Οι πολιτικές εξελίξεις και η ασυδοσία των δημοσκόπων

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ- ΜΠΕ

Του Γ. Λακόπουλου

 Αν Ελλάδα  είχε τον τίτλο της  κληρονομικής Δημοκρατίας,  που της απέδωσε προ ετών  Άγγλος δημοσιογράφος, τώρα μπορεί να χαρακτηρισθεί βάσιμα και ως δημοσκοπική Δημοκρατία.

Το πολιτικό κλίμα δεν διαμορφώνεται από την πολιτική δράση και τις δραστηριότητες των  κομμάτων και των πολιτών, ούτε από τα  οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της συγκυρίας, αλλά από τις …δημοσκοπήσεις.

Παρότι τα τελευταία χρόνια κατά κανόνα όσα εκλαμβάνονται ως προβλέψεις τους- ενώ δεν είναι- διαψεύδονται παταγωδώς, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως βασικό υλικό  στην πολιτική αντιπαράθεση, αλλοιώνοντας την ουσία της.

Οι δημοσκόποι  αποτελούν πλέον μια ιδιότυπη συντεχνία που εγκαταστάθηκε αυθαίρετα στον κεντρικό άξονα των πολιτικών εξελίξεων,- αν όχι στον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος – και με την  υπερπαραγωγή «ευρημάτων», υπονομεύει την ουσία της πολιτικής στην κοινοβουλευτική δημοκρατία- καθώς  χρησιμοποιείται από πολιτικές ηγεσίες και ΜΜΕ για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι  λίγες εξαιρέσεις  επιβεβαιώνουν αυτό που εξελίσσεται σε κανόνα.

Πάρε κι εσύ έναν δημοσκόπο, μπορείς

Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα 4-5  εταιρίες δημοσκοπήσεων που προσπαθούσαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις μεθόδους απεικόνισης  των συγκυριακών διαθέσεων της κοινής γνώμης, με σχετική επιτυχία.  Δεν ήταν άλλωστε και δύσκολο,  καθώς στο σκηνικό του διπολισμού οι τάσεις ήταν εμφανείς.

Όσο το χρήμα εισέβαλε στην πολιτική, τόσο οι  εταιρίες αυξάνονταν και επωφελούνταν. Στην πράξη συνέστησαν ένα ιδιότυπο τραστ και οι έρευνες κάλυπταν όλες τις ανάγκες όλων των πελατών -με νέα «προϊόντα».

Π,χ.  «κατέγραφαν» την ανωτερότητα του ενός κόμματος και ταυτόχρονα την ανωτερότητα του αρχηγού του αντίπαλου του. Ή μοίραζαν τη μπάλα με το παιχνίδι των «ποιοτικών χαρακτηριστικών» και των «κυλιόμενων μετρήσεων» για τις οποίες η  διάψευση δεν τους βάρυνε:  προέβαλαν ότι άλλαξαν τα πράγματα.

Εν πάση περιπτώσει, για όσους ήξεραν να τις διαβάσουν οι δημοσκοπήσεις,  έστω και ως αποτραβηγμένη φωτογραφία της στιγμής, ήταν  πάλι ένα είδος εργαλείου. Στη συνέχεια αυτό το εργαλείο μετατράπηκε από ορισμένους  σε μισθωμένο πιστόλι-  που συμπαρέσυρε και τη φήμη όσων προσπαθούν να  κάνουν κατά το δυνατόν επιστημονική δουλειά.

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν εγγεγραμμένες στο «σωματείο» των δημοσκόπων… 23 εταιρίες -γνωστές και άγνωστες-, δημιουργώντας το ερώτημα αν δικαιολογούνται τόσες επιχειρήσεις σ’ αυτόν το χώρο και ποιος πληρώνει για την επιβίωσή τους. Γιατί αν υπάρχει κάτι που τον χαρακτηρίζει είναι η αδιαφάνεια.

 Την ίδια στιγμή ωστόσο όλοι γνωρίζουν ότι το ευκολότερο πραγμα  για ένα κομμα  ή  για έναν πολιτικο σημερα είναι να μισθώσει έναν δημοσκόπο και  του υπαγορεύει αποτελέσματα.  Οποιος νομίζει ότι αυτό συμβαίνει σπάνια  είναι  μακριά νυχτωμένος.

