Κοινωνική Ασυμμετρία και Δομική Ανισότητα στην Καλιφόρνια: Από την Εξέγερση του Watts στη Σύγχρονη Αστική Πραγματικότητα

Του Σωκράτη Αργύρη

«Η εκτελεστική εξουσία, στη διακυβέρνηση μας, δεν είναι το μοναδικό ούτε ίσως το κύριο αντικείμενο της μέριμνα μου. Η τυραννία των νομοθετών είναι τώρα και για πολλά χρόνια ακόμη, ο πιο επίφοβος κίνδυνος. Η τυραννία της εκτελεστικής εξουσίας θα έρθει και αυτή με την σειρά της, σε πιο απομακρυσμένη περίοδο.»
– Επιστολή του Τζέφερσον στον Μάντισον, 15 Μαρτίου 1789

Η Καλιφόρνια, η ισχυρότερη οικονομικά πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, διατηρεί έναν εντυπωσιακό δείκτη Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), που ξεπερνά τα τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, κάτω από αυτή την επιφάνεια, βρίσκονται βαθιές, χρόνιες κοινωνικές αντιθέσεις, διαρθρωμένες από ανισότητες, φυλετικό αποκλεισμό και κατασταλτικές θεσμικές πρακτικές.

Η εξέγερση του Watts το 1965 δεν ήταν απλώς ένα μεμονωμένο ξέσπασμα αστικής βίας· αποτέλεσε σημείο καμπής στην ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων που διαπερνούν τη ζωή των μειονοτήτων στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Σήμερα, σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, οι κοινωνικές εντάσεις στο Λος Άντζελες αποκαλύπτουν τη διαχρονικότητα των ίδιων προβλημάτων. 

Παρά την οικονομική ισχύ της, η Καλιφόρνια είναι μία από τις πολιτείες με τις μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες. Το χρέος της, αν και διαχειρίσιμο, επιβαρύνει ιδιαίτερα τον κοινωνικό ιστό μέσω της περιορισμένης πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα για τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Οι πολιτικές λιτότητας ή ανακατανομής συχνά ευνοούν τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις, αφήνοντας εκτεθειμένες τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, μεταξύ των οποίων και οι μαύρες και λατινοαμερικανικές κοινότητες. 

Η κοινωνική έκρηξη στην περιοχή Watts το 1965 δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά δομική εκδήλωση της θεσμικής ανισότητας και του αποκλεισμού. Οι αιτίες που την προκάλεσαν –φτώχεια, ρατσισμός, ανεργία, αστυνομική βία– παραμένουν επίκαιρες. Το γεγονός ότι η εξέγερση διήρκησε έξι ημέρες και κατέληξε σε δεκάδες θανάτους και χιλιάδες συλλήψεις, υποδεικνύει ότι η βία δεν ήταν απλώς αντίδραση σε μια σύλληψη, αλλά ένα σωρευτικό ξέσπασμα κοινωνικής αγανάκτησης

Το Λος Άντζελες του 21ου αιώνα εξακολουθεί να φέρει τα σημάδια εκείνης της ιστορικής έκρηξης. Παρά την τεχνολογική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη, η πόλη παραμένει βαθιά κατακερματισμένη κοινωνικά. Οι σύγχρονες κινητοποιήσεις μετά τις δολοφονίες Αφροαμερικανών από την αστυνομία (ιδίως μετά τον θάνατο του George Floyd το 2020) αποτέλεσαν υπενθύμιση ότι τα θεμελιώδη αιτήματα για κοινωνική ισότητα παραμένουν ανεκπλήρωτα. 

Η συστηματική αστυνόμευση συγκεκριμένων συνοικιών, οι ανισότητες στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η στεγαστική κρίση και ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας συνιστούν νεωτερικές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Η έννοια της «αστικής αποδιάρθρωσης» εφαρμόζεται εδώ με ακρίβεια: οι δομές του κράτους όχι μόνο αποτυγχάνουν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των μειονοτήτων, αλλά συχνά λειτουργούν κατασταλτικά απέναντί τους.

