Η φιλοσοφία της εργασίας στην εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού

Του Σωκράτη Αργύρη


Σε μια παλιά συνέντευξη του  ο πρόσφατα αποβιώσας Ζακ Μπουβερέζ, καθηγητής φιλοσοφίας στο Collège de France, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2006 στην Nouveaux  Regards είχε πει χαρακτηριστικά :

” …Ο Μπερνάρ Ανρί-Λεβί έλεγε και ξανάλεγε, ότι δεν πρέπει με τίποτα να «δαιμονοποιούμε» το χρήμα. Όταν όμως βλέπουμε γύρω μας τη σημερινή λατρεία του χρήματος, είναι προφανές πως το θέμα δεν είναι η «δαιμονοποίηση» του χρήματος. Απεναντίας, αυτό που εγώ νιώθω είναι ότι το έχουμε κυριολεκτικά θεοποιήσει! Με απελπίζει η πλήρης παθητικότητα ενός κόσμου της διανόησης, που παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά την αναγέννηση και την επέλαση ενός άγριου καπιταλισμού. […]

Πρέπει να μας ανησυχεί το πώς άλλαξε η σχέση ανάμεσα στον κόσμο της διανόησης και τον κόσμο της αγοράς και της εξουσίας του χρήματος. Είμαστε οπωσδήποτε πολύ μακριά από την εποχή του Σαρτρ. Είναι ανυπόφορος ο τρόπος με τον οποίον όλος ο κόσμος, μαζί και οι διανοούμενοι, υποκλίνονται στις χάρες του θριαμβεύοντος καπιταλισμού, της ατέρμονης ανάπτυξης και του ξέφρενου ανταγωνισμού για την οικονομική επικράτηση. […]

Σήμερα έχουμε μπροστά μας προβλήματα παρόμοια μ’ εκείνα που αντιμετώπισαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, μόνο που τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα εξαιτίας του γεγονότος ότι τα σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας δίνουν μέσα απίστευτης δύναμης στη χειραγώγηση και το ψέμα. Οι δικτάτορες δεν κυβερνούν μόνο με την καταστολή και τη βία, αλλά και με το λόγο.”

«Η γλώσσα μας ενδιαφέρει στη φιλοσοφία, γιατί η πραγματικότητα μας ενδιαφέρει», έλεγε στο εναρκτήριο μάθημα του στο Κολέγιο της Γαλλίας το 1995.

Βέβαια  η ρίζα του κατακλυσμού εντοπίζεται στο ουτοπικό εγχείρημα του οικονομικού φιλελευθερισμού να δημιουργήσει ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενης αγοράς.

Όλοι οι τύποι κοινωνιών επηρεάζονται από οικονομικούς παράγοντες. Ο 19ος αιώνας ήταν όμως οικονομικός κατά έναν διαφορετικό και ξεχωριστό τρόπο, επειδή στηρίχθηκε σε ένα κίνητρο που δεν είχε αναγνωρισθεί ή εκτιμηθεί προηγουμένως στην ανθρώπινη ιστορία και, σίγουρα, δεν είχε ποτέ πριν εδραιωθεί ως δικαίωση της δράσης και συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή: το κέρδος. Η αυτορρυθμιζόμενη αγορά προήλθε αποκλειστικά από αυτήν την αρχή.

Ο μηχανισμός που τέθηκε σε λειτουργία από το κίνητρο του κέρδους συγκρίνεται στην αποτελεσματικότητα του μόνο με την πιο βίαιη έξαρση θρησκευτικού πάθους στην ανθρώπινη ιστορία. Στο διάστημα μιας γενεάς, ολόκληρος ο κόσμος πέρασε κάτω από την επιρροή του. Όπως είναι γενικά γνωστό, ωρίμασε στην Άγγλία ταυτόχρονα με την Βιομηχανική επανάσταση, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αι. πέρασε στην ηπειρωτική Ευρώπη και την Αμερική περί τα πενήντα χρόνια αργότερα.

