Του Γ. Λακόπουλου
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από την Ακρίτα μας: η απόλυση -περί αυτού πρόκειται- της επιτυχημένης κόλουμνιστ από τα ΝΕΑ είναι έργο Μητσοτάκη.
Όχι ότι ίδιος τηλεφώνησε στον Μαρινάκη και αυτός στον διευθυντή των ΝΕΩΝ για να μην δημοσιευτεί το συγκεκριμένο άρθρο. Αυτό θα προϋπόθετε ότι ενημερώνεται προληπτικά για την αρθρογραφία των εφημερίδων.
Απλώς η απομάκρυνση της Ακρίτα έγινε για λογαριασμό του. Για να μην προκαλέσει τη δυσφορία του- με ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας.
Δεν απολύτως ακριβές ότι έγινε για το συγκεκριμένο άρθρο που λογοκρίθηκε- προκαλώντας τον αυτοματισμό της παραίτησης. Είναι τιμωρία για όσα γράφει γενικότερα και κυρίως για τις αναρτήσεις της στο Διαδίκτυο.
Όλοι αντιλαμβάνονται γιατί η Ακρίτα είναι ανεπιθύμητο πρόσωπο για τον πρωθυπουργό. Και γιατί αυτό καθιστούσε αδιανόητη την παρουσία της σε μια τόσο φιλοκυβερνητική εφημερίδα.
Από αυτή την άποψη το ερώτημα δεν είναι για την έδιωξαν, αλλά γιατί άργησαν τόσο- θυσιάζοντας την καλύτερη υπογραφή τους. Ποιος και γιατί το αποφάσισε τώρα, δεν έχει σημασία. Η Ακρίτα είχε προγραφεί.
Πώς; Και τα κλαβιέ στα δημοσιογραφικά γραφεία ξέρουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την εμμονή να παρεμβαίνει τα ΜΜΕ. Παρένθεση: Δεν θα επεκταθώ στην προσωπική μου περίπτωση όταν απείλησε εργοδότη μου να με απομακρύνει. Κλείνει η παρένθεση.
Υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις. Π.χ. του Γ. Τράγκα -που απομακρύνθηκε από τον ραδιοσταθμό Real FM και από αλλού. Του Γ. Μιχαλάκη, του οποίου ακυρώθηκε η επιστροφή στον ΑΝΤ1. Μητσοτακικές αξιώσεις στους ιδιοκτήτες.
Υπάρχει η καταγγελία του Κ. Βαξεβάνη ότι παρενέβη για να αποκοπεί το Documento ακόμη και από ιδιωτικούς διαφημιστικούς πόρους και βέβαια από τη λίστα Πέτσα, ενώ οι συντάκτες του δεν μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις στις συνεντεύξεις Μητσοτάκη.
Κάστιγκ… συντακτών!
Δεν πρόκειται για εξαιρέσεις. Βοά η μιντιακή πιάτσα για τις πιέσεις ευθυγράμμισης των ΜΜΕ, από το σύστημα Μητσοτάκη -όταν δεν το αναλαμβάνει ο ίδιος. Ακόμη και για το προσωπικό τους. Για πρώτη φορά στην πανάρχαιη σχέση πολιτικής και δημοσιογραφίας ένας πολιτικός κάνει … κάστινγκ διαπιστευμένων συντακτών.
Στα δημοσιογραφικά γραφεία μιλούν για επιθυμίες Μητσοτάκη που απομάκρυναν κάποιους συντάκτες από το κομματικό και κυβερνητικό ρεπορτάζ – και υποδείξεις για αντικατάσταση τους με «καταλληλότερους».
Ο σημερινός Πρωθυπουργός, από τη στιγμή που έγινε αρχηγός κόμματος θεώρησε ότι του πέφτει λόγος στην αρχισυνταξία των ΜΜΕ. Δεν το έκρυβε καν.
Εμπόδισε τον Σταύρο Ψυχάρη να πουλήσει τις εφημερίδες του σε όποιον ήθελε και από το βήμα της Βουλής κατήγγειλε το ενδεχόμενο να αλλάξουν γραμμή- σα να ήταν δική του δουλειά η διαμόρφωσή της.
Δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι διευθυντές ΜΜΕ δέχονται μητσοτακικές πιέσεις για τη διαχείριση θεμάτων της επικαιρότητας. Σε πολιτικούς συντάκτες μεταφέρεται: «Ο Πρόεδρος δυσαρεστήθηκε με αυτό που έγραψες».
Η ισχύς της εξουσίας και η διαχείριση του δημοσίου χρήματος για την επικοινωνιακή υποστήριξη του Πρωθυπουργού, καθιστά αυτές τις παρεμβάσεις εντολές ή απειλές. Σε ηπιότερη μορφή είναι υπόσχεση προσθήκης στη λίστα των δημοσιογραφικών προσκλήσεων που κάνει αθρόα η κυβέρνηση.
Πρόκειται για συστηματική αλλοίωση της αποστολής των ΜΜΕ. Αρχίζει από την καθημερινή αξίωση να δημοσιεύονται αυτούσια τα κυβερνητικά και κομματικά «non papers» και καταλήγει στην ευθείας παρέμβαση στην ιδιοκτησία και τον διευθυντή.
Η μετάλλαξη των ΜΜΕ
Παντού στον κόσμο οι κυβερνήσεις επιθυμούν τη χειραγώγηση των ΜΜΕ. Εκεί κρίνεται η αξιοπιστία και το κύρος ενός μέσου, αλλά και η αξιοπρέπεια των συντακτών του.