Αν εφαρμόσουμε θεωρητικά εργαλεία από την κριτική κοινωνιολογία, μπορούμε να εντοπίσουμε την παραγωγή και αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων ως θεσμική διαδικασία. Η θεωρία της «αποκλεισμένης τάξης» του Loïc Wacquant και η έννοια της «δομικής βίας» του Johan Galtung βοηθούν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνικοί θεσμοί αποτυγχάνουν να προστατεύσουν τις ευπαθείς ομάδες και αντίθετα συμβάλλουν στην περιθωριοποίησή τους.

Η Καλιφόρνια, παρότι οικουμενικό πρότυπο τεχνολογικής καινοτομίας, αναδεικνύει την παραδοξότητα της συνύπαρξης υπερανάπτυξης και κοινωνικής διάλυσης. Η ύπαρξη παράλληλων «κόσμων» μέσα στην ίδια πόλη – από τα πολυτελή προάστια του Beverly Hills μέχρι τις φτωχογειτονιές του South Central – δεν είναι μόνο ζήτημα ταξικής διαφοροποίησης, αλλά ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικής βούλησης.

Όπως η εξέγερση στο Watts το 1965, η πρόσφατη καταστολή των διαδηλώσεων στο Λος Άντζελες το 2025 και οι μεταναστευτικές πολιτικές του Donald Trump τον ίδιο χρόνο, συνιστούν γεγονότα που αποκαλύπτουν τη διαχρονικότητα και την εξέλιξη των μορφών εξουσίας και περιθωριοποίησης.  

Μέσα από την οπτική των Pierre Bourdieu και Michel Foucault, είναι δυνατόν να αναλυθούν οι ιστορικές και σύγχρονες εκφάνσεις της κοινωνικής αδικίας στην αμερικανική μεγαλούπολη.

Γιατί μπορεί η εξέγερση του Watts το 1965 να αποτέλεσε ξέσπασμα απέναντι στην καταπίεση που βίωναν οι μαύρες κοινότητες στο Λος Άντζελες, αλλά οι παράγοντες που την προκάλεσαν —φτώχεια, θεσμικός ρατσισμός, αστυνομική βία, αποκλεισμός από την εκπαίδευση και την εργασία— παραμένουν παρόντες, έστω υπό νεωτερικές μορφές. Παρά την τεχνολογική πρόοδο και τη φαινομενική πολυπολιτισμικότητα της πόλης, οι ανισότητες έχουν αποκτήσει πλέον πιο σύνθετες μορφές: από την άνιση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, έως τη γκετοποίηση ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων. 

Η κοινωνική ασυμμετρία στην Καλιφόρνια εντείνεται από το γεγονός ότι, ενώ η οικονομία της ακμάζει, οι δείκτες φτώχειας, αστέγων και κοινωνικού αποκλεισμού παραμένουν σταθερά υψηλοί. Ο κοινωνικός ιστός της πολιτείας λειτουργεί ως προνομιακός για τις ανώτερες τάξεις και ταυτόχρονα κατασταλτικός για τους φτωχότερους.

Η μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας στο Λος Άντζελες, από την εξέγερση του Watts μέχρι τις εξελίξεις του 2025, αποκαλύπτει ότι οι μορφές της εξουσίας όχι μόνο παραμένουν ενεργές αλλά και αναπροσαρμόζονται συνεχώς. Οι μηχανισμοί αποκλεισμού δεν είναι πλέον μόνο εμφανώς ρατσιστικοί ή ταξικοί, αλλά έχουν μεταλλαχθεί σε διαχειριστικές τεχνικές εξουσίας που αναπαράγονται μέσω του νόμου, της εκπαίδευσης, της ρητορικής περί «ασφάλειας».