Ο Καρλ Πολάνυι είχε τονίσει : “Η οικονομία της αγοράς γεννήθηκε στην Άγγλία, αλλά οι αδυναμίες της δημιούργησαν πιο τραγικές επιπλοκές στην ηπειρωτική Ευρώπη. Για να καταλάβουμε τον γερμανικό φασισμό, πρέπει να επιστρέψουμε στην ρικαρντιανή Άγγλία.

Γιατί για τον Πολάνυι «ενώ στον σοσιαλισμό η ενότητα της κοινωνίας αποκαθίσταται μέσω της επέκτασης της πολιτικής δημοκρατίας στην οικονομική σφαίρα, ο φασισμός ανέλαβε το διαμετρικά αντίθετο εγχείρημα, δηλαδή να ενώσει την κοινωνία κάνοντας αφέντη του κράτους τη μη δημοκρατική βιομηχανία».

Ο Μαρξ στηρίχθηκε στη ρικαρντιανή εργασιακή θεωρία της αξίας για να αναπτύξει τη δική του θεωρία για την εργασία.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο Ρικάρντο ήταν «ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος» της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, ο οποίος «βάζει επιτέλους συνειδητά σαν αφετηρία των ερευνών του την αντίθεση των ταξικών συμφερόντων, του μισθού εργασίας και του κέρδους, του κέρδους και της γαιοπροσόδου». Ο Ρικάρντο διέγνωσε ότι τα οφέλη της ανάπτυξης κατανέμονται άνισα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, επειδή η κοινωνία ήταν ένα πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στα αντιμαχόμενα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, των καπιταλιστών και των εργατών.

Την ίδια περίοδο ο Μάλθους υπερασπιζόταν την επιβολή δασμών στις εισαγωγές σιτηρών. Οι δασμοί αυτοί πίστευε ότι θα διατηρούσαν υψηλή την τιμή των κυριότερων αγροτικών προϊόντων, εξασφαλίζοντας έτσι μεγάλα κέρδη στους γαιοκτήμονες και έτσι  από τα κέρδη που θα προέκυπταν θα επωφελούνταν όλοι, καθώς ένα σημαντικό μέρος του αυξημένου πλούτου των ιδιοκτητών γης θα διαχεόταν σε ολόκληρη την κοινωνία.

Ο Ρικάρντο απεναντίας έδειξε ότι, όταν αυξάνεται η γαιοπρόσοδος χάρη στην άνοδο της τιμής των σιτηρών, τα κέρδη των κατόχων του κεφαλαίου μειώνονται υποχρεωτικά, επειδή αυξάνεται η χρηματική αξία των μισθών που οι καπιταλιστές πρέπει να καταβάλλουν στους εργάτες. Κομβικό σημείο του συλλογισμού του Ρικάρντο είναι αυτή ακριβώς η αντίστροφη σχέση ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη.

Αφού οι εργάτες καταναλώνουν αυτό που μόλις αρκεί για την επιβίωση και τη συντήρηση τους, η υψηλότερη τιμή των αγροτικών προϊόντων θα μεταφερθεί εξ ολοκλήρου στους μισθούς, αυξάνοντας τους ανάλογα. Στα κέρδη των αφεντικών τους, επομένως, θα αντιστοιχεί μικρότερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος.