Άλλωστε η κρίση δημιούργησε ανάγκες. Υπάρχει εταιρία που συμπεριλαμβάνει στις «έρευνες « της ερωτήματά έναντι … 150 ευρώ..  Η πιάτσα βοά για τις συμφωνίες κομμάτων και επιχειρηματιών με   δημοσκόπους που παράγουν στη κατάλληλη στιγμή τα καταλληλα «ευρήματα».

Πέρα από αυτό,  υπάρχει ένας αντικειμενικός  λόγος που καθιστά τις δημοσκοπήσεις αναξιόπιστες: η αντιμετώπισή από τους πολίτες. Υπολογίζεται ότι οι μισοί  από όσους καλούνται -συνήθως τηλεφωνικά – αρνούνται να συμμετάσχουν και από τους υπολοίπους ένας στους πέντε παραπλανά, ή κανει πλάκα.  Υπάρχει και  σ’ αυτόν το χώρο κρίση αντιπροσώπευσης.

Ποια αξιοπιστία  μπορεί να προκύψει  από τέτοια «τυχαία δείγματα»; Των οποίων άλλωστε η εκ των υστέρων στάθμιση – ως προς  το φύλο, την ηλικία, την προγενέστερη ψήφο  κλπ- συνήθως πάσχει επιστημονικά και ενίοτε χρησιμοποιείται  για να οδηγούνται τα ευρήματα εκεί που θέλει ο πελάτης.

 Γκάλοπ, μπίζνες και πολιτική

Από την εποχή του Σημιτη κυρίως – όταν έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα- κάθε κόμμα απέκτησε τον δημοσκόπο του και οι δημοσκοπήσεις έγιναν ευθέως  μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμη  και των πολιτικών εξελίξεων. Έχουν πέσει  πολλά λεφτά σ’ αυτό το παιχνίδι  σε συνεργασία με ΜΜΕ.

Κάποιοι  δημοσκόποι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, αφού εκτός από τα κόμματα και  μεμονωμένοι βουλευτές και πολιτευτές,   αυτοδιοικητικοί παράγοντες, ακόμη και συνδικαλιστές  διναν παραγγελίες δημοσκοπήσεων και έπαιρναν ότι και στα φαστφουντάδικα: σκουπίδια, πασπαλισμένα με τη σάλτσα  που τους έδινε ελπίδα και ικανοποίηση.

Η οικονομική κρίση έπληξε και τους  δημοσκόπους, που είδαν την πελατεία τους να αραιώνει, τις παραγγελίες να μειώνονται και τα «ευρήματα» τους  να αυτό-ανατινάζονται από τις συνεχόμενες  αποτυχίες. Η  παλιά χρήση της εμφάνισης τους  με πολίτικες δημοσκοπήσεις για να γίνονται γνωστές και να βγάζουν λεφτά από τη συνεργασία του με επιχειρήσεις, άρχισε να μην αποδίδει.

Η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ηγεσία της ΝΔ  αναπτέρωσε τις  ελπίδες τους, καθώς είχε πλέον επισήμως δίπλα του έναν  γνωστό δημοσκόπο -που ως τότε έκανε καριέρα έχοντας έναν μόνο πελάτη: ένα τηλεοπτικό κανάλι.

Αιφνιδίως οι δημοσκοπήσεις πλήθυναν και δεν υπάρχει εβδομάδα που να  δημοσιεύονται  μια-δυο, με την ίδια  «φυσιογνωμία»: κυριαρχία της ΝΔ και  του  Μητσοτάκη, επί του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα.   

Η προσεκτική παρατήρηση δείχνει ότι κάθε φορά που  η ΝΔ βρίσκεται σε δύσκολη θέση, κάθε φορά που ο αρχηγός της κάνει κάποιο λάθος και αντιστοίχως  τα  πράγματα βελτιώνονται για την κυβέρνηση σκάει μια δημοσκόπηση που δείχνει «νταμπλ σκορ» στην πρόθεση ψήφου.

Εξαίρεση αποτελεί μόνο μια εταιρία που είναι περισσότερο προσγειωμένη  και έμπειρη. Ανήκει άλλωστε στις  παλαιότερες, με αριθμό 5 στο μητρώο τους.  Όλοι πάντως κρατάνε πισινή  με την «αδιευκρίνιστη ψήφο»  την οποία ανεβάζουν πάνω από 25% και με την  παραδοχή απόκλισης πάνω από το συν-πλην 3, ή 3,5%.

