Οδικός τουρισμός σε ποιο οδικό δίκτυο;

Του Γιάννη Γουσιόπουλου

Ο οδικός τουρισμός δίνει ευκαιρίες διαφορετικών ταξιδιωτικών εμπειριών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον περιηγητικό τουρισμό ο οποίος γίνεται σε προορισμούς με ευρύτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον.

Ο οδικός τουρισμός γίνεται κυρίως στο δευτερεύον οδικό δίκτυο, δηλαδή το παλιό πρωτεύον, το δίκτυο που ενώνει τις πρωτεύουσες των Περιφερειακών Ενοτήτων, το περιφερειακό οδικό δίκτυο και εκείνο άλλων σημαντικών οδών.  

Η κατάσταση που επικρατεί στο δευτερεύον οδικό δίκτυο αντικειμενικά χαρακτηρίζεται από κακή έως κάκιστη. Η χώρα απέκτησε σύγχρονο οδικό δίκτυο σε ό,τι αφορά τους αυτοκινητοδρόμους, όμως στο δευτερεύον έχει μείνει πίσω. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως εκεί επικρατεί το χάος.

Οι λόγοι είναι πολλοί, αποτελούν μία από τις παθογένειες του κράτους από την αρχή της δημιουργίας των οδικών έργων.

Ένας από τους λόγους που τελευταία προστέθηκε, προήλθε, αν είναι δυνατόν, από την κατασκευή των αυτοκινητοδρόμων όπου πολλά τμήματά του – κάποια αναπόφευκτα κάποια όμως όχι – επιλέχθηκαν να αποτελέσουν μέρος των αυτοκινητοδρόμων. Η “απόσπαση” τμημάτων από το δευτερεύον οδικό δίκτυο μείωσε περαιτέρω τη λειτουργικότητά του.

Το δευτερεύον οδικό δίκτυο θα έλεγε κανείς πως λεηλατήθηκε για χάρη των αυτοκινητοδρόμων, πως πολιτικοί και τεχνικοί αμαύρωσαν την ιστορία των κατασκευών!

Αν η χώρα θέλει να αξιοποιήσει κι άλλο το πλούσιο πολιτιστικό της απόθεμα πρέπει να αποκτήσει σύγχρονο οδικό δίκτυο στο σύνολό του.

Με την κατασκευή των αυτοκινητοδρόμων φαίνεται πως κλείσαμε στις οδικές μεταφορές. Δεν ακούγεται κάτι σε κεντρικό σχεδιασμό, παρά μόνον οι όποιες εκκρεμότητες υπάρχουν στους αυτοκινητοδρόμους και σε κάποιους λίγους, από τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Αντίθετα στην κυβέρνηση διατυμπανίζουν τις κατευθύνσεις που δίνει η Ε.Ε. ότι “από εδώ και στο εξής δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη του σιδηροδρόμου”. Επ΄ αυτού καμία αντίρρηση, όμως το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η χώρα μας πρέπει να εξαιρεθεί από τον κανόνα λόγω του ιδιαίτερα προβληματικού δευτερεύοντος οδικού της δικτύου. Όταν η κυβέρνηση επικαλείται τη “γραμμή” μάλλον υπεκφεύγει.  

Η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα κενά που δημιουργήθηκαν, να βελτιώσει τα υπόλοιπα τμήματα και να δημιουργήσει τα νέα εκεί που απαιτούνται.

Το πρόγραμμα να προβλέπει κοινά τεχνικά χαρακτηριστικά στο δίκτυο, οι οδοί στη βάση της ονομασίας τους να είναι αυτοτελείς, να αποτελούν ολοκληρωμένες διαδρομές. Τέλος να θεσμοθετηθεί και η κατηγορία των τουριστικών οδών.

Να αποκατασταθεί η παλιά εθνική οδός Αθηνών – Πατρών, Αθηνών – Θεσσαλονίκης (υπάρχουν τα “υπολείμματά” της  στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, στη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα, τη Λάρισα, στα στενά των Τεμπών, στην Πιερία βόρεια της Κατερίνης, στην Ημαθία).   

Για αυτόν τον σκοπό  να αποκατασταθεί η λειτουργία της παλιάς εθνικής οδού Αθηνών –  Θεσσαλονίκης και της παλιάς διαδρομής Ηγουμενίτσας – Κήπων οι οποίες  μετατράπηκαν από τις τοπικές αρχές έτσι ώστε να εξυπηρετούν περισσότερο τις τοπικές ανάγκες  (π.χ. Δ. Μακεδονία – κόμβος προς Καστοριά, Κεντρική Μακεδονία – κόμβος προς Σταυρό). Να αποκατασταθούν για ιστορικούς λόγους και οι άλλες παλιές διαδρομές, στην Πελοπόννησο, τη Δ. Ελλάδα και όπου αλλού.     

Το παράλληλο σύγχρονο οδικό δίκτυο μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή άλλων αιτιών.

Φυσικά το σύγχρονο παράλληλο οδικό δίκτυο θα συμβάλει στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων και στην εξυπηρέτηση των τοπικών μεταφορών.

Ο οδικός τουρισμός δεν είναι fast – track τουρισμός, ως ειδική κατηγορία έχει τη δική του αξία!

Ο οδικός τουρισμός απαντά και σε νέες μορφές αναζητήσεων μακριά από το μαζικό μοντέλο, στον συνδυασμό κίνησης και διαμονής (τροχόσπιτα – αυτοκινούμενα), στη δυνατότητα να επιλέγουν τον προορισμό την τελευταία στιγμή καθώς και στη συνεχή αλλαγή του προορισμού – στοιχεία όλα που ενισχύουν το αίσθημα ελευθερίας.

Οι λέοντες της Χαιρώνειας και της Αμφίπολης καθώς και ο Λεωνίδας των Θερμοπυλών – δυνατά τοπόσημα του παλιού οδικού δικτύου, “ζητούν” επίμονα την “αποκατάστασή” τους.