Η κοινωνιολογική θεώρηση των Bourdieu και Foucault προσφέρει ένα εργαλείο ερμηνείας αυτών των φαινομένων, αποκαλύπτοντας ότι οι θεσμοί δεν είναι ποτέ ουδέτεροι: είναι χώροι σύγκρουσης, ταξικής στρατηγικής και κατασκευής υποκειμένων. Επομένως, καμία πρόοδος δεν είναι ουσιαστική εάν δεν συνοδεύεται από θεσμικές αλλαγές που να ανατρέπουν τις δομές ανισότητας και κοινωνικής αναπαραγωγής. 

Ο Pierre Bourdieu ανέλυσε πώς οι κοινωνικές ανισότητες δεν αναπαράγονται μόνο από την οικονομία, αλλά και από πολιτισμικά και εκπαιδευτικά συστήματα. Οι έννοιες του habitus και του πολιτισμικού κεφαλαίου αποκαλύπτουν ότι οι ταξικές θέσεις και οι μορφές εξουσίας μεταφέρονται έμμεσα μέσω της εκπαίδευσης, της γλώσσας, και της κουλτούρας. Η γνώση δεν είναι ουδέτερη: είναι μέσο αναπαραγωγής της ηγεμονίας των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων.

Ο Michel Foucault, από την άλλη, αντιλήφθηκε την εξουσία ως διάχυτη και ενσωματωμένη σε θεσμούς όπως το σχολείο, η φυλακή, το νοσοκομείο. Ιδιαίτερα όταν δίδαξε στις ΗΠΑ, ανέδειξε το ρόλο της πειθαρχίας και της επιτήρησης στη διαμόρφωση του υποκειμένου. Η γνώση και η εξουσία αποτελούν για εκείνον αδιάσπαστη ενότητα. Η εξουσία δεν επιβάλλεται απλώς βίαια, αλλά και μέσα από καθημερινές πρακτικές, μέσω της «κανονικοποίησης» και της διαχείρισης του πληθυσμού. 

Συνδυάζοντας τις δύο προσεγγίσεις, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οι θεσμοί της Καλιφόρνιας λειτουργούν ταυτόχρονα ως μηχανισμοί πειθάρχησης (Foucault) και ως συστήματα ταξικής αναπαραγωγής (Bourdieu). Η αστυνομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι πολιτικές υγείας και μετανάστευσης δεν είναι ουδέτερα πεδία: είναι χώροι αναμέτρησης εξουσιών και συμφερόντων.

Η αποστροφή προς τους παράνομους μετανάστες και η στρατιωτική παρουσία στο εσωτερικό της χώρας αποτελούν μια νεωτερική μορφή θεσμικής εξουσίας και ελέγχου, όπου η κυριαρχία διαχέεται μέσα από νομικές, στρατιωτικές και θεσμικές δομές — απολύτως σύμφωνη με τις έννοιες του Foucault για την πειθαρχία και στρατηγική τεχνο-εξουσία. Παράλληλα, ενισχύει οικονομικές και πολιτισμικές διακρίσεις, όπως περιέγραψε ο Bourdieu. Η υιοθέτηση αυτών των πολιτικών επιβεβαιώνει ότι το κράτος χρησιμοποιεί τον μηχανισμό ‘νομιμότητας’ για να εδραιώσει ένα καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης, όπου η ασφάλεια λειτουργεί ως πρόφαση για την περιστολή δικαιωμάτων, τη στοχοποίηση των αόρατων και τη διαχείριση των ζωών με όρους πολιτικής σκοπιμότητας και ταξικής πειθαρχίας.

Η διακυβέρνηση Trump τον Ιούνιο 2025 αποδεικνύει εμπράκτως τις θεωρίες των δύο στοχαστών. Αντιμέτωπος με νέες διαδηλώσεις στο Λος Άντζελες και εν μέσω αύξησης της μετανάστευσης από χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής, ο πρώην πρόεδρος διέταξε την αποστολή χιλιάδων στρατιωτών και πεζοναυτών χωρίς τη συναίνεση της πολιτειακής κυβέρνησης, παρακάμπτοντας συνταγματικούς περιορισμούς. 