Η προσεκτική παρατήρηση  των -δημοσιευμένων- δημοσκοπήσεων δείχνει  τις αντιφάσεις  τους , τις εσωτερικές αλληλοδιαψεύσεις και την ακύρωση του ενός ευρήματος από το άλλο, ενίοτε σε βαθμό που προκαλεί μειδιάματα.   Το «ελαφρυντικό» για τις εταιρίες είναι ότι αυτό οφείλεται στην αμφιθυμία της κοινωνίας- η οποία ωστόσο εξαφανίζεται όταν πρόκειται για «πρόθεση ψήφου».

Σε ό,τι αφορά το παιχνιδι ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας στην ουσία οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την αυτονόητη δυσαρέσκειά για την περιοριστική οικονομική πολιτική –που δεν χρειάζεται δημοσκόπηση για να τη διαπιστώσει κάνεις- και η επιρροή  την οποία ευλόγως χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ  μεταφέρεται απευθείας στη ΝΔ.

Αν δεν είναι αυθαιρεσία πρόκειται για παράδοξο, καθώς δεν εξηγείται λογικά, πως ένας δημοκρατικός πολίτης με αντιδεξιά κουλτούρα που πήγε από ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ , θα μετακινηθεί τώρα στη ΝΔ του Μητσοτάκη.

Τελευταία αρχίζει να μπαίνει στο παιχνίδι και το ΠΑΣΟΚ- ή ΔΗΣΥ -, αλλά για να πάρει μεγαλύτερα ποσοστά, αυτά κόβονται από αλλού και ενίοτε η εικόνα είναι τραγελαφική.

Η κατασκευή  της αυτοδυναμίας

Ο μεγαλύτερος τραγέλαφος  όμως δημιουργείται κάθε φορά που το προβάδισμα της ΝΔ  ….φεύγει  μπροστά –καλύπτοντας μια επιτυχία του Τσίπρα, όπως π.χ.  η καλή πορεία του το περασμένο καλοκαίρι.

Παρότι η εμπειρική παρατήρηση και η περιχέουσα ατμόσφαιρα έδειχνε τον Μητσοτάκη να προκαλεί κόπωση και αμφιβολίες στο ίδιο του κόμμα, χωρίς ατζέντα και στρατηγική,  με τον Τσίπρα να συγκεντρώνει τα εύσημα της Ευρώπης για τη δρομολόγηση  της εξόδου από το Μνημόνιο, ανέκυψε θέμα  … αυτοδυναμίας της ΝΔ.

Στην τελευταία δημοσκόπηση- της «Μέτρον Ανάλυση» για τα ΝΕΑ-  υπάρχουν στοιχεία που δημιουργούν ποικίλα ερωτήματα είτε για την ποιότητα της έρευνας , είτε για την αντιμετώπισή της από τους ερωτηθέντες.

Π.χ. στην  ίδια δημοσκόπηση στην  οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μόλις 31% θετικές γνώμες και μόνο το 25 % τον θεωρούν κατάλληλο για πρωθυπουργό – ενώ η  ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση ικανοποιεί μόλις το 24%-  προκύπτει ότι μπορεί να πάρει σε εκλογές οι οποίες θα γίνου τώρα  36,7% και να πλησιάσει την αυτοδυναμία. Δεν τον θεωρούν κατάλληλο αλλά τον ψηφίζουν; Τότε γιατί να μην κάνουν το ίδιο και για τον Τσίπρα;

Το τρυκ εν προκειμένω είναι ότι πρόκειται για … δύο μετρήσεις: μια πραγματική και μια υποθετική.  Δηλαδή στην ερώτηση για τη πρόθεση ψήφου σε εκλογές της «επόμενης Κυριακής» η ΝΔ παίρνει μόνο 26%. Το επιπλέον που οδηγεί στην «αυτοδυναμία»  προκύπτει από την «εκτίμηση ψήφου» που κάνει η εταιρία. Τι είναι αυτό; Οι υπολογισμοί της για την κατανομή της «αδιευκρίνιστης ψήφου.  Δηλαδή πιάσε το αυγό και κούρεφτο. Οι εντυπώσεις όμως δημιουργούνται.

Στη μια ερώτηση βρίσκονται 20% θετικές γνώμες για  τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του  ως Πρωθυπουργός ο Τσίπρας και στην άλλη θεωρείται μόνο από το 13% καταλληλότερος  Πρωθυπουργός.

