Του Γ. Λακόπουλου
«Δεν μας νοιάζει ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Αρκεί να κάνει ό,τι του λέμε»
Παλαιός μιντιάρχης σε μέλος του ΕΓ του ΠΑΣΟΚ
«Αν δεν χυθεί αίμα στο κόμμα, δεν παίρνεις τον έλεγχο στις εξελίξεις»
Έμπειρος πολιτικός στον Αλέξη Τσίπρα
Όποιος έχει μάτια βλέπει: το τελευταίο διάστημα αυξάνουν τα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάποιοι θέλουν να “τελειώσουν” τον Αλέξη Τσίπρα. Ο λόγος είναι εμφανής: η αποτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη ανοίγει τον δρόμο της οσονούπω επιστροφής του στην πρωθυπουργία.
Συγκεκριμένα συμφέροντα, ορατά δια γυμνού οφθαλμού, θέλουν να το σταματήσουν. Για να το πετύχουν πρέπει να αποτύχει η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ και να αποδυναμωθεί ο ίδιος και μέσα στο κόμμα του με τη μαύρη προπαγάνδα και την αξιοποίηση της εσωτερικής υπονόμευσης.
Είναι η τελευταία φάση ενός παλιού σχεδιασμού. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή:
Στις αρχές του 2018 σε μια συζήτηση επιχειρηματιών από τον κύκλο που ο Κ. Καραμανλής αποκάλεσε «νταβατζήδες» -προμηθευτές του δημοσίου που συντηρούσαν μηχανισμούς παρέμβασης στην πολιτική ζωή-, κάποιος είπε: «Αυτό δεν πρέπει να μας ξανασυμβεί».
Εννοούσε την επικράτηση του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του 2015. Δεν ήταν απλώς μια επιθυμία, καθώς συνδυάζεται με τα εξής:
Πρώτο: Ισχυροί οικονομικοί παράγοντες και μιντιάρχες, με λόγο στη συντηρητική παράταξη, συναποφάσισαν να υποστηρίξουν έμπρακτα την προοπτική να γίνει Πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είχε πάρει την αρχηγία της ΝΔ με δικά του μέσα, αλλά οι ίδιοι τον θεωρούσαν αναλώσιμο και την εκλογή του ως «ενδιάμεση”.
Δεύτερο: Προβεβλημένοι πολιτικοί από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ άρχισαν λανσάρουν την θεωρία του θεσμοθετημένου αποκλεισμού του Αλέξη Τσίπρα από το ενδεχόμενο επαναδιακυβέρνησης.
Ο Μάκης Βορίδης ζήτησε «παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία». Ο Βαγγέλης Βενιζέλος διακήρυξε ότι δεν αρκεί να χάσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά «πρέπει να ηττηθεί στρατηγικά».
Τρίτο: Ο Πάνος Καμμένος παραβιάζει την συμφωνία κυβερνητικής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ, να μην εμπλέκεται σε θέματα πέραν του υπουργείου Άμυνας και διαφωνεί δημοσίως με τον Πρωθυπουργό για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο Αλέξης Τσίπρας -που έχει συνάψει το 2015 κατ’ ανάγκη ανίερη συμμαχία μαζί του- δεν τον αποπέμπει, φοβούμενος την ανατροπή του λίγο πριν την επίλυση του Μακεδονικού και την έξοδο από τα μνημόνια -που ήταν οι κεντρικοί στόχοι του.
Η παρένθεση που δεν έκλεισε
Για να αξιολογηθούν αυτά τα στοιχεία πρέπει να πάμε λίγο πίσω -στο 2014. Όταν η ήττα Σαμαρά-Βενιζέλου από τον επελαύνοντα- επικεφαλής ων «άτακτων του ΣΥΡΙΖΑ» – Αλέξη Τσίπρα κατέστη αναπόφευκτη, σχεδιάσθηκε η «παρένθεση».
Διέκοψαν τις συζητήσεις με την τρόικα για την 5η αξιολόγηση του 2ου Μνημονίου, ζήτησαν μόλις δυο μηνών παράταση και άδειασαν τα κρατικά ταμεία.
Προτείνοντας ως υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας τον αντιπρόεδρο της ΝΔ -αξιοπρεπή κατά τα λοιπά- Σταύρο Δήμα καθιστούσαν αδύνατο να τον ψηφίσει ο Τσίπρας που συζητούσε την “συμφωνημένη” μετάθεση των εκλογών, με εκλογή προέδρου κοινής αποδοχής.
