Η πατρίδα μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε δορυφόρο συμφερόντων

Του Χρήστου Λουτράδη

Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής αντιμετωπίζονται από τους δημόσιολογουντες αλλά και από την κοινή γνώμη με έναν ιδιότυπο τρόπο. Την ίδια  στιγμή που αναγνωρίζεται με πανθομολογούμενο τόνο η σημασία τους  για το μέλλον της πατρίδας μας, αναλύονται υπό το πρίσμα ενός μανιχαϊσμού όπου υπάρχουν μόνο δύο δίπολα , το εθνικό και το αντί εθνικό.

Πέρα από το  νοηματικό αδιέξοδο που δημιουργεί η ανάλυση αυτή, έχει ως αποτέλεσμα την απουσία συνεκτικής , σταθερής και διαχρονικής στρατηγικής στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Τρανταχτό παράδειγμα οι ελληνοτουρκικες σχέσεις και το πώς αντιμετωπίζονται από το πολιτικοδημοσιογραφικο κατεστημένο και την κοινωνία. Με μια διττή αλλά το ίδιο αδιέξοδη ρητορική.  Ρητορική που εκφορείται είτε  από κήνσορες ενός ψεύτο πατριωτισμού , στον οποίο κάνουν καριέρα πάσης φύσεως πολιτικοί απατεώνες, είτε από εθνομηδενιστές όπου η έννοια της πατρίδας και του εθνικού ορίζεται μονάχα αρνητικά και απαξιωτικά. Δυστυχώς όμως για αυτούς αλλά και για την πατρίδα μας, η πραγματικότητα της εξωτερικής πολιτικής είναι πάντα πιο πολύπλοκη. Και το βασικό ερώτημα το ποιο θα τεθεί επιτακτικά πως θα αντιμετωπίσει η ελληνική εξωτερική πολιτική , τις προκλήσεις του μέλλοντος θα παραμείνει αναπάντητο στην χειρότερη ή με ελλείπεις απαντήσεις στην καλύτερη.

Ειδικά στο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων η αναβάθμιση της γειτονικής μας χώρας, σε περιφερειακό παίκτη με βαρύτητα και επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων , και ας μην κερδίζει, πάντοτε αυτά που με θράσος διεκδικεί,  , θα πρέπει να μας οδηγήσει,  σε άμεση εννοιολογική ανανοηματοδοτήση των βασικών συνιστωσών της εθνικής μας στρατηγικής, με ένα πρώτο βήμα , να ξαναπιάσουμε το νήμα με την σοβαρότητα , έχοντας επίγνωση της ιστορικής βαρύτητας , που έχουν κάποιες επιλογές στην πολιτική, ειδικά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Σαν ένα δεύτερο στάδιο, απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναξιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής είναι ο αναστοχασμός για το ποια είναι η θέση της πατρίδας μας, με ρεαλιστικούς όρους , στο διεθνές στερέωμα , ποιες είναι οι πραγματικές της δυνατότητες, και τι μπορεί να προσδώσει ως κύρος αλλά και ως δυναμική μια γεωπολιτική συμμαχία με μια τρίτη χώρα.

Αν δεν απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, όχι βεβαίως σε ένα θεωρητικό επίπεδο, και αν δεν συνοδευτούν οι απαντήσεις αυτές με πρακτικές λύσεις στο  πρόβλημα της ελλειματικής  πυξίδας με την οποία πορευόμαστε  εδώ και αρκετά χρονιά στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, η πατρίδα μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε δορυφόρο συμφερόντων και βλέψεων άλλων δυνάμεων, έρμαιο των γεωπολιτικών επιδιώξεων άλλων χωρών, επιβεβαιώνοντας, με αυτόν τον τρόπο την διαχρονική κατάρα, που ακολουθεί το Ελληνικό κράτος από την ίδρυση του να είναι έρμαιο γεωπολιτικά ισχυρότερων δυνάμεων, και παρακολούθημα των εξελίξεων, ανοίγοντας τον δρόμο διάπλατα στις δυνάμεις της πατριδοκαπηλίας που θα καραδοκούν για να σκυλέψουν πάνω στο κουφάρι της δημοκρατίας , με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της ιδίας της χώρας μας. Μια χώρα που έχει  απωλέσει εδώ και χρόνια το προνόμιο της μακαρίας αντίδρασης   απέναντι στις προκλήσεις της εποχής.