Στην Ελλάδα ανέκαθεν οι κυβερνήσεις έκαναν παρεμβάσεις, με διάφορους τρόπους που δημιούργησαν το λυπηρό, πλην εκτεταμένο, φαινόμενο της αυτολογοκρισίας. Στην περίοδο Σημίτη διευκόλυναν και τη διαφθορά στον μιντιακό χώρο.
Αλλά ποτέ από το δημοσιογραφικό σώμα οι παρεμβάσεις δεν θεωρήθηκαν όπως σήμερα: φυσικό φαινόμενο. Άλλωστε δεν ήταν όλοι οι ιδιοκτήτες και διευθυντές πρόθυμοι να παραδώσουν τη διεύθυνση του μέσου τους στην … κυβέρνηση!
Π.χ. στον ΔΟΛ ο Λαμπράκης και οι διευθυντές του δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να συνδιαχειρίζονται τις εφημερίδες του με κανέναν πολιτικό- όσο ισχυρός και να ήταν. Αν ένας πρωθυπουργός ζητούσε π.χ. την απόλυση ενός συντάκτη, ο Ψυχάρης και ο Καραραπαναγιώτης θα απέλυαν τον Πρωθυπουργό.
Αυτή η στάση προϋποθέτει ότι ο εκδότης να είναι εκδότης, ο διευθυντής διευθυντής και ο συντάκτης, ή ο αρθρογράφος, κύριος της υπογραφής του. Πόσοι είναι πλέον;
Αυτό που συνέβη με την Έλενα Ακρίτα είναι καθεστώς σήμερα στα ΜΜΕ, πλην λίγων εξαιρέσεων. Αλλά ο μέσος δημοσιογράφος δεν έχει την επωνυμία και την ευχέρεια που θα του επέτρεπε να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί του.
Οι πολιτικοί συντάκτες από ανάγκη τηρούν τη γραμμή του μέσου που εργάζονται- πλην ορισμένων που το κάνουν από πεποίθηση ή ιδιοτέλεια.
Αυτολογοκρίνονται και ενίοτε δεν αναφέρουν καν στις συσκέψεις τις πληροφορίες που έχουν, για να μην πέσουν σε δυσμένεια. Οι εξωτερικοί συνεργάτες θεωρούνται αναλώσιμοι και αν παρεκκλίνουν κόβονται.
Είναι το αποτέλεσμα των μεταλλάξεων στα ΜΜΕ. Τη θέση των παραδοσιακών εκδοτών πήραν μεγάλοι επιχειρηματίες, που δεν έχουν ιδέα πώς παράγεται η δημοσιογραφική εργασία.
Οι -κανονικοί- εκδότες επιδίωκαν να δημιουργήσουν επιτυχημένες εφημερίδες με υψηλές κυκλοφορίες για να έχουν έσοδα και επιρροή. Αλλιώς έκλειναν.
Οι επιχειρηματίες που τους διαδέχθηκαν θέλουν να κάνουν τις- άλλες- δουλειές τους, πιέζοντας τις κυβερνήσεις. Συχνά αγοράζουν τις κυκλοφορίες – αλλά και τις κυβερνήσεις.
Πώς άλλαξε η δομή των εφημερίδων
Όταν τα ΜΜΕ γίνονται παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων, η προβαλλόμενη ειδησεογραφία τους δεν εξυπηρετεί τις ενημερωτικές ανάγκες του κοινού, αλλά τις επιχειρηματικές ανάγκες του ιδιοκτήτη.
Στην πράξη αυτό υποβάθμισε τη δουλειά των δημοσιογράφων και άλλαξε τη δομή των εφημερίδων. Διευθυντές παλιότερα αναλάμβαναν καταξιωμένοι πολιτικοί συντάκτες και ισχυρές προσωπικότητες.
Τα νέα αφεντικά της ενημέρωσης προτιμούν για τις διευθυντικές θέσεις βολικούς πρώην συντάκτες ύλης, όχι και τόσο επιτυχημένους δημοσιογράφους, ή και άσχετους με την δημοσιογραφία.
Ένας πραγματικός δημοσιογράφος με θητεία στο ρεπορτάζ δύσκολα θα μετέφερε στους συντάκτες και τους συνεργάτες του τη βούληση του επιχειρηματία να ευθυγραμμιστούν με τα συμφέροντα του. Στην αντιδικία με τον ιδιοκτήτη θα έπαιρνε το μέρος τους.
Ένας πραγματικός δημοσιογράφος δεν διαπραγματεύεται με κανέναν τη δουλειά του και απολογείται μόνο στη συνείδηση του.
Δίνει εξηγήσεις μόνο στο διευθυντή του, ως επαγγελματίας της ενημέρωσης και όχι ως υπάλληλος- ιδιότητα με την οποία υπεγράφησαν συμβάσεις σε μεγάλο συγκρότημα.
Αλλά ένας πραγματικός διευθυντής θα ήξερε ότι ένα μέσο ενημέρωσης είναι σαν πλοίο- κουμάντο κάνει ο καπετάνιος, όχι ο πλοιοκτήτης- και δεν θα έκοβε ποτέ μια σημαντική είδηση, όποιον και αν έθιγε. Δεν θα πετούσε στο καλάθι ένα καλό ρεπορτάζ και πολύ περισσότερο μια μεγάλη υπογραφή, – αρθρογράφου, αναλυτή ή σχολιαστή- για να μην ξινίσει η κυβέρνηση.
Ένας πραγματικός εκδότης θα τον κάλυπτε. Αλλά και τα τρία είδη στον καιρό του Μητσοτάκη είναι είδη υπό εξαφάνιση.