Ουσιαστικά οι Σαμαράς -Βενιζέλος επέβαλαν τις πρόωρες εκλογές, σχεδιάζοντας παράλληλα πως η αναπόφευκτη κυβέρνηση Τσίπρα θα πέσει σύντομα.
Ως πρωθυπουργός της- χρεοκοπημένης και υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο – χώρας ο Τσίπρας προσπάθησε να τιμήσει την εντολή που πήρε, υποσχόμενος το αδύνατο και λανθασμένο: την κατεδάφιση του Μνημονίου.
Έτσι βρέθηκε εγκλωβισμένος ανάμεσα σε συμπληγάδες: από τη μια ο αντιευρωπαϊσμός και η παρανοϊκή συμπεριφορά των κομματικών –Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης κ.α.- και από την άλλη η επιμονή των Ευρωπαίων για ελληνική διάσωση δια των μνημονίων.
Ο Τσίπρας πήγε τη διαπραγμάτευση ως το τέλος και την έχασε. Αλλά με τον -επιδέξιο -χειρισμό του Δημοψηφίσματος άλλαξε υπουργό Οικονομικών και κατάφερε να απεμπλακεί. Με την έντιμη κατάθεση του Μνημονίου που υπέγραψε, πριν τη προσφυγή στις κάλπες, ανανέωσε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Το σχέδιο της παρένθεσης κατέρρευσε.
Πώς προέκυψε ο Μητσοτάκης
Όταν στα τέλη του 2017 φάνηκε ότι μπορεί να διεκδικήσει μια ακόμη τετραετία, χωρίς τους μνημονιακούς περιορισμούς και με πλεονεκτήματα, όπως η αναγνώρισή του ως εγκύρου συνομιλητή από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, μπήκε μπροστά το σχέδιο «αυτό να μην μας ξανασυμβεί».
Πρακτικά απέβη προς όφελος του Κυριάκου Μητσοτάκη τον οποίο στους οικονομικούς κύκλους, αλλά και εντός της ΝΔ, δεν θεωρούσαν ικανό να κερδίσει τον Τσίπρα.
Ο Σαμαράς ετοίμαζε την επιστροφή του, ενώ πρόβα δελφίνου έκανε και ο Άδωνις Γεωργιάδης, που θεωρούσε ότι έχει ευρύτερη απήχηση από τον Κυριάκο στην κομματική βάση.
Η συγκέντρωση πυρών κατά του ΣΥΡΙΖΑ απέδωσε –σε συνδυασμό με τα δικά του λάθη- και η εκλογική νίκη της ΝΔ υπερέβη τις προσδοκίες. Αλλά η επιδίωξη πολιτικής εξαφάνισης του Τσίπρα απέτυχε.
Το 32% ισοδυναμούσε με μηδενική φθορά αν συνυπολογιστεί και το όμορο ποσοστό του Βαρουφάκη και ήταν εντολή ανασύνταξης της Δημοκρατικής Παράταξης.
Εκ παράλληλου η παράδοση διαχειρίσιμης οικονομίας και η υιοθέτηση της πολιτικής Τσίπρα από την νέα κυβέρνηση -από την πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού ως το μεταναστευτικό και τις Πρέσπες- τον καθιστούσε οριστικό πόλο του νέου δικομματισμού και εκ νέου υποψήφιο πρωθυπουργό.
Ο φόβος της ρεβάνς
Η αδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη να ασκήσει την πρωθυπουργία με επάρκεια -ιδίως στο διεθνή χώρο- η βουλιμία συγκέντρωσης ισχύος στο πρόσωπό του και η προετοιμασία του για πρόωρες εκλογές -για να κάψει το χαρτί της απλής αναλογικής, πριν οργανωθεί ο νέος ΣΥΡΙΖΑ- έπεισαν τους ίδιους κύκλους της οικονομικής και μιντιακής εξουσίας ότι η επιστροφή Τσίπρα είναι σίγουρη. Περίπτωση να ενταχθεί στο σενάριο της συγκυβέρνησης, μετά την απλή αναλογική δεν διέβλεπαν…
Η εκτίμηση που διακινείται στους ιδίους κύκλους το τελευταίο διάστημα είναι κοινή: ο κορονοϊός και όσα αλλάζουν από τότε σε συνδυασμό με την προφανή αδυναμία του συστήματος Μητσοτάκη να διαχειριστεί τις συνέπειες της επιδημίας, η φαυλότητα και η ανικανότητα των υπουργών του, το νέο κύμα εξαθλιωμένων που δημιουργεί η οικονομική πολιτική και τα στραβοπατήματα στα ελληνοτουρκικά, συντομεύουν το δρόμο προς τη νέα διακυβέρνηση Τσίπρα.
