Η μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων – ακόμη ανολοκλήρωτη

Την αίσθηση του ανολοκλήρωτου αφήνει ως επίγευση το βιβλίο του Γιώργου Λακόπουλου για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας/του 2004, «Η μπαλάντα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα πρόσωπα, η λάμψη, οι σκιές και η Γιάννα Αγγελοπούλου». Την ίδια αίσθηση πήρε και όποιος παραβρέθηκε στην παρουσίασή του – στην ΕΣΗΕΑ – από την πρωταγωνίστρια Γιάννα Αγγελοπούλου, τον Βαγγέλη Βενιζέλο (που ως υπουργός Πολιτισμού 1996-98 και 2000-04, την δεύτερη φορά ως υπουργός Συντονιστής των Αγώνων)) παρακολούθησε και οδήγησε εκ του σύνεγγυς την τελική ευθύνη της προετοιμασίας από πλευράς Κράτους, τον ίδιο τον βετεράνο δημοσιογράφο-συγγραφέα που έζησε κι αυτός την υπόθεση «Αθήνα 2004»,αλλά και τον Παύλο Τσίμα (ως συντονιστή) ο οποίος παρακολούθησε ως εμπλεκόμενος φίλαθλος εκ του σύνεγγυς την υπόθεση. «Τελευταίο φωτεινό ορόσημο της Μεταπολίτευσης» κατά τον Λακόπουλο, «Ορόσημο της 50ετίας, σημείο κορύφωσης της ανόδου πριν ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία» κατά τον Βαγγέλη Βενιζέλο, «Το τελευταίο καλοκαίρι χαράς και υπερηφάνειας» κατά τον Διονύση Σαββόπουλο (τον θύμισε ο Παύλος Τσίμας), οι Ολυμπιακοί της Αθήνας παρουσιάστηκαν περισσότερο σαν αίνιγμα που σήμερα – 21 χρόνια μετά την εμπειρία της διεξαγωγής τους – βρίσκεται σε αναζήτηση απαντήσεων. Ιδιαίτερα σε αναζήτηση βρίσκονται οι λόγοι της απαξίωσης της κληρονομιάς των Αγώνων, το «τρόμαξε – θάλεγε κανείς – η επιτυχία» που έφερε «παγωμάρα και αδιαφορία» στην κοινή γνώμη (Και ζήλεια, να το πούμε ευθέως, στις τάξεις των εξουσιών – όχι μόνον της πολιτικής εξουσίας, δε. Αυτή η επισήμανση έλλειψε από την παρουσίαση στην ΕΣΗΕΑ).

* * *
Η ίδια η Γιάννα Αγγελοπούλου – «η μεγάλη Κυρία των Αγώνων» όπως την περιέγραψε φιλοφρόνως ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ή πάλι «το πρόσωπο των Αγώνων» – έκανε μια περιγραφή των φάσεων της εμπλοκής της. Αρχικά στην (πετυχημένη) διεκδίκηση και εν συνεχεία στην διοργάνωση (αφού είχε μείνει εκτός τα 3 χρόνια, πλην μετεκληθη εσπευσμένως επειδή οι Ολυμπιακοί του 2004 κινδύνευαν με τις καθυστερήσεις και τα κενά οργάνωσης να γίνουν «του Σίδνεϋ» αντί «της Αθήνας»). Μίλησε για τις φάσεις δυσκολίας, μίλησε για εν συνεχεία «κατασυκοφάντηση των Αγώνων, ως αίτιο της οικονομικής κρίσης», μίλησε και για τα τέσσερα επίπεδα κληρονομιάς των Ολυμπιακών του 2004 – υποδομές που προωθήθηκαν «υποχρεωτικά», όπως Αεροδρόμιο, Αττική Οδός, Παραλιακή. ανεπάντεχη κληρονομιά του εθελοντισμού. βελτίωση του κύρους/εξωτερική λάμψη της χώρας. διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης των έργων/συνεργασία Κράτους-ιδιωτών/μοντέλο διαχείρισης κρίσεων.