Η ανάλυση του Ρικάρντο έδειχνε ότι από τη στηριζόμενη στους δασμούς οικονομική επέκταση έβγαιναν κερδισμένοι οι γαιοκτήμονες, ενώ οι καπιταλιστές έβλεπαν τα κέρδη τους να μειώνονται και οι εργάτες καταδικάζονταν να ζουν μόνιμα στο όριο της επιβίωσης, γιατί η πρώτη περίοδος της βιομηχανικής επανάστασης (μέχρι το 1830 περίπου) χαρακτηρίζεται από σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών λόγω της ασταθούς απασχόλησης.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, όταν στην πενταετία 1845-1852, μία πολύ σοβαρή ασθένεια της πατάτας που ονομάστηκε «περονόσπορος της πατάτας», πρόσβαλε τις καλλιέργειες σε όλη την Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να σαπίζουν οι ρίζες, πριν ακόμα βγουν από τη γη. Η μεγάλη ελάττωση, αρχικά κατά 20% στην παραγωγή της πατάτας και αργότερα, η ολοσχερής καταστροφή της παραγωγής, επιφέρει τον μεγαλύτερο λιμό στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και την πείνα, ενώ η κοινωνική πολιτική της Αγγλίας στους πεινασμένους Ιρλανδούς ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η Αγγλική κυβέρνηση «εξαντλώντας» την αλληλεγγύη της στους πεινασμένους πληθυσμούς, εφαρμόζει το σχέδιο της «υπό περιορισμό αρωγής», που περιλαμβάνει εγκλεισμό των εξαθλιωμένων σε «χώρους εργασίας», χωρίζουν τα μέλη των οικογενειών και τους υποχρεώνουν σε καταναγκαστική εργασία κάτω από άθλιες συνθήκες για ένα κομμάτι ψωμί. Το αποτέλεσμα του λιμού της πατάτας είναι πάνω από  ένα εκατομμύριο νεκροί από την πείνα και ενάμιση εκατομμύριο μετανάστες κυρίως προς την Αμερική -Καναδά -Αυστραλία, ενώ πολλοί από τους επιζώντες εγκαταλείπουν τα χωράφια τους και καταφεύγουν στις πόλεις για να βρουν οποιαδήποτε εργασία. Η μεγάλη όμως συνάθροιση στις πόλεις και ο συγχρωτισμός φέρνουν και επιδημίες με οικόσιτα ζώα και τρωκτικά, όπως τύφου (κυρίως) και χολέρας.

Αυτό έκανε τον Μαρξ  να γράψει στο «Το Κεφάλαιο» ότι «η θεωρία του Ρικάρντο χρησιμεύει κιόλας κατ’ εξαίρεση και σαν επιθετικό όπλο ενάντια στην αστική οικονομία».

Επειδή ο Ρικάρντο ήταν ο στοχαστής που παρουσίασε τη διανομή του εθνικού εισοδήματος ως σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αφού η αξία ενός εμπορεύματος  εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του, αμφισβητώντας έτσι την ιδέα ότι τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, των καπιταλιστών και των εργατών συγκλίνουν γύρω από τον κοινό στόχο της ανάπτυξης· μιας ανάπτυξης ικανής να ικανοποιεί όλους και να τροφοδοτεί ταυτόχρονα τα κέρδη, τους μισθούς και τις γαιοπροσόδους.

Επειδή σύντομα θα δούμε ένα νέο νομοσχέδιο για την εργασία, ας δούμε πρώτα τι λέει ο Μαουρίτσιο Φερέρα, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Στο βιβλίο του με τίτλο «La società del Quinto Stato», ο Φερέρα αναλύει μεταξύ άλλων την κοινωνική σύνθεση του αναπτυγμένου καπιταλισμού, επισημαίνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η διογκούμενη «πέμπτη τάξη», δηλαδή το πρεκαριάτο, δηλαδή τους εργαζόμενους με “ελαστικούς όρους” και στο πλαίσιο του “flexicurity” (ελαστική και με χαμηλή ασφάλιση εργασία).

Οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής ολοκλήρωσης υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες του trickle down (της διάχυσης των ωφελημάτων προς τα κάτω) αυτών των διαδικασιών. Η πρόκληση για το μέλλον είναι σαφής. Χρειάζεται να ενορχηστρώσουμε ένα «αντι-κίνημα», ακριβώς όπως έγινε πριν από έναν αιώνα, όταν οικοδομήθηκε το «πρώτο» κράτος πρόνοιας. Χρειάζεται να βάλουμε μια τάξη στον νέο αστερισμό κινδύνων και ευκαιριών. Μια τάξη ικανή να ευνοεί την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στο πλαίσιο των φιλελευθερο-δημοκρατικών εγγυήσεων και εμπνεόμενη από κοινές αρχές αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή και αποδεκτή ως δίκαιη και νόμιμα θεμελιωμένη από μέρους των πολιτών. Αυτή τη φορά το αντι-κίνημα είναι πιο δύσκολο να ενεργοποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Στο πολιτικό πεδίο για την ώρα εκδηλώνεται ως pars destruens (καταστροφικό μέρος) ή μάλλον regrediens (οπισθοδρομικό). Εκδηλώνεται ως επιθυμία να γυρίσουμε πίσω, να σταματήσουμε τον ρου της αλλαγής.

Ας δούμε όμως την σελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας που ο γενικός κανόνας είναι για τον χρόνο εργασίας και ανάπαυσης:

Ως εργοδότης, οφείλετε να διασφαλίσετε ότι το προσωπικό σας δεν εργάζεται περισσότερες από 48 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών), εντός περιόδου αναφοράς έως 4 μηνών. Θα πρέπει να παρέχετε στους υπαλλήλους σας τουλάχιστον 11 συνεχείς ώρες ημερήσιας ανάπαυσης και τουλάχιστον 24 ώρες αδιάλειπτης εβδομαδιαίας ανάπαυσης ανά 7 ημέρες, εντός περιόδου αναφοράς 2 εβδομάδων.

Και ειδικά για την Ελλάδα τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο του 2020, διαβάζουμε:

Ο νόμιμος συνήθης χρόνος εργασίας είναι 40 ώρες. Ο χρόνος εργασίας διευθετείται με ανώτατη ημερήσια απασχόληση τις 10 ώρες, ενώ παράλληλα καθορίζεται το καθεστώς των υπερωριών και προσδιορίζεται η αμοιβή τους.

Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών εβδομαδιαίως, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη. Οι ώρες αυτές (41η, 42η, 43η, 44η και 45η) θεωρούνται ως υπερεργασία, αμείβονται με 20% επιπλέον του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και δεν υπολογίζονται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης.

Η εργασία πλέον των 45 ωρών εβδομαδιαίως θεωρείται υπερωριακή. Η νόμιμη υπερωριακή απασχόληση έως 120 ώρες τον χρόνο αμείβεται με προσαύξηση 40% και γίνεται κατόπιν ειδικής αδείας. Οι νόμιμες υπερωρίες πέραν των 120 ωρών αμείβονται με προσαύξηση 60%. Επίσης, σε περιόδους αυξημένης απασχόλησης, ο εργαζόμενος μπορεί να εργάζεται 2 ώρες ημερησίως περισσότερο και να εργασθεί 2 ώρες λιγότερο σε άλλες περιόδους, ή σωρευτικά να λάβει ημερήσια ανάπαυση μιας ημέρας (ρεπό). Η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.

Ο μέγιστος χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά περίοδο το πολύ τεσσάρων μηνών, τις 48 ώρες κατά μέσο όρο συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών. Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε τετράμηνη και ετήσια βάση καθορίζεται κατά σειρά προτεραιότητας με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή με διμερείς συμφωνίες μεταξύ του εργοδότη και του επιχειρησιακού σωματείου ή του συμβουλίου των εργαζομένων. Οι περίοδοι ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και οι περίοδοι αδείας και ασθενείας δεν συνεκτιμώνται ή είναι ουδέτερες όσον αφορά στον υπολογισμό του μέσου όρου. Με επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορεί να καθορίζεται άλλο σύστημα διευθέτησης χρόνου εργασίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κλάδου ή της επιχείρησης.

