Του Ιωάννη Δαμίγου
Ακούω ραδιόφωνο, ακούω ραδιόφωνο για τα τραγούδια, την μουσική. Αλλάζω σταθμούς, ψάχνοντας για μουσική και τραγούδια, που δεν θα με προσβάλουν. Καταλήγω σε άκουσμα ξένης ευτυχώς, μια και τα ακούσματα της εγχώριας ποιοτικής και των αντίστοιχων τραγουδιών, σπανίζουν κυριολεκτικά. Πέρα από τα παλιά και πολύ γνωστά, αριστουργήματα ευτυχώς, φωνών, στίχων και μουσικών, ουδέν νεότερο με εξαίρεση κάποια λίγα διάσπαρτα, που αν σταθώ τυχερός θα πέσω επάνω τους. Ακόμα και οι διασκευές αυτών, υπογραμμίζουν το ατάλαντο, σαν ευκαιρία επίκαιρης τάχα ύπαρξης, μέσω μέτριων φωνών, που υπερβάλουν ή “τσαχπινίζουν”, προσθέτοντας τάχα το δικό τους προσωπικό στοιχείο, ανενδοίαστα.
Οι μοδάτοι/τες, λαρυγγίζουν αδυσώπητα, “ρεύονται” για το μπάσο δήθεν, φωνάζουν περισσότερο αντί να τραγουδούν, ψελλίζουν λάγνα σταυρωμένες λέξεις. Και κάποιοι άλλοι αρέσκονται, μαζί με τους δημιουργούς να παρουσιάζουν τραγούδια εφήμερα “τσίρκου” που ταιριάζουν θαρρείς σε διαφημίσεις ανάλογων προϊόντων και τελευταία θυμίζουν έντονα bollywood.
Όλοι ίδιοι και όλες ίδιες, που με δυσκολία κανείς αντιλαμβάνεται αν, τις ελάχιστες μεταξύ των διαφορές μετριότητας. Οι δε στίχοι, αν τους ξεκόψεις από την όπως μουσική, είναι τόσο ασύνδετοι, αόριστοι, όχι σκόπιμα για κάποιο δήθεν υπονοούμενο, μα γιατί ταίριαξε απλά στην ρίμα, όσο και ερωτικά ανόητοι ή κοινωνικά φιλοσοφημένοι περί αμπέλου. Περιορίζονται σε πάγια προσφυγή λύσης καλουπωμένων λέξεων, διανθισμένοι με φεγγάρια, σύννεφα, χαμένους έρωτες και λογής προτάσεις μαθητικών λευκωμάτων κοριτσιών.
Τραγουδιστές και τραγουδίστριες, συνθέτες και στιχουργοί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, επιβάλλονται από κέντρα “πολιτισμού” περί του παρά και της αποχαύνωσης. Βέβαια και το κοινό στο οποίο απευθύνονται έχει προ πολλού απωλέσει την αίσθηση κάλους, αν τυχόν ποτέ κατείχε, ακολουθώντας το γενικότερο καθοδικό πνεύμα της κοινωνίας, που αρκείται και αρέσκεται στο ύψος των πανεριών με λέλουδα, όπου “γλιστρούν” διάφοροι, αλλά … ξανασηκώνονται σε επίδειξη πλούτου, έναντι πνευματικής στειρότητας
Το χυδαίο γυμνό, σε συνδυασμό με στιχουργικές βωμολοχίες, επικρατεί και περνά ως καλτ κουλτούρα, για τους πολλούς όμως. Μεγαλύτερο το ενδιαφέρον περί των σχέσεων και των εμφανίσεων σε εξόδους, παρά για το … καλλιτεχνικό έργο των.
Η παντελής έλλειψη παιδείας, άρα λογικής, εμφανίζει τους κάτω του μετρίου ως αρίστους, σε όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις, πόσο μάλλον στην μουσική και στο τραγούδι.
Μια ερημοποίηση έχει επικρατήσει στην τέχνη, μια επιτήδεια απαξίωση της καλαισθησίας, που προετοιμάζει το κοινό για την γενικότερη αποδοχή της ύπουλης ήττας, που λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις.
Φωνές υπάρχουν, όπως επίσης συνθέτες και στιχουργοί ικανότατοι, που όμως δεν εξυπηρετούν τον στόχο. Ο δρόμος, με τους μουσικούς του, φανερώνει τους εξαιρετικούς καλλιτέχνες. Οι μικροί χώροι, οι ταβέρνες, είναι απόδειξη περίτρανη, της αξίας των. Ψάξτε τις, ψάξτε το όμορφο και το απλό, που ευτυχώς ακόμα διαφεύγει της προσοχής των “ταγών” της τέχνης.
Όσο για το ραδιόφωνο, φαίνεται να ακολουθεί τα ακούσματα των πολλών και εύκολων στα κριτήρια και δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος, μια και ακολουθεί την αγοραία οδό, αυτή της τηλεόρασης χωρίς εικόνα.