Δήλωσε ότι είναι ευτύχημα που «μετά από τόσα χρόνια, έχει αποκατασταθεί η πραγματικότητα σχετικά με τους Αγώνες». Όμως… άφησε στον Βαγγέλη Βενιζέλο να αναφερθεί στην μόνη ουσιαστική εργασία αποτίμησης του οικονομικού κόστους των Αγώνων, από μελέτη του ΙΟΒΕ την οποία χρειάστηκε να παραγγείλει η ίδια προκειμένου να διαλυθούν οι μύθοι και η αχλύς μυστηρίου. Μελέτη που έδειξε ότι το κόστος των Ολυμπιακών υποδομών και η δημόσια λειτουργική χρηματοδότηση ήταν στα 6,5 δις ευρώ: έτσι όπως αντισταθμίστηκε από δημοσιονομικές εισροές στην άμεση περίοδο της διοργάνωσης και εν συνεχεία (ΦΠΑ, λοιποί φόροι) στα περίπου 3 δις απετέλεσε κάτι σαν 1% της δημόσιας δαπάνης της εποχής, λαμβανόμενο σε βάθος 10ετιας (δηλαδή μέχρι και την κρίση). Ενώ ο ισολογισμός της ίδιας της Οργανωτικής Επιτροπής, που εισέπραξε π.χ. τα τηλεοπτικά δικαιώματα ή τα εισιτήρια βγήκε ισοσκελισμένος, ή μάλλον με μικρό πλεόνασμα (που επεστράφη στο Δημόσιο). Αυτό, προς διάλυσιν του «αστικού/πολιτικού μύθου περί υπέρογκου κόστους των Αγώνων». Και προτού προσεγγισθεί καν η έμμεση οικονομική ωφέλεια/ωφέλεια εικόνας για την χώρα.
Εκείνο στο οποίο επανερχόταν και επέμενε στην τοποθέτησή της η Γιάννα, ήταν ότι οι Αγώνες λειτούργησαν ως συλλογικό επίτευγμα, «τα καταφέραμε όλοι μαζί». ότι κινητοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους (40.000 εθελοντές «με μόνη ανταμοιβή μια στολή των Αγώνων και δυο σάντουιτς την ημέρα») και ότι έκαναν την δημόσια διοίκηση να λειτουργήσει με αποτελεσματικότητα.
Ο Β. Βενιζέλος θύμισε ότι, μετά την αποτυχία της πρότασης Κ. Καραμανλή για μόνιμη διεξαγωγή των Αγώνων στην Ελλάδα, ή πάλι την αστοχία της διεκδίκησης για τα 100 χρόνια από τους πρώτους Ολυμπιακούς της νεότερης ιστορίας, η προσπάθεια που πέτυχε την ανάθεση των Αγώνων του 2004 «ήταν η σωστή επιλογή». Μοιράστηκε δε με τους παριστάμενους ο Β.Β. την εκμυστήρευση/παραδοχή του Κώστα Σημίτη «με απόλυτη ευθύτητα, ότι ήταν λάθος που την επόμενη της ανάθεσης των Αγώνων δεν ορίστηκε εξαρχής η Γιάννα Αγγελοπούλου ως Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής». Κυρίως όμως, ο Βενιζέλος στάθηκε στο θέμα της Ολυμπιακής προετοιμασίας, όπου εξήγησε ότι σημαίνει «νομοθεσία ειδική που τέμνει τα ζητήματα από απαλλοτριώσεις μέχρι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή αδειοδοτήσεις και δικαστικό έλεγχο» (με τουλάχιστον 50 δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα Ολυμπιακά έργα και για τα παράπλευρα έργα).