Το κόμμα  «Δημοκρατική Συμπαράταξη»  παίρνει 6,2% αλλά με την «αναγωγή»  αυξάνεται κατά …30%  και φτάνει στο 8,8%-  ενώ  είναι πιθανό να μην υπάρχει  στις επομένες εκλογές.   Το κερασάκι είναι ότι  καλούνται οι ερωτώμενοι να διαλέξουν ανάμεσα σε «δυο απόψεις» για το ναυάγιο στο Σαρωνικό!

Μετά από αυτά δεν έχει νόημα να  εξετάζουμε τα ευρήματα για τα υπολοιπα κόμματα. Απλώς πρέπει να σημειωθεί ότι τα ίδια συμβαίνουν με τους περισσότερους  δημοσκόπους- είναι πατέντα του κλάδου. Όλα τα σφάζουμε, όλα τα μαχαιρώνουμε, όλα τα μετράμε. Οι -ελάχιστοι- έγκυροι είναι επιφυλακτικοί και δεν εκτίθενται.

Η ώρα του Νίκου Παππά

Έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς μελέτες και  έρευνες που αποδεικνύουν την ελληνική δημοσκοπική παθογένεια.  Αλλά δεν πρόκειται για  θεωρητική άσκηση. Αφορά μια δραστηριότητα που εχει επίδραση στο πολιτιό κλίμα και χωρίς εγγυήσεις επιστημονικότητας και αμεροληψίας νοθεύει το  χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης-, στο βαθμό που επιχειρεί να την επηρεάσει με τεχνικές που εξυπηρετούν σκοπιμότητες.

Όταν η «δημοσκοπία» υποκαθιστά την πολιτική ανοίγει το δρόμο για εκτροπές πολλών μορφών. Πρακτικά σ’ αυτόν ο χώρο  υπάρχει ασυδοσία και κανείς δεν ελέγχεται για τίποτε. Συνεπώς οποίος έχει λεφτά μπορεί να έχει και δημοσκοπήσεις  της αρεσκείας του- για δημοσίευση εννοείται-αρκεί να βρει πρόθυμο δημοσκόπο. Οι παροικούντες  ξέρουν…

Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει την κοινή γνώμη από τις  ενδεχόμενες αυθαιρεσίες και για να το κάνει αυτό απαιτούνται συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα. Ως τώρα αξιολογούν τη Βουλή οι δημοσκόποι και ποτέ η Βουλή τους δημοσκόπους.

Πρώτο, είναι ανάγκη να  προσδιορισθούν με σαφήνεια- με τη συνδρομή ειδικών και τη διεθνή πρακτική- οι  προϋποθεσεις σύστασης εταιρίας μετρήσεων κοινής γνώμης και η αναζήτηση διαδικασίας πιστοποίησης  τους. Οι δημοσκόποι είναι το μόνο κλειστό επάγγελμα που άνοιξε τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζονται ακόμη και δημοσκόποι μιας χρήσης.

Δεύτερο, οι  εταιρίες για τις έρευνες που δημοσιεύονται , να  γνωστοποιούν και αυτόν που πλήρωσε για τη δημοσκόπηση, αλλά και το κόστος της  -από το οποίο θα προκύπτει και πόσο σοβαρή είναι η δουλειά που έγινε.

Τρίτο να  διατηρούν οι εταιρίες το σώμα των δημοσκοπήσεων δηλαδήη τα ερωτηματολόγια που συμπληρώνουν και να είναι διαθέσιμα για έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές της Πολιτείας, που πρέπει να εγκρίνουν και την ακαταλληλότητα των ερευνητών.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ σοβαρή  υπόθεση για να τις αφήνει η Βουλή στη διακριτική ευχέρεια των δημοσκόπων, που συχνά απολήγει στην ασυδοσία με  εμφανείς σκοπιμότητες.

Με άλλα λόγια είναι η ώρα της Επιτροπής Διαφάνειας της Βουλής, αλλά και του Νίκου Παππά, ως αρμοδίου υπουργού, να προτείνει στη Βουλή ένα νέο πλαίσιο διαφάνειας και ελέγχου. Για να προστατεύονται οι πολίτες, η πολιτική ζωή και η ουσία του πολιτεύματος, με την ισότητα των όπλων στην πολιτική αντιπαράθεση. Αλλιώς θα δημιουργηθεί ένας ακόμη λόγος για να επεκτείνει η οικονομική εξουσία την επιρροή της στο δημόσιο βίο.