Του Ιωάννη Δαμίγου
Μου είχε περιγράψει, σε σχετικά νεαρή ευρισκόμενος ηλικία τότε, ένα σημαδιακό συμβάν στην ζωή της η 96χρονη σήμερα μητέρα μου. Μικρό κοριτσάκι σε ένα βαγόνι του τρένου επί κατοχής, αναίτια δέχτηκε μια δυνατή κλωτσιά, από έναν Γερμανό στρατιώτη, που βρέθηκε στο άλλο βαγόνι, έκπληκτη μα και έντρομη για το αναπάντεχο, για το χωρίς λόγο απάνθρωπο σε παιδάκι χτύπημα. Χτύπημα που φανέρωνε απύθμενο μίσος, ασφαλώς υπανθρώπου Ναζί, σε ένα κοριτσάκι. Με σημάδεψε, οφείλω να παραδεχθώ, η παραστατικότητά της, ομολογώντας μου πως ακόμα θυμάται την μορφή του καθώς περνούσε αμέριμνη δίπλα του, όπως δεν ξέχασε ποτέ και τον αιφνίδιο πόνο που την διαπέρασε, πριν καν την εκδήλωση της έκπληξης του άσκοπου της κλωτσιάς. Έκτοτε, δεν ξεπέρασα την επιφυλακτικότητά μου, αλλά και μια κάποια εκ προοιμίου αρνητικότητα που ακούσια ένοιωθα απέναντί τους, μια που η μοίρα το έφερε να συνεργαστώ μαζί τους για κάποια χρόνια. Δεν αισθάνθηκα ποτέ άνετα κοντά τους, γιατί μου έβγαζαν αυθόρμητα, ίσως και σαν προκατηλειμμένoς, μια απέχθεια.
Βλέποντας εδώ και καιρό αυτές τις απίστευτα βίαιες, σαδιστικές δολοφονίες μωρών, από κτηνάνθρωπους Ισραηλινούς, καθώς πεινασμένα παιδιά Παλαιστινίων, δελεάζονται από ένα σακί αλεύρι για παγίδα στόχου, με κατακλύζουν ίδια και χειρότερα συναισθήματα σχεδόν εκδικητικού μίσους. Και ειλικρινά, αυτό λειτουργεί ψυχολογικά σαν βαλβίδα αναγκαίας εκτόνωσης λίγο πριν την αίσθηση της απόγνωσης, της παθητικής απόγνωσης.
Προσπαθώ, από ανάγκη, να αιτιολογήσω αυτό το πρωτόγονο άγριο ένστικτο και καταλήγω στο συμπέρασμα, πως είναι μια υγιής αντίδραση, απέναντι σε αυτό το τελευταίο σκαλοπάτι ξεπεσμού, της απώλειας του ανθρωπισμού, που χαρακτηρίζεται ως φασισμός.
Παραδέχομαι λοιπόν την δύσκολη αλήθεια μου, πως ναι, μισώ και μισώ πολύ, τόσο αρρωστημένα, που τρομάζω φορές, μην καταντήσω ίδιος …