Εκείνο που – κατά Βενιζέλο – μένει πίσω ως τρόπος λειτουργίας, κάτι που σε εντελώς διαφορετικό πεδίο ξαναλειτούργησε και τα χρόνια των Μνημονίων, είναι ένα Κράτος επιχειρησιακό/managerial (όχι ένα ονομαστικά επιτελικό Κράτος), «που να κινητοποιεί όλες τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και όχι μόνο αυτό που λέμε Διοίκηση». Για να τονίσει όμως παρευθύς ότι κάτι τέτοιο «χρειάζεται συναινέσεις, χρειάζεται διάλογο, χρειάζεται ικανότητα διαλόγου και συμφωνίας στους μεγάλους στόχους και αδιατάρακτη προσήλωση στους στόχους αυτούς».
Συμπυκνώνοντας την συζήτηση – και τις προσεγγίσεις του βιβλίου του – ο Γιώργος Λακοπουλος συνέκρινε τις προηγούμενες ιδέες και προσπάθειες διεκδίκησης των Αγώνων (μόνιμη τέλεση στην Ελλάδα για μη-εμπορευματοποίηση, ή πάλι διεκδίκηση ανάθεσης «ως εκ δικαιώματος») με εκείνην την οποία οδήγησε η Γιάννα επί Σημίτη δείχνοντας «ώριμη προσδοκία επιτυχίας στην Ελλάδα» – όσο κι αν η διαδικασία διοργάνωσης «έμοιαζε πολλές φορές σαν καρδιογράφημα».

* * *
Όσο για την μετάπτωση από μια θετική προσέγγιση του «Ελληνικού παραδόξου», εκείνου που θέλει/σημαίνει «εγρήγορση μπροστά στο αυστηρά συγκεκριμένο και το απαιτητικό» αντί για την παράδοση χαλαρής προσπάθειας και αναποτελεσματικότητας, κι όσο για την μη-αξιοποίηση του υλικού και άυλου κεφαλαίου των Αγώνων του 2004, η συζήτηση για το βιβλίο έφερε στο προσκήνιο διάφορες ερμηνείες. Κόπωση της κοινής γνώμης.  Παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Εγγύτητα τ ου τέλους των Αγώνων με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.
Έλλειψε μια: ότι το σύστημα εξουσιών – όχι μόνον η πολιτική εξουσία όπως αυτή διαχειρίστηκε την Μεταπολίτευση, αλλά οι αλληλοσυμπλεκόμενες εξουσίες που ο Ανδρέας Παπανδρέου τις σφράγισε ως «κατεστημένο» – ταράχθηκε από την επιτυχία του εγχειρήματος που χρονικογραφεί ο Γιώργος Λακόπουλος. Είδε ότι «τα πράγματα μπορεί να γίνουν/να γίνονται αλλιώς». Και ζήλεψε. Δεν εννοούμε μόνον την ζήλεια που στράφηκε προς την Γιάννα Αγγελοπούλου όπως αυτή συμβολοποίησε την προσπάθεια και την επιτυχία των Αγώνων. ούτε καν την ζήλεια απέναντι στην λάμψη, που είναι το κύριο «προϊόν» των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (και γι αυτήν την λάμψη την επιδιώκουν και την κυνηγούν τα μεγάλα μεγέθη του παγκόσμιου στερεώματος) και που θάλεγε κανείς ότι κάθε πολιτικός, κάθε προβεβλημένη προσωπικότητα της οικονομίας, κάθε επιδραστική φιγούρα ονειρεύεται να εξασφαλίσει.
Ασφαλώς η αντίληψη ότι η Γιάννα διέθετε οικονομική ανεξαρτησία και διεθνείς διασυνδέσεις αρκούσε για να κινήσει τον φθόνο. ασφαλώς το να στρέφονται σε μια διοργάνωση τα φώτα του παγκόσμιου μηντιακού συστήματος (σε μια χώρα με μικρομεσαία μεγέθη και με αυτοαναφορική οικοδόμηση εικόνας των ισχυρών της) κατατρώγει τους εδώ διεκδικητές του προσκηνίου.

Από το ekdoseiskerkyra.gr