Για κάθε περίοδο 24 ωρών, η ελάχιστη ανάπαυση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δώδεκα συνεχείς ώρες. Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξη ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Στους εργαζόμενους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης 24 ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει καταρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζομένων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

https://ec.europa.eu/eures/main.jsp?catId=8403&acro=living&lang=el&parentId=7779&countryId=GR&living=

και για τους βασικούς κανόνες για τον χρόνο εργασίας ισχύει η Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 299 της 18/11/2003 σ. 0009 – 0019

https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?qid=1414674219132&uri=CELEX:32003L0088

Ο προπαγανδιστικός λόγος που επιδιώκει να θεωρηθεί η πορεία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης ως ένα φυσικό φαινόμενο, επιβαλλόμενο σε ολόκληρη την ανθρωπότητα χωρίς δυνατότητα αντιλόγου, φαίνεται να έχει σκεπάσει μέχρις εξάλειψης ακόμη και την ανάμνηση των κοινωνικών διδαγμάτων που είχαν αντληθεί από την εμπειρία των δύο παγκοσμίων πολέμων. Η τρέχουσα χρεοκοπία αυτού του συστήματος μας καλεί να ανασύρουμε μέσα από τα συντρίμμια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας το μεταπολεμικό κανονιστικό έργο που η ιδεολογία αυτή επιστρατεύθηκε για να αφανίσει.
Αυτό είναι το πνεύμα της Φιλαδέλφειας Διακήρυξης της του 1944, προκειμένου να αποτινάξουμε την ψευδαίσθηση της ολοκληρωτικής Αγοράς και να ιχνηλατήσουμε τα νέα μονοπάτια της κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Είναι η πρώτη διεθνής διακήρυξη οικουμενικών δικαιωμάτων και επίσης η πρώτη που αναδεικνύει την κοινωνική δικαιοσύνη σε στόχο ο οποίος επιβάλλεται σε όλα τα κράτη. Το όνομα της πόλης της Φιλαδέλφειας, η οποία υπήρξε η εστία του αμερικανικού Διαφωτισμού, είναι από μόνο του ένα σύμβολο του πνεύματος αυτής της διακήρυξης (φιλαδέλφεια σημαίνει στα αρχαία ελληνικά την αδελφική αγάπη). Το ζητούμενο ήταν τότε να ξανασκεφτούν μια νέα παγκόσμια τάξη μετά τη φρίκη που σημάδεψε το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα και να αντλήσουν μαθήματα από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η βιομηχανική διαχείριση του ανθρώπινου παράγοντα, είτε πρόκειται για τις ωμότητες των δυο παγκόσμιων πολέμων είτε για τις κομμουνιστικές εκκαθαρίσεις, τους ρατσιστικούς νόμους, την ευγονική και -όπως το είχε καταγγείλει ο Τσάρλι Τσάπλιν το 1936, στους “Μοντέρνους Καιρούς”- τη μεταφορά στα εργοστάσια των μεθόδων απασχόλησης των “ανθρώπινων πόρων”, που είχαν προηγουμένως δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η διακήρυξη της Φιλαδέλφειας επιβεβαιώνει την ίση αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. Επιβάλλει να μη μεταχειριζόμαστε την εργασία σαν εμπόρευμα, εγγυάται τις συλλογικές ελευθερίες και επαγγέλλεται την αλληλεγγύη και την κοινωνική δημοκρατία. Διακηρύσσει επίσης ότι η οικονομία και το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά τα μέσα στη υπηρεσία των ανθρώπων.

