Του Γ. Λακόπουλου
Να αρχίσουμε με ξεπατικώματα από εφημερίδες. Στη μία προβεβλημένος αρθρογράφος, που δεν κρύβει ότι λατρεύει τον Μητσοτάκη και απεχθάνεται τον Τσίπρα -όπως άλλοι κάνουν το αντίθετο, γράφει υπό τον τίτλο “Χάσαμε τον Κούλη “, στα ΝΕΑ:
“Υποθέτω πως υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι στη χώρα κυκλοφορεί κάποιος «Κούλης» που κάνει τη μία γκάφα μετά την άλλη κι ο Τσίπρας τον σέρνει από ήττα σε ήττα”.
Προς επίρρωση σχολιάζει διάφορους αρθρογράφους: “Ως τώρα ζούσαν σε έναν κατασκευασμένο δικό τους κόσμο. Έναν ψεύτικο κόσμο στον οποίο κάποιος «Κούλης» παραπατούσε από λάθος σε λάθος και μια Μαρέβα έφτιαχνε όφσορ… Ένας κόσμος στον οποίο κυριαρχούσε ο Τσίπρας που «έπιανε πουλιά στον αέρα» και «τον Μητσοτάκη τον έχει για μπρέκφαστ”.
Για να καταλήξει ανακουφισμένος: «Ο «Κούλης» εξαφανίστηκε με τόση ευκολία μετεκλογικά επειδή στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένας «Κούλης». Ήταν μια καρικατούρα που έκανε ευτυχισμένους όσους ανθρώπους έχουν μάθει να σκέφτονται και να πολιτεύονται με όρους καρικατούρας»
Η μέρα με την νύχτα
Όσοι έχουν μνήμη και κρίση όμως θυμούνται ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχανε όλες τις μάχες από τον Αλέξη Τσίπρα. Μέρα με την νύχτα σε ό,τι αφορά τη δημόσια παρουσία τους. Οι αναμετρήσεις τους στη Βουλή το επικύρωναν.
Ο Τσίπρας ήταν κυρίαρχος στο κόμμα του. Ο Μητσοτάκης υπό διαρκή αμφισβήτηση ότι «δεν κάνει».
Ο Μητσοτάκης εκπροσωπούσε τα δυο κόμματα -το ένα είχε γίνει ήδη ουρά του- που έσυραν τη χώρα στα Μνημόνια, αφού τη χρεοκόπησαν και έφεραν τη διαφθορά στην πολιτική ζωή και τη σήψη την κοινωνία.
Ο Τσίπρας εκπροσωπούσε ένα κόμμα που προσπαθούσε -με λάθη, ατζαμίδικα, ερασιτεχνικά, αλλά προσπαθούσε- να τη βγάλει από τα Μνημόνια και το πέτυχε- παραδίνοντας βιώσιμη οικονομία.
Ο Τσίπρας στο Μακεδονικό είδε το πραγματικό ελληνικό συμφέρον, τη σύγχρονη ελληνική διπλωματία, το διεθνές δίκαιο, την κοινή λογική, την ασφάλεια στην περιοχή -και το έλυσε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο Μητσοτάκης προσχώρησε στη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό, το λαϊκισμό και την ανευθυνότητα και άλλαξε ψηφοθηρικά τις παλιότερες θέσεις του για ένα πρόβλημα που δημιούργησε το κόμμα του – δια του Σαμαρά.
Γιατί τελικά κέρδισε ο Μητσοτάκης τις εκλογές, έχει ήδη αναλυθεί από πολλούς. Εδώ να σημειώνουμε μόνο ότι στην πολιτική δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος.
Δεν πέρασαν και πολλά χρόνια από τότε που κάποιος κέρδισε υποσχόμενος να μοιράζει με τη σέσουλα «λεφτά που υπήρχαν». Μετά όμως ανατίναξε τη χώρα οδηγώντας τη σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Και στη συνέχεια έμεινε στην ιστορία ως Πρωθυπουργός που έφυγε κακήν κακώς, χωρίς το κόμμα του να χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ένας Σούπερμαν για όλα…
Μέχρι εδώ καλά. Ο καθένας έχει τη γνώμη του, τις εκτιμήσεις και τις προτιμήσεις του. Αλλά την επομένη ο ίδιος αρθρογράφος -από το «Βήμα» αυτή τη φορά -προσπαθεί να τονώσει το προφίλ του Μητσοτάκη, όχι ως «Κούλη», αλλά ως Πρωθυπουργού πλέον. Και το κάνει με ένα ενδιαφέροντα τρόπο: ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ως … “προεδρικός Πρωθυπουργός” σε μια “προεδρική πρωθυπουργία”.