Παράλληλα, εκκίνησε διαδικασία μαζικών απελάσεων, με πάνω από 9.000 μετανάστες να μεταφέρονται σε κέντρα κράτησης, ακόμη και στον χώρο του Γκουαντάναμο. Ανέστειλε την είσοδο από 12 χώρες και αφαίρεσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε προγράμματα υγείας για μετανάστες χωρίς έγγραφα. Οι πρακτικές αυτές συνοδεύτηκαν από μια ρητορική «αποκατάστασης της τάξης», με όρους σχεδόν στρατιωτικής κατοχής των πόλεων. 

Η εξουσία εδώ εμφανίζεται όχι ως άμεση καταστολή αλλά ως βιοπολιτική διαχείριση σωμάτων. Οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται ως πολίτες ή υποκείμενα με δικαιώματα, αλλά ως απειλή προς διαχείριση. Ο όρος του  Foucault  «διοίκηση του πληθυσμού» και η έννοια  του Bourdieu της «κατάστασης ανάγκης» που γίνεται φυσική κανονικότητα, βρίσκουν εδώ την πλήρη τους εφαρμογή. 

Η διαχρονική εξέταση της εξέγερσης του Watts και των σύγχρονων κοινωνικών εντάσεων στο Λος Άντζελες αναδεικνύει την αδυναμία του αμερικανικού αστικού μοντέλου να διασφαλίσει κοινωνική συνοχή. Οι μορφές αποκλεισμού που παρατηρούνται σήμερα είναι προϊόντα των ίδιων μηχανισμών που παρήγαγαν την κρίση το 1965. Η κοινωνιολογική ανάλυση καταδεικνύει ότι καμία οικονομική πρόοδος δεν είναι ουσιαστική, εάν δεν συνοδεύεται από δομικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ισότητας, της αντιπροσώπευσης και της κοινωνικής συμμετοχής.

Τον Ιούνιο του 2025, οι μονομερείς ενέργειες του Προέδρου Τραμπ στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας, στο πλαίσιο της αυστηροποιημένης μεταναστευτικής πολιτικής, αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης συνταγματικής αμφισβήτησης. Η ενεργοποίηση ομοσπονδιακών δυνάμεων σε πολιτειακό έδαφος χωρίς τη συναίνεση των τοπικών αρχών, σε συνδυασμό με πρακτικές προληπτικής κράτησης μεταναστών χωρίς προηγούμενη δικαστική διαδικασία, εγείρει σοβαρά ζητήματα υπέρβασης της εκτελεστικής εξουσίας. Η χρήση στρατιωτικοποιημένων μεθόδων επιβολής τάξης, σε εσωτερικό έδαφος και κατά πολιτών ή μεταναστών χωρίς τελεσίδικες αποφάσεις, επιτείνει την υποψία ότι η εκτελεστική εξουσία επιχειρεί να λειτουργήσει πέραν του συνταγματικά επιτρεπτού πλαισίου, με επίκληση της ασφάλειας ως δικαιολογίας για την αναστολή θεμελιωδών εγγυήσεων. 

Η U.S. Immigration and Customs Enforcement (ICE), ως ομοσπονδιακή υπηρεσία υπαγόμενη στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, έχει θεσμοθετημένες αρμοδιότητες εφαρμογής των μεταναστευτικών νόμων. Οι δραστηριότητές της περιλαμβάνουν τη σύλληψη και κράτηση ατόμων που παραβιάζουν τις σχετικές διατάξεις, την απομάκρυνσή τους από τη χώρα και τη διενέργεια ερευνών σε περιπτώσεις λαθρεμπορίας ή πλαστογραφίας εγγράφων. Ωστόσο, οι εξουσίες του ICE δεν είναι απεριόριστες· δεσμεύονται από το Σύνταγμα των ΗΠΑ, ιδίως από τις διατάξεις που προστατεύουν την ισορροπία μεταξύ ομοσπονδιακής και πολιτειακής εξουσίας (10η Τροπολογία), καθώς και από τις εγγυήσεις της δίκαιης διαδικασίας και της ίσης προστασίας (5η και 14η Τροπολογία).

