαν» τα εργασιακά οφείλεται ακριβώς στο ότι οι διαπραγματεύσεις, σε αυτό και σε άλλα μέτωπα, πάνε τόσο άσχημα, καθώς και στο ότι η υστέρηση της χώρας μας σε σχέση με όσα είχε δεσμευτεί να κάνει ήταν τόσο μεγάλη που κρίθηκε ότι έπρεπε να ληφθούν επιπλέον μέτρα. Αυτός ο Πρωθυπουργός και αυτή η κυβέρνηση ξανάφεραν ή επέτρεψαν να ξανάρθει η συζήτηση στα εργασιακά, παρότι υποτίθεται ότι είχε κλείσει, και αδυνατούν τώρα να προωθήσουν τις θέσεις τους, παρότι τις είχαν καταστήσει «κόκκινες γραμμές».
Δεύτερον, το «Ευρωπαϊκό κεκτημένο των κοινωνικών δικαιωμάτων», αν υποτεθεί ότι θα ήταν δόκιμος ένας τέτοιος όρος, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που υπονοεί ο Πρωθυπουργός, δηλαδή ένα σταθερό, αμετακίνητο και ίδιο για όλους σύνολο κανόνων, που πηγαίνει μόνο μπροστά και ποτέ πίσω. «Κεκτημένο» σημαίνει, αφενός, γενικές αρχές και όχι εξειδίκευσή τους, και αφετέρου διαρκής αγώνας και συνεχής πρακτική δοκιμασία για κάθε μία χώρα και κάθε μία κυβέρνηση. Το «κεκτημένο» είναι ότι σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης πρέπει να υπάρχει σύστημα προστασίας των εργαζομένων, όχι τι μορφή θα παίρνουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κάθε εθνική περίπτωση και σε κάθε οικονομική συγκυρία.
Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι, ιδωμένες από τη σκοπιά του εργατικού δικαίου, οι απαιτήσεις των δανειστών σε αρκετά ζητήματα είναι από υπερβολικές έως αδικαιολόγητες. Αυτό δεν αναιρεί όμως το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του συγκεκριμένου Πρωθυπουργού, συμφώνησε (γιατί η κακή της διαπραγμάτευση την έφερε σε θέση αδυναμίας), έφερε στη Βουλή (με δικές της εξειδικεύσεις και διατυπώσεις) κι ετοιμάζεται να ξαναφέρει νόμους για τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων. Δεν της φταίει το «κεκτημένο», αλλά το ότι η ίδια αδυνατεί να το κατακτήσει.
Αφήνοντας δε κατά μέρος τη νομική-θεσμική διάσταση, τα εργασιακά δικαιώματα η κυβέρνηση θα τα υπερασπιζόταν πολύ καλύτερα αν κατάφερνε ή επέτρεπε να ξαναρχίσει να λειτουργεί η οικονομία, που είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν, πριν χρειαστεί να προστατευτούν, θέσεις εργασίας.
Τρίτον, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, όπως λέει ακόμα πιο ξεκάθαρα λίγο παρακάτω στην επιστολή του ο Πρωθυπουργός, ότι δήθεν η «αντίσταση» της κυβέρνησης στην απαίτηση «εξαίρεσης» της Ελλάδας από το «κοινωνικό κεκτημένο» είναι ο λόγος που καθυστερεί –και μάλιστα «αδικαιολόγητα»- η δεύτερη αξιολόγηση. Και οι πέτρες πια στη χώρα μας γνωρίζουν ότι η αξιολόγηση δεν κλείνει γιατί η κυβέρνηση έχει χάσει πλήρως την αξιοπιστία της, γιατί ο διπλός της λόγος –ναι σε όλα στο εξωτερικό, «αντίσταση» στο εσωτερικό- έχει κουράσει, γιατί έχει μείνει πίσω σε όλες τις δεσμεύσεις, υποχρεώσεις και επιδόσεις της.
Το να χρησιμοποιούνται τα εργασιακά ως φύλλο συκής για τις κυβερνητικές αποτυχίες είναι τριπλά προσβλητικό. Έναντι της νοημοσύνης όλων μας, έναντι των πολλών συμπολιτών μας που πράγματι βιώνουν εξαιρετικά επώδυνες εργασιακές συνθήκες και έναντι της Ευρώπης, η οποία, παρά τα πολλά της προβλήματα, έχει το καλύτερο πλέγμα προστασίας των εργαζομένων παγκοσμίως. Εξάλλου το πανευρωπαϊκό «μάθημα» που θέλησε να δώσει ο Πρωθυπουργός τέλειωσε όπως άρχισε: σαν επικοινωνιακή φούσκα. Ο Πρωθυπουργός άφησε, ευτυχώς, στην άκρη τους παλικαρισμούς και υπέγραψε τη νέα Διακήρυξη της Ρώμης, στην οποία το «κοινωνικό κεκτημένο» βρήκε, έστω και πολύ συνοπτικά, τη θέση που του αρμόζει και που δεν είναι ο κούφιος βερμπαλισμός.