Άντε με το καλό να γίνει και ο Σαμαράς Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να έχουμε «πρωθυπουργικό πρόεδρο» σε μια «πρωθυπουργική προεδρία».
Τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν σε κανένα κιτάπι και ο όρος οδηγεί μάλλον σε μορφή. Αλλά αφού τον επιλέγει ο αρθρογράφος δεν μας πέφτει λόγος. Απλώς εντυπωσιάζει ότι ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται ως… Θεός. Δηλαδή ως “πανταχού παρών και τα πάντα πληρών”. Επί λέξει.
Με «ακατάπαυστη κινητικότητα και αξιοζήλευτη ενεργητικότητα». Με πολυάριθμο …staff «προσωπικής επιλογής», αλλά και με «τη σύζυγο και την οικογένεια μέρος της δημόσιας εικόνας του».
Αυτός ο Πρωθυπουργός -πολυεργαλείο- όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει. Παρότι έχει δυο προβληματάκια:
Ένα κακό επιτελείο από «20% ικανούς, 30% άχρηστους και 50% περιττούς». Και ένα ανεπαρκές υπουργικό συμβούλιο-που ρωτάει για τα πάντα το Μαξίμου- αλλά «τους τρεις πρώτους μήνες μόνο δυο υπουργοί ξεχωρίζουν: ο Άδωνις και ο Χρυσοχοΐδης».
Για τον Χρυσοχοΐδη μας τα είπαν οι δημοσκόποι, ο Άδωνις- που τον βγάζουν πάτο, πώς προέκυψε;
Με άλλα λόγια το υπουργικό συμβούλιο και όσοι έχουν εγκατασταθεί στο μέγαρο Μαξίμου είναι για πέταμα. Παρόλα αυτά ο Μητσοτάκης αναδεικνύεται ως εκπρόσωπος ενός «μοντέλου προσωπικής πρωθυπουργίας».
Ανώτερος από τους «μεγάλους πρωθυπουργούς», στους οποίους εκτός από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου κοτσάρονται και ο Κώστας Μητσοτάκης με τον Κώστα Σημίτη.
Παρένθεση: Αν σου γράφουν τέτοια για να σε υποστηρίξουν, δεν χρειάζεται να γράψουν τίποτε όσοι θέλουν να σε πολεμήσουν. Κλείνει η παρένθεση.
Εδώ ανεβαίνει στη σκηνή ο πατήρ Μητσοτάκης
Τα δυο άρθρα αναφέρονται ως το πιο υψηλό δείγμα της υποστήριξης που προσφέρει το μιντιακό σύστημα στον Κυριάκο Μητσοτάκη εξ αρχής. Καλογραμμένα, αλλά… έξω από τα πράγματα. Η απάντηση και στα δυο -για τον προεκλογικό «Κούλη» που δεν ήταν Κούλης και τον Πρωθυπουργό-Σούπερμαν υπάρχει σε ένα σκίτσο. Την ίδια μέρα.
Ο εμβληματικός Δημ. Χατζόπουλος -σκιτσογράφος ή ο καλύτερος πολιτικός σχολιαστής σήμερα;- έστειλε στην «Καθημερινή» ένα αριστούργημα.
Σε απεικόνιση των δυο Μητσοτάκηδων Πρωθυπουργών, ο πατήρ παρακολουθεί από την κορνίζα του τον υιό που σηκώνει ασθμαίνων και σκυφτός ένα δυσβάσταχτο βάρος και τον ρωτάει;
“Δεν είναι μεγάλη ταλαιπωρία Κυριάκο μου να κουβαλάς παντού την εικόνα σου;”.
Και ο βιονικός Κυριάκος απαντάει: «Και στον κόσμο ποιον θα δείχνω βρε μπαμπά; Εμένα;»
Όλα τα λεφτά. Μια εικονογράφηση και λίγες λέξεις αποκαλύπτουν τι ήταν ο Κυριάκος, γιατί επικράτησε και τι είναι σήμερα. Τελεία και παύλα.