Υπό το κράτος του φόβου της «ρεβάνς» που δημιουργείται σ’ αυτό το τμήμα της ελληνικής «ελίτ» -που δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα και τον έλεγχο της πολιτικής ζωής- αλλά και στα τυχοδιωκτικά στοιχεία που συσπείρωσε ο Νεομητοτακισμός, το μόνο λογικό σχέδιο είναι η πολιτική εξόντωση του Τσίπρα.
Για την ακρίβεια: αν δεν διαλυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να απομακρυνθεί ο ίδιος από την ηγεσία -μετά από ήττα στις εκλογές της απλής αναλογικής.
Εξεταστική για τον Παππά;
Αυτή ακριβώς την επιχείρηση παρακολουθούμε να εξελίσσεται με την χρησιμοποίηση των ιδίων εργαλείων για να φορτιστεί αρνητικά το όνομα του πρώην Πρωθυπουργού: η δημοσκοπική παραπληροφόρηση -που λειτούργησε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία το 2019 – και το ξαναζεσταμένο φαγητό.
Πρόκειται για προβολή ανουσίων υποθέσεων για πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ που συνδέονται προσωπικά με Τσίπρα και παρότι δεν βαρύνοντα με κάτι συγκεκριμένο, πολιτικά έχουν «καεί» από δικούς τους κακούς χειρισμούς και συμπεριφορές.
Η προσπάθεια του αντι-Τσίπρα συστήματος να αξιοποιήσει τις αδυναμίες αυτών των προσώπων, συνδυάζεται με την υποδαύλιση προσωπικών φιλοδοξιών και αντιθέσεων συγκεκριμένων παραγόντων που προβάλλουν ιδεολογικές διαφωνίες για να εδραιωθούν ως “δελφίνοι” στη μετά Τσίπρα εποχή.
Για την κλιμάκωση αυτής της επιχείρησης παράγοντες εκτός πολιτικής πιέζουν το Μέγαρο Μαξίμου για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τον Νίκο Παππά -που απεδείχθη το “κορόιδο” της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τα πρότυπα της Προανακριτικής για τον Παπαγγελόπουλο.
Ήδη ο κύκλος του χρήματος και της μιντιακής ισχύος προετοιμάζει την κοινή γνώμη με αντίστοιχες επιθέσεις.
Οι εσωκομματικοί δισταγμοί του Τσίπρα
Παρόλα αυτά η φορά των πραγμάτων που εξελίσσονται σε βάρος της κυβέρνησης και υπέρ του Τσίπρα, δεν θα μπορούσε να αλλάξει χωρίς τις εσωτερικές ρωγμές που προκαλούνται από την πλευρά προβεβλημένων κομματικών στελεχών.
Αφελώς έστω. Ήτοι ακόμη και αν δεν αντιλαμβάνονται ότι τα σχέδια των αντιπάλων του κόμματος για αποδυνάμωση του , ενισχύονται από τις κενοδοξίες που στρέφουν στελέχη του κατά της ηγεσίας.
Το ιμπέριουμ Τσίπρα δεν συνιστά «αρχηγισμό». Προκύπτει από την εμπιστοσύνη της εκλογικής βάσης του κόμματος στο πρόσωπό του. Με κανέναν άλλον επικεφαλής δεν μπορεί να έχει αυτό το κόμμα εκλογικές επιδόσεις που να το καθιστούν κυβερνώσα δύναμη.
Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται, ευλόγως θα επιβαρυνθούν στη συνείδηση των δημοκρατικών πολιτικών με την υπόνοια ότι κινούνται τυχοδιωκτικά απέναντι σε όσους επιδιώκουν να ανακόψουν την πορεία επιστροφής του Τσίπρα στην πρωθυπουργία .
