Toυ Γ. Λακόπουλου
Ο Κώστας Μητσοτάκης έλαμπε το βράδυ της 10ης Απρίλιου 1990. Μετά από 25 χρόνια και τρεις σκληρές εκλογικές αναμετρήσεις είχε κάνει τον Ανδρέα Παπανδρέου να πληρώσει ακριβά την διαχρονική αναμέτρηση τους. Ιδίως τον χαρακτηρισμό «Εφιάλτης της Δημοκρατίας» -όταν πήρε την ηγεσία της ΝΔ.
Τον νίκησε για δεύτερη φορά από τον καιρό που ο γιος του Γέρου απειλούσε να του πάρει από τα χέρια την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου. Η πρώτη ήταν η Αποστασία.
Το 1989-90 ο Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές που έγιναν μετά από τέσσερα χρόνια καταιγιστικής επίθεσης εναντίον του Παπανδρέου. Το «βρόμικο 89» έμεινε στην Ιστορία.
Τελικά έγινε πρωθυπουργός. Τότε πίστεψε ότι κατανικώντας τον αντίπαλό του ο δρόμος του ήταν ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα.
Ήταν μεγαλύτερο λάθος της ζωής τους. Σε τρία χρόνια ο Παπανδρέου ήταν πάλι Πρωθυπουργός. Ουσιαστικά είχε νικήσει τον Μητσοτάκη μόλις ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του από τον πρωθυπουργία και η κάλπη απλώς το επικύρωσε.
Ο Θεός της Πολιτικής επαναφέρει την ιστορία του Κώστα Μητσοτάκη -που ηττήθηκε από αυτόν που νίκησε- ως ριμέικ με πρωταγωνιστή το γιο του.
Ο Κυριάκος, μόλις δέκα μηνών Πρωθυπουργός, βλέπει μπροστά του το φάνταγμα της επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα τον οποίο κατέβαλε με τις μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει ο πατέρας του απέναντι στον Παπανδρέου.
Μεταξύ μας: εκτός από τα άφθονα μέσα που είχε στη διάθεσή του χρωστάει στον Τάκη Θεοδωρικάκο που του άνοιξε τα μάτια-όπως είχε κάνει ο Παύλος Μπακογιάννης με τον πατέρα Μητσοτάκη: τους δεξιούς τους έχουμε, το θέμα είναι εκμαυλίσουμε τους άλλους. Απλό σχέδιο.
Πρωθυπουργός έγινε έχοντας ένα μειονέκτημα: όσοι τον ψήφισαν -πρώτα για αρχηγό στο κόμμα τους και εν συνεχεία για να κυβερνήσει -δεν πίστευαν ότι είναι ηγέτης. Πόσο μάλλον ηγέτης της παράταξής τους: ο ρόλος είναι κλειδωμένος για τον Καραμανλή.
Η κινητοποίηση για τον κορονοϊό είχε μια έκπληξη: παράλληλα με την αντιμετώπιση της επιδημίας αξιοποιήθηκε επικοινωνιακά για την «πολιτική γιγάντωση» του νεότερου Μητσοτάκη. Ήταν ρίσκο, αλλά βγήκε.
Έκτοτε το διακινούν οι δημοσκόποι και το φωνάζουν όσοι λιγουρεύονται υπουργεία και οι ανασφαλείς που ήδη κάθονται μαζί του στο οβάλ τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου και θέλουν να παραμείνουν.
Αλλά φευ! Χρειάσθηκαν μόνο δυο τρεις υποθέσεις -στις οποίες δεν είχε παρά να ασκήσει τα προνόμιά του ως Πρωθυπουργός- για να αποδειχθεί ότι ηγέτης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Η «ηγετοποίηση «είναι επίκτητη, έρχεται και φεύγει, αν δεν τόχεις.
Για να είσαι ηγέτης πρέπει αν είσαι ηγετικός. Δεν είναι. Η σκηνική παρουσία του τον προδίδει έτσι κι αλλιως. Είναι ο πρώτος υποψήφιος πρωθυπουργός που δεν πήγε στο προεκλογικό ραντεβού με τον αντίπαλό του.
Ανέλαβαν οι επικοινωνιολόγοι να ολοκληρώσουν τη δουλειά. Για λόγους προστασίας του. Η σκηνοθεσία είναι η η σταθερή παράμετρος της δημόσιας παρουσίας του σημερινού Πρωθυπουργού.
Κάποια στιγμή το σκηνικό ραγίζει- ή απλώς δεν επαρκεί για το ρόλο. Η αμηχανία του απέναντι στις φράξιες της ΝΔ -ειδικά στον Σαμαρά, αφού ο Καραμανλής απλώς τον παρακολουθεί- συμπληρώθηκε με την αδυναμία του να λύσει απλά προβλήματα με τρεις υπουργούς του.
Με τον τρόπο που τα λύνουν οι πρωθυπουργοί: τους αντικαθιστούν.
Πρώτα ήταν ο Βρούτσης. Διέσυρε την κυβέρνηση με τα «βάουτσερ». Ο Πρωθυπουργός έδειξε τη δυσφορία του, όταν δεν πήγε στη Βουλή να τον στηρίξει. Αλλά είναι ακόμη υπουργός.
Ακολούθησε η διαρκής αδεξιότητα Θεοχάρη, τον οποίο υποκαθιστά ο ίδιος ο Πρωθυπουργός για να προλάβει τα χειρότερα-όπως είχε κάνει με τον Κικίλια. Αλλά δεν τον αλλάζει.
Η περίπτωση Πέτσα είναι για να διδάσκεται στις σχολές πολιτικής επιστήμης ως τεκμήριο ελλιπούς ηγεσίας. Ένας εξωκοινοβουλευτικός υπουργός τινάζει στον αέρα την κυβέρνηση, περνάει θηλιά στο λαιμό του Πρωθυπουργού και μένει στη θέση του. Έτσι είναι οι ηγέτες;
Αν παρακολουθεί το ριμέικ από κάπου ο πατέρας του θα κουτσομπολεύει με τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Έλεγα για τον δικό σου ότι «δεν κάνει το παιδί», αλλά ο δικός μου είναι χειρότερος».