Η ενεργοποίηση της ICE σε πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, που έχουν υιοθετήσει νομοθεσία προστασίας μεταναστών και έχουν δηλώσει καθεστώς «sanctuary», [στην Καλιφόρνια, το καθεστώς «sanctuary city» (περιοχή καταφύγιο) αναφέρεται σε μια πόλη ή κομητεία που έχει αποφασίσει να μην συνεργάζεται πλήρως με τις ομοσπονδιακές αρχές σε θέματα μετανάστευσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα αναφέρουν μετανάστες στην υπηρεσία μετανάστευσης και ελέγχου τελωνείων (ICE) ή θα διατηρήσουν αυστηρές πολιτικές που προστατεύουν τους μετανάστες, ανεξάρτητα από την κατάσταση μετανάστευσης τους], συνιστά πηγή έντασης μεταξύ των δύο επιπέδων διακυβέρνησης.  

Το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι εξουσίες που δεν ανατίθενται ρητά στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραμένουν στις πολιτείες· συνεπώς, κάθε παρέμβαση που επιχειρεί να υποκαταστήσει ή να παρακάμψει τις πολιτειακές δομές επιβολής νόμου χωρίς θεσμική συναίνεση, ενδέχεται να παραβιάζει την αρχή της ομοσπονδίας. Ιδίως όταν η ομοσπονδιακή δράση περιλαμβάνει συλλήψεις χωρίς δικαστικό ένταλμα, επιδρομές σε κατοικίες χωρίς άδεια, ή την κατακράτηση προσώπων χωρίς πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση, τίθενται σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας.

Η νομική και πολιτική κριτική εστιάζει στο γεγονός ότι τέτοιες ενέργειες, ακόμη και αν φαινομενικά εντάσσονται στο πλαίσιο της «ασφάλειας», υπονομεύουν θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές: τη διάκριση των εξουσιών, την αρχή της νομιμότητας, την ισότητα ενώπιον του νόμου. Ο χαρακτήρας αυτών των πολιτικών παραπέμπει σε μια νεωτερική μορφή κρατικής εξουσίας, όπου η νομιμότητα εργαλειοποιείται ως μέσο εξαίρεσης, και η κυριαρχία επιβάλλεται όχι μέσω της συναίνεσης, αλλά μέσω της διοικητικής και στρατιωτικής ισχύος. Η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών επιβεβαιώνει ότι το κράτος χρησιμοποιεί τον μηχανισμό της νομιμότητας για να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης — όπου η ασφάλεια προβάλλεται ως υπέρτατο δημόσιο αγαθό, ικανό να αναστείλει τα δικαιώματα των ευάλωτων ομάδων. 

Σε αυτό το πλαίσιο, η θεσμική λογοδοσία θολώνει, και το δημοκρατικό κράτος δικαίου μετατοπίζεται σε μια ζώνη «νόμιμης βίας», όπως την περιγράφουν στοχαστές όπως ο Agamben και ο Foucault. Η πειθαρχία, η επιτήρηση και η παραγωγή «επικίνδυνων σωμάτων» λειτουργούν ως τεχνικές κρατικής ισχύος, που συχνά συγκαλύπτονται πίσω από τον λόγο της ασφάλειας ή της διοικητικής αποτελεσματικότητας. Στην πραγματικότητα, οι πρακτικές αυτές αποδομούν την έννοια της ισότητας και επαναθεμελιώνουν την κυριαρχία σε μια βάση πολιτικής σκοπιμότητας, ταξικής διάκρισης και πολιτισμικού αποκλεισμού.