Ακόμη και αν πιστωθούν με καλές προθέσεις θα έπρεπε να τους προβληματίζει ότι έχουν εξασφαλισμένη προβολή από τα ΜΜΕ της διαπλοκής και τους αντίπαλους του ΣΥΡΙΖΑ . Κοντά στο νου και η γνώση.
Η αδυναμία παραγόντων της εσωκομματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθούν ότι οι έξωθεν επιχειρήσεις ανακοπής της πορείας του κόμματος περνάει και από την εμπλοκή τους, δημιουργεί πλέον σοβαρά ερωτήματα. Είτε για την πολιτική κρίση τους, είτε για τις επιδιώξεις τους.
Η ευθύνη γι’ αυτή την εικόνα φτάνει μέχρι τον ίδιον τον Τσίπρα, που δεν άνοιξε αμέσως μετά τις εκλογές ειλικρινή συζήτηση για τις ευθύνες της ήττας, δεν αντικατέστησε τα αποτυχημένα όργανα σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο και δεν επέβαλε στην κομματική γραφειοκρατία την διεύρυνση.
Η ανοχή στην υπονόμευση της μετεξέλιξης , επέτρεπε στις φράξιες την ασυδοσία που έφτασε στην προσωπική του υπονόμευση- όταν ένα στέλεχος διακινεί… απειλές σε βάρος του και άλλο διακηρύσσει «να χάσει μια φορά ακόμη και να φύγει».
Το ιμπέριουμ του ηγέτη
Σ’ αυτές τις συνθήκες ο Αλέξης Τσίπρας είναι υποχρεωμένος να επαναξιολογήσει τα πράγματα. Να κινηθεί αναλόγως με την φέρουσα ισχύ των εκλογικών αποτελεσμάτων, που τον αναδεικνύουν αδιαμφισβήτητο επικεφαλής στο κόμμα του και φυσικό ηγέτη της Δημοκρατικής Παράταξης.
Υπάρχει κίνδυνος να μείνουν για πολλά χρόνια εκτός εξουσίας, αν οι αντίπαλοι τους καταφέρουν να τον παραμερίσουν.
Πρωτίστως πρέπει να λάβει υπόψη του τη φθορά που υφίσταται από τα ευάλωτα πρόσωπα στον κύκλο των συνεργατών του, που δεν αποσύρει από την κυκλοφορία για συναισθηματικούς λόγους. .
Από εκεί πρέπει να αρχίσει -για να έχει αξιοπιστία απέναντι την κοινή γνώμη η αναδιάταξη δυνάμεων- προτού φτάσει στην δραστηριότητα της «ομάδας των Βόρειων Προαστίων» που αμφισβητεί την ηγεμονία του- ρίχνοντας νερό στο μύλο των αντίπαλων του.
Βλάπτουν τη Συρία το ίδιο και οι «καμένοι προεδρικοί» και όσοι δεν αντιστέκονται στο φλερτ της διαπλοκής και όσοι παρεμποδίζουν την μετεξέλιξη του κόμματος.
Αυτά τα στοιχεία πρέπει να βαρύνουν πλέον στις αποφάσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η αντίδρασή του στην περίπτωση Κοντονή υποδηλώνει ότι βρίσκεται κοντά στην απασφάλιση. Ευλόγως, γιατί διαφορετικά η φθορά του από την “ευπρεπή αδράνεια” θα εξελίσσεται με γεωμετρική πρόοδο.
Έμπειροι πολιτικοί παρατηρητές προβλέπουν ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία θα αναγκαστεί να κηρύξει κόκκινο συναγερμό, για να μη βρεθεί στη θέση που βρέθηκε το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 2009 ο Κώστας Καραμανλής και ο ίδιος εν μέρει το 2019.
Το ισχυρό χαρτί του εντός και εκτός του κόμματός του είναι η προσφυγή στον παράγοντα που μπορεί να εμπιστευτεί: το 32% που τον ψήφισε.
Η απομόνωση των συνεργών της εσωτερικής αποδυνάμωσης, αλλά και των φθαρμένων και η εγκατάλειψη της ήπιας -σχεδόν «κυριλέ»- αντιπολίτευσης, είναι πλέον όρος επιβίωσης του κόμματός του και της Δημοκρατικής Παράταξης.
Είναι και προϋπόθεση για να μην φτάσει ο ίδιος στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη: « Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει».