Του Απόστολου Λουλουδάκη
Η Νέα Δημοκρατία, ιστορικά, υπήρξε ο κύριος εκφραστής του φιλελεύθερου, ευρωπαϊκού και πατριωτικού χώρου στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Από την ίδρυσή της το 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποτέλεσε δύναμη σταθερότητας, οικονομικού ρεαλισμού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Ακόμα και σε περιόδους κρίσης ή εκλογικών ηττών, η παράταξη άντεξε, διότι είχε βαθιές ρίζες στην κοινωνία, ιδεολογική ταυτότητα και ευρύτερη κοινωνική ανοχή.
Μετά τις εκλογές του 2019, η Νέα Δημοκρατία επανήλθε στην εξουσία με ισχυρή λαϊκή εντολή. Το κόμμα κατάφερε να συσπειρώσει ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων: από τους φιλελεύθερους του κέντρου, έως τη δεξιά πτέρυγα που αναζητούσε σταθερότητα και τάξη. Η νίκη αυτή δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα αποδοκιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και προσδοκίας για υπεύθυνη, τεχνοκρατική και θεσμική διακυβέρνηση.
Ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια, αυτή η προσδοκία φθάρθηκε. Σκάνδαλα, διαχειριστικές αστοχίες, η αλαζονεία της εξουσίας και μια σταδιακή απομάκρυνση από τις αξίες της κοινωνικής ευαισθησίας και της θεσμικής προσήλωσης, οδήγησαν σε ένα κλίμα δυσφορίας – όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και μέσα στην ίδια την παράταξη.
Το κρίσιμο σημείο είναι ότι αυτή η φθορά δεν οφείλεται στη Νέα Δημοκρατία ως παράταξη. Δεν είναι οι αξίες της, οι ιδρυτικές της αρχές, ούτε η ιστορική της φυσιογνωμία που απορρίπτονται από την κοινωνία. Αντιθέτως, είναι η σημερινή ηγεσία, με τις επιλογές, την επικοινωνιακή υπερβολή, τον συγκεντρωτισμό και τις παλινωδίες που προκαλούν την κρίση αξιοπιστίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κρίση προσώπων – και όχι μια κρίση ιδεών ή παράταξης.
Από το 2022 και μετά, οι αλλεπάλληλες κρίσεις (υπόθεση παρακολουθήσεων, φυσικές καταστροφές με ανεπαρκή διαχείριση, η τραγωδία των Τεμπών, η απουσία μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και το φιάσκο με τις ευρωεκλογές του 2024) έχουν οδηγήσει σε μια κρίσιμη καμπή: η πολιτική ηγεσία χάνει πλέον το ηθικό και πολιτικό της έρεισμα ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της κεντροδεξιάς βάσης.
Η Νέα Δημοκρατία σήμερα μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα προσωποκεντρικό σχήμα εξουσίας, το οποίο δεν εκφράζει ούτε την ιστορική της ταυτότητα ούτε τις προσδοκίες των πολιτών. Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα:
Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει να κυβερνά και να εμπνέει υπό τη σημερινή ηγεσία;
Η απάντηση, πολιτικά και ιστορικά, τείνει προς το όχι.
Η παράταξη έχει αποδείξει ότι διαθέτει μηχανισμούς αυτοκάθαρσης. Το έχει κάνει στο παρελθόν, μετά από ήττες ή μετά από ηγεσίες που δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών. Δεν χρειάζεται διάσπαση ή περιθωριοποίηση. Χρειάζεται ανασυγκρότηση μέσα από τις ίδιες τις θεσμικές της διαδικασίες: με ένα έκτακτο καταστατικό Συνέδριο, με ειλικρινή απολογισμό, με ανοιχτό διάλογο και – κυρίως – με εκλογή νέας ηγεσίας από τη βάση.
Μόνο έτσι μπορεί η Νέα Δημοκρατία:
να διασώσει την πολιτική της αξιοπιστία,
να επανασυνδεθεί με τη μεσαία τάξη που την στήριξε,
να κρατήσει ενωμένο τον κεντροδεξιό χώρο απέναντι σε φαινόμενα πολιτικού ακραίου λαϊκισμού,
και να ξανακερδίσει τη θεσμική της φυσιογνωμία ως κόμμα φιλελεύθερης και μετριοπαθούς διακυβέρνησης.
Η ευθύνη, συνεπώς, δεν ανήκει στους ψηφοφόρους, ούτε στην ιστορική παράταξη της Νέας Δημοκρατίας. Ανήκει στην κορυφή της, και μόνο η απομάκρυνση της σημερινής ηγεσίας μπορεί να σημάνει μια νέα αρχή.