Η οικονομική κρίση του 2008  δεν οδήγησε διόλου σε μιαν “επιστροφή του κράτους”, αλλά αντίθετα σε ένα γιγάντιο βήμα προς την κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης, με την απεριόριστη αξιοποίηση του δημόσιου χρήματος για να διασωθούν, χωρίς εγγυήσεις ούτε ανταλλάγματα, χρεοκοπημένες τράπεζες. Ωστόσο, ένα κανονιστικό σύστημα που βασίζεται στο “καθένας για τον εαυτό του” και στον “πόλεμο όλων εναντίον όλων” δεν μπορεί παρά να γεννάει τη βία. Και στο βαθμό που οι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου αυτής της βίας αποδυναμώνονται, θα πρόκειται όλο και περισσότερο για μιαν ανομική βία, χωρίς άλλη πολιτική έκβαση εκτός από την αναδίπλωση στις ταυτότητες και το μίσος για τον άλλον. Ένας από τους λόγους της επιτυχίας των κρατών πρόνοιας απέναντι στα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η θέση που απέδιδαν στην κοινωνική δημοκρατία. Η συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωμα στην απεργία ή στη συλλογική διαπραγμάτευση είναι επίσης μηχανισμοί που επιτρέπουν τη μετατροπή των σχέσεων δύναμης σε σχέσεις δικαίου. Γι’ αυτό η αποδυνάμωση των συνδικάτων ή ο περιορισμός της ικανότητας δράσης τους είναι ανησυχητικά φαινόμενα. Η οικονομία της αγοράς είναι πιο παλαιά από τον καπιταλισμό και θα επιζήσει και μετά από αυτόν. Αυτό που τα διαχωρίζει, όπως ορθά το είχε αντιληφθεί ο Καρλ Πολάνυι, είναι το ότι  ο καπιταλισμός επεκτείνει την οικονομία της αγοράς στην ανθρώπινη εργασία, στη γη και στο νόμισμα. Και δεν μπορεί να το κάνει αυτό παρά μόνον με το τίμημα νομικών τεχνασμάτων, επειδή ούτε οι άνθρωποι ούτε η φύση ούτε το νόμισμα είναι εμπορεύματα.

Σε συνέντευξη του, ο Αλέν Σουπιό, καθηγητής στο Collège de France, για το βιβλίο του «Το πνεύμα της Φιλαδέλφειας. Η κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στην ολοκληρωτική αγορά» στην εφημερίδα Le Monde απαντά ως εξής στην ερώτηση :

Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο ποιοι είναι οι δρόμοι του μέλλοντος που θα ήταν πιστοί στο πνεύμα της Διακήρυξης της Φιλαδέλφειας;


Η αξίωση να δίνουμε έτοιμες λύσεις θα ήταν αντίθετη στη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας, η οποία, για να ορίσει τους καλύτερους δρόμους υλοποίησης της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν βασίζεται στους ειδικούς, αλλά στην κοινωνική δημοκρατία. Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι απλώς να θέτει ορισμένες βασικές αρχές. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να ξαναβρούμε την αίσθηση των ορίων, χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατό να υπάρξει καμία νομική τάξη: το κράτος δικαίου είναι ασύμβατο με την αγορά των κανόνων. Χρειάζεται έπειτα να ξαναβρούμε την αίσθηση του μέτρου, αντί να υποκύπτουμε στις ψευδαισθήσεις της ποσοτικοποίησης. Αποκομμένη από κάθε δημοκρατική διαβούλευση, η διακυβέρνηση μέσω των αριθμών και οι πολιτικές που βασίζονται σε ποσοτικούς δείκτες μας οδηγούν στα σοβιετικά σφάλματα των πενταετών σχεδίων.

Τέλος, χρειάζεται να ξαναδώσουμε μιαν ισχυρή θέση στην αλληλεγγύη της κοινωνίας των πολιτών, όπως για παράδειγμα οι αλληλασφαλιστικές εταιρείες στη Γαλλία, χωρίς τη ζωτικότητα των οποίων η κοινωνική ασφάλιση είναι καταδικασμένη να χρεοκοπήσει. Γενικότερα, χρειάζεται να συλλογιζόμαστε ότι οι άνθρωποι είναι σκεπτόμενα υποκείμενα και όχι αντικείμενα που μελετάει και μετράει η επιστήμη.

Η πίστη στο αλάθητο των χρηματοπιστωτικών αγορών αντικατέστησε τη βούληση να αποδοθεί κάποια στοιχειώδης δικαιοσύνη στην παραγωγή και την κατανομή του πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, καταδικάζοντας έτσι την τεράστια μάζα των ηττημένων αυτής της νέας παγκόσμιας οικονομικής τάξης στη μετανάστευση, τον αποκλεισμό και τη βία.

Ο Καρλ Μαρξ, στα  Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844 είχε γράψει προφητικά:

«Ξεκινάμε από ένα πολιτικοοικονομικό, σύγχρονο γεγονός. Ο εργάτης γίνεται τόσο περισσότερο φτωχός όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η παραγωγή του αυξάνεται σε δύναμη και ποσότητα. Ο εργάτης γίνεται τόσο περισσότερο ευτελές εμπόρευμα, όσο περισσότερα εμπορεύματα δημιουργεί. Η απαξίωση του κόσμου των ανθρώπων αυξάνεται ευθέως ανάλογα προς την αξιοποίηση του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο προϊόντα. Παράγεται η ίδια και παράγει τον εργάτη ως εμπόρευμα, κι αυτό στον ίδιο βαθμό που παράγει γενικώς προϊόντα».

Το εργασιακό καθεστώς που επαγγέλλεται ο νεοφιλελευθερισμός, ουσιαστικά αδρανοποιεί τα πολιτικά ένστικτα του εργαζόμενου καθότι τον καθιστά απλά ένα γρανάζι του παραγωγικού αυτού μοντέλου και όχι ως ενεργό μέλος της πολιτικής που πρέπει να διαμορφώνει όχι μόνο την πολιτική αλλά και τον πολιτισμό…

Ίσως θα πρέπει να θυμηθούμε και την ερώτηση που έκανε προς την Επιτροπή ο πρώην ευρωβουλευτής της ΝΔ και παλιός συνδικαλιστής Κώστας Πουπάκης το 2013 για το φαινόμενο των “φτωχών εργαζομένων” στην Ελλάδα και την ψυχρή απάντηση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.

Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις  47k  26k
28 Μαρτίου 2013 E-003642-13
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-003642-13
προς την Επιτροπή
Άρθρο 117 του Κανονισμού
Konstantinos Poupakis (PPE)
 Θέμα:  Κίνδυνος ραγδαίας αύξησης των «φτωχών εργαζομένων» στην Ελλάδα από την επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης  Γραπτή απάντηση 
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) για την κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας, προκύπτει ότι το 45% των προσλήψεων για το 2012 αφορά ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Η αμοιβή που προβλέπεται είτε για την μερική απασχόληση, είτε για άλλες μορφές υποαπασχόλησης, υπολείπεται σημαντικά του εθνικού ορίου φτώχειας με τη ραγδαία επέκτασή τους να διαμορφώνει συνθήκες περαιτέρω αύξησης του φαινομένου των «φτωχών εργαζομένων», που ήδη παρουσιάζεται ιδιαίτερα οξυμένο στην Ελλάδα, ως συνέπεια των μεγάλων μειώσεων που έχουν συντελεστεί στις αποδοχές των ελλήνων εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, και με βάση τους διακηρυγμένους ευρωπαϊκούς στόχους, τόσο για δραστικό περιορισμό του φαινομένου των «φτωχών εργαζομένων», όσο και για την καταπολέμηση της φτώχειας συνολικότερα, ερωτάται η Επιτροπή: — Διαθέτει στατιστικά στοιχεία για το ποσοστό της «ευελιξίας» στις προσλήψεις που πραγματοποιήθηκαν στα κράτη μέλη το 2012; — Πόσο συμβατή μπορεί να είναι η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με την κοινωνική στοχοθεσία της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής «ΕΕ 2020», όταν αυτές προβλέπουν αμοιβές σημαντικά χαμηλότερες από το εθνικό όριο φτώχειας, όπως αυτό καθορίζεται από τη Eurostat; — Το φαινόμενο των «φτωχών εργαζομένων» που απασχολεί το σύνολο της Ένωσης είναι συχνότερο στις ευέλικτες μορφές ή στην πλήρη απασχόληση; — Υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν αν πράγματι η flexicurity αποτελεί μεταβατικό στάδιο για την απόκτηση εμπειρίας και την εύρεση ποιοτικής και πλήρους απασχόλησης; Σε τι ποσοστό οι ευέλικτες μορφές εργασίας αποτελούν επιλογή του εργαζομένου; — Πιστεύει ότι, δεδομένων των μεταρρυθμίσεων του εργασιακού νομικού πλαισίου στα περισσότερα κράτη μέλη, υπάρχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού των αρχών της flexicurity προκειμένου να διασφαλίζεται, αφενός, η ευελιξία και, αφετέρου, η ασφάλεια;
Κοινοβουλευτικές ερωτήσεις  32k  27k
23 Μαΐου 2013 E-003642/2013(ASW)
Απάντηση του κ. Andor εξ ονόματος της Επιτροπής
Αριθμός αναφοράς της ερώτησης: E-003642/2013
Η Επιτροπή παρακολουθεί τις εξελίξεις στην προσωρινή εργασία και στη φτώχεια στην εργασία στην Ευρώπη(1). Η Eurostat παρέχει στοιχεία σχετικά με το ποσοστό των προσωρινά εργαζομένων(2), αλλά τα στοιχεία σχετικά με τις προσλήψεις είναι διαθέσιμα μόνο από εθνικές πηγές. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, επίσης αναφορικά με το ποσοστό των εργαζομένων που δεν επέλεξαν οικειοθελώς το προσωρινό καθεστώς, καθώς επίσης και το ποσοστό μετάβασης σε μόνιμες θέσεις εργασίας(3). Ενώ η εργασία με προσωρινή σύμβαση αυξάνει την έκθεση στον κίνδυνο φτώχιας στην εργασία, διαδραματίζουν σχετικό ρόλο και άλλοι παράγοντες, όπως η σύνθεση του νοικοκυριού(4). Η Επιτροπή συνιστά τη μείωση του κατακερματισμού και της αδήλωτης εργασίας μέσω μεταρρυθμίσεων που να στοχεύουν στη μείωση των διαφορών όσον αφορά την προστασία μεταξύ μόνιμα και προσωρινά εργαζομένων(5). Στη δέσμη μέτρων για την απασχόληση, η Επιτροπή σημειώνει ότι η υπό εξέλιξη συζήτηση σχετικά με την ευελιξία με ασφάλεια (flexicurity) επέτρεψε την εξεύρεση των αναγκαίων μέτρων στο πλαίσιο της κρίσης και τη διαπίστωση ότι θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα ώστε να εξασφαλιστούν οι μεταβάσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς. Η Επιτροπή επιμένει σε μέτρα που θα αυξήσουν την εσωτερική ευελιξία, θα στηρίξουν τις μεταβάσεις μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας και εκτός της απασχόλησης και θα εξισώνουν τα κοινωνικά δικαιώματα και τα δικαιώματα προστασίας της απασχόλησης για όλους τους τύπους συμβάσεων εργασίας(6). (1) Απασχόληση και κοινωνική ανάπτυξη στην Ευρώπη 2012, http://ec.europa.eu/social/main.jsp?catId=738&langId=en&pubId=7315 (2) Eurostat, (lfsa_etpga). (3) http://ec.europa.eu/europe2020/pdf/themes/employment_protection_legislation.pdf (4) Απασχόληση και κοινωνική ανάπτυξη στην Ευρώπη 2011, http://ec.europa.eu/social/main.jsp?catId=738&langId=en&pubId=6176 (5) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης 2013» (http://ec.europa.eu/europe2020/pdf/ags2013_en.pdf). (6) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Στοχεύοντας σε μια ανάκαμψη με άφθονες θέσεις απασχόλησης», COM(2012)173 τελικό.