Η αποτυχία έρχεται πρόωρα
Από εδώ και κάτω η μόνη απορία που μπορεί να υπάρχει είναι απλή: πώς τα κατάφερε ένας υπερ-φωτισμένος -λουσμένος με φως δηλαδή-πολιτικός, επί του οποίου εφαρμόσθηκαν οι σύγχρονες τεχνικές πολιτικού μάρκετινγκ και σκηνοθεσίας, να αναδύει ήδη στοιχεία αποτυχίας και να χρειάζεται… μηχανική υποστήριξη για να υπάρχει στο δημόσιο χώρο;
Ξέραμε ότι «κάθε θαύμα τρεις μέρες». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που έγινε από μιντιακό θαύμα πρωθυπουργός, χρειάσθηκε τρεις μήνες για να δείξει ότι δεν είναι καλός Πρωθυπουργός. Έχουμε ήδη δείγματα γραφής του σε πολλούς τομείς.
Τον δυσλειτουργικό υδροκεφαλισμό του ΙΧ «επιτελικού κράτους». Τις ανατριχιαστικές κωλοτούμπες στο Μεταναστευτικό, στο Μάτι, την ΕΥΠ, τους ημέτερους, τους μετακλητούς, το υπερδιογκωμένο “ολιγομελές” υπουργικό συμβούλιο -με 21 εξωκοινοβουλευτικούς και τα…περίπτερα συμφερόντων στη σύνθεσή του.
Τελειώσαμε; Όχι. Υπάρχει η πολιτική κατευνασμού απέναντι στον Ερντογάν. Οι ταξιδιωτικές κρυάδες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η αδυναμία του να αναλάβει μια σοβαρή πρωτοβουλία. Δεν μπορεί να σκεπαστούν τα κενά με το κοντέινερ του «Ρουβίκωνα» και την σκηνοθετημένη ενασχόληση με την καθημερινότητα -κάτι σαν το μπλοκάκι του Σημίτη.
Όπως δεν μπορεί να επιβάλει ενιαία γραμμή στην κυβέρνησή του για τους πληθυσμούς των απελπισμένων που φτάνουν τα νησιά. Όπως είχαν προαναγγείλει Άδωνις και Βορίδης, τους διαχωρίζει σε “πρόσφυγες”, που θα κλείνονται σε στρατόπεδα και σε «μετανάστες» που θα απελαύνονται -και ας μην έχουν την Ελλάδα για προορισμό οι άνθρωποι- άγνωστο σε ποια κατεύθυνση με ποιο τρόπο.
Τον ίδιο στόχο είχε η παρέμβαση στην τελευταία απεργία με τον μόνο τρόπο που δεν θα περίμενε κανείς από πρωθυπουργό, το κόμμα του οποίου στη συνδικαλιστική του έκφραση ψηφίζει υπέρ των απεργιών. Ήθελε να σκεπάσει ότι η απεργία είναι τεκμήριο πρόωρης αποτυχίας τα κυβέρνησής του.
Τι μένει; Κάποιοι μύθοι. Όπως οι φοροαπαλλαγές από τις οποίες οι μισές ήταν έτοιμες από τον Τσίπρα και οι άλλες μισές αναβάλλονται. Οι «καλοπληρωμένες δουλειές» που τις παίρνουν οι ημέτεροι. Και ξένοι επενδυτές που δεν έρχονται.
Για το τελευταίο βολευόμαστε με τους εγχώριους: ο Άδωνις βρίσκει «σύμβολο της νέας Ελλάδας» έναν χώρο στον οποίο θα στηθεί κυρίως καζίνο. Και ο Πρωθυπουργός σπεύδει στη… “θεμελίωση”μιας επένδυσης του Μυτιληναίου, ενώ αυτά γίνονται με την ολοκλήρωση.
Τελικά μάλλον έχει άδικο ο Χατζόπουλος. Ο Πρωθυπουργός δεν δείχνει απλώς την εικόνα του -που κατασκευάζει το πολυπληθές επικοινωνιακό επιτελείο του και εκλαϊκεύουν οι καλύτεροι οικείοι αρθρογράφοι. Τη βλέπει και ο ίδιος.