Η επίκληση του Άρθρου 134 Ποινικού Κώδικα από τους Συγγενείς των Θυμάτων των Τεμπών και η αντίδραση της Κυβέρνησης

Του Απόστολου Λουλουδάκη 

Οι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη, όπου 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, επικαλούνται την παραβίαση του άρθρου 134 του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019).

Στο πλαίσιο της πρόσφατης τραγωδίας στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, έχει τεθεί επί τάπητος η πιθανότητα ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων, βάσει του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα. Η επίκληση αυτή από πλευράς συγγενών των θυμάτων και ορισμένων νομικών κύκλων δεν εδράζεται σε παραδοσιακές έννοιες ένοπλης βίας ή άμεσης προσπάθειας κατάλυσης του πολιτεύματος, αλλά προσανατολίζεται στην ευρύτερη έννοια της παραβίασης των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών που διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους δικαίου.

Ειδικότερα, τονίζουν παραβιάσεις στα θεμελιώδη στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ήτοι:

ε) τη διάκριση των λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική), που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του συνταγματικού κράτους δικαίου,

στ) τη δέσμευση των κρατικών λειτουργών από το Σύνταγμα και τους νόμους, που εξασφαλίζει τη νομιμότητα της κρατικής δράσης,

ζ) την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, που προστατεύει το δικαστικό έργο από παρεμβάσεις και εξωτερικές πιέσεις,

η) την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής πολιτείας.

Σύμφωνα με τους συγγενείς, η διαχείριση της κρίσης και η μεταγενέστερη πολιτική αντιμετώπιση της τραγωδίας δείχνουν σαφή υπονόμευση αυτών των αρχών, με αποτέλεσμα την καταπάτηση του Συντάγματος και του ποινικού νόμου, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 134 ΠΚ.

Η νομική βάση αυτής της ερμηνείας επιδιώκει να αξιολογήσει εάν η παραβίαση των ως άνω αρχών, ενδεχομένως μέσω σοβαρών παραλείψεων ή αμέλειας σε κρίσιμους τομείς άσκησης της κρατικής εξουσίας, συνιστά εγκληματική πράξη που πλήττει το δημοκρατικό πολίτευμα στο σύνολό του, όπως αυτό προστατεύεται από τον Ποινικό Κώδικα. 

Αντιθέτως, η κυβέρνηση επιλέγει να μην αναγνωρίζει ή να μη σχολιάζει ευθέως τα συγκεκριμένα σημεία που θέτουν οι συγγενείς. Αντί αυτού, επιχειρεί να αποπροσανατολίσει το εκλογικό σώμα, αναφερόμενη σε παραγράφους του ίδιου άρθρου 134 που δεν σχετίζονται με τη συγκεκριμένη περίπτωση, δημιουργώντας έτσι σύγχυση και ενισχύοντας μια πολιτική ρητορική που αποσκοπεί στον εκλογικό χειρισμό της κοινής γνώμης.

Η πρακτική αυτή, πέραν της πολιτικής της διάστασης, εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη διαφάνεια και την ειλικρίνεια της κυβερνητικής επικοινωνίας, ειδικά σε μια υπόθεση που αφορά τόσο βαριά ζητήματα συνταγματικού κράτους και ποινικής ευθύνης.

Έτσι, η συζήτηση γύρω από την ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων στο πλαίσιο της υπόθεσης των Τεμπών μετατρέπεται σε ένα πολιτικό εργαλείο που εκμεταλλεύεται την άγνοια και την αβεβαιότητα του κοινού, ενώ αποφεύγει να αναλύσει τα πραγματικά νομικά κριτήρια και τη σημασία της προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος σύμφωνα με τις θεσμικές και νομικές παραμέτρους.