Ο αντιφασισμός ως περφόρμανς

Του Δημήτρη Τσίρκα

Αν πιστέψουμε τις αριστερές αναλύσεις, οι ΗΠΑ βαδίζουν ολοταχώς προς τον φασισμό. Φασισμό είχαν και το 2017-20, στην πρώτη προεδρία του Τραμπ, αλλά επί Μπάιντεν επέστρεψε η δημοκρατία.

Φασισμό έχουν, επιπλέον και επτά ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες κυβερνούν ή συγκυβερνούν ακροδεξιά κόμματα, ανάμεσά τους η Ιταλία και η Ολλανδία, ενώ ένα βήμα πριν τον φασισμό είναι και η Γαλλία, με τη Λεπέν, αλλά και η Γερμανία, με το AFD.

Σε λίγο δημοκρατία θα έχουμε μόνο στο Πάντειο και τη Στέγη του Ωνάση.

Ασφαλώς, κανείς δεν τα παίρνει στα σοβαρά αυτά, ούτε καν εκείνοι που τα γράφουν, διαφορετικά, αντί για αντιφασιστικές αναρτήσεις στα ΜΚΔ, θα έπρεπε να στήνουν παράνομους μηχανισμούς, μήπως και σώσουν τη ζωή τους από τη νέα Γκεστάπο που αργά ή γρήγορα θα τους χτυπήσει την πόρτα.

Αλλά, όσο κομμουνιστική έγινε η Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως έτρεμαν οι δεξιοί και οι ακροκεντρώοι, άλλο τόσο φασιστική είναι η Ιταλία επί Μελόνι.

Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν επιτελεστικό αντιφασισμό (performative antifascism) που διεξάγεται αποκλειστικά στο πεδίο του λόγου, με πύρινες διακηρύξεις στα social media (των ίδιων τεχνοβαρόνων που επιβάλλουν τον φασισμό) και στα προοδευτικά ΜΜΕ.

Είναι επίσης ένας αντιφασισμός που απευθύνεται κυρίως στο εσωτερικό του προοδευτικού χώρου, παρά προς τα έξω, στην ευρύτερη κοινωνία.

Μάλιστα, όχι μόνο δεν απευθύνεται προς τα έξω, αλλά μια από τις (ψυχολογικές) λειτουργίες του είναι να οχυρώσει τους αριστερούς απέναντι στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην κοινωνία και οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις πεποιθήσεις τους. Λειτουργεί δηλαδή ως μηχανισμός προστασίας από τη διάψευση.

Η επίκληση του φασιστικού κινδύνου είναι το φετίχ της αριστεράς, το τελευταίο πράγμα που αντικρίζει πριν έρθει αντιμέτωπη με την πολιτική αποτυχία της.

Με τη συνειδητοποίηση ότι πολλά από όσα υποστηρίζει και κυρίως, τα μέσα με τα οποία το κάνει, όχι μόνο δεν γίνονται αποδεκτά από την κοινωνία, αλλά ούτε καν από εκείνες τις ευάλωτες ομάδες στο όνομα των οποίων, υποτίθεται ότι μιλά. 

Αντί η αριστερά (με την ευρύτερη, παραταξιακή έννοια) να αναρωτηθεί γιατί οι λαϊκές μάζες της γυρίζουν την πλάτη στη μία χώρα μετά την άλλη, αρνείται την πραγματικότητα και πλειοδοτεί ακόμα περισσότερο στην ίδια γραμμή. Δεν αρμενίζουμε στραβά, ο γιαλός είναι στραβός.

Η τελευταία τάση είναι η αποχώρηση των αριστερών από το Τουίτερ του (φασίστα!) Μασκ και η μετακόμιση στο BlueSky. Ενώ, δηλαδή, διαδοχικές εκλογές (και όχι μόνο) έχουν αποδείξει πόσο αποκομμένη είναι από το λαϊκό αίσθημα, πώς απαντά η αριστερά;

Αποχωρεί από μια δημοφιλή κοινωνική πλατφόρμα 305 εκατομμυρίων χρηστών κάθε πολιτικής απόχρωσης, για να οχυρωθεί σε μια πολύ μικρότερη των 15 εκατομμυρίων, κυρίως φιλελεύθερης κατεύθυνσης.

Αντί, δηλαδή, να δώσει τη μάχη των ιδεών εκεί που εξελίσσεται, επιλέγει να κλειστεί ακόμα περισσότερο στην εικονική φούσκα της, εκεί που κυκλοφορούν μόνο οι δικές της απόψεις και αισθάνεται ασφαλής από την έκθεση σε αντιδραστικές ή «ψεκασμένες» θέσεις.

Η ασφάλεια άλλωστε είναι το κύριο ζητούμενο της εποχής, ιδίως μετά την εμπειρία της πανδημίας.

Και αν για τη δεξιά η ασφάλεια τίθεται με όρους αστυνομίας, στην αριστερά εκδηλώνεται ως επιθυμία ενός πανταχού παρόντος θεραπευτικού κράτους, ενός προοδευτικού πατερναλισμού (ή ματερναλισμού) με τη μορφή του κοινωνικού λειτουργού ή του ψυχολόγου που θα θεραπεύσει πάσα κοινωνική νόσο, κυρίως την έκθεση στις «λάθος», «τοξικές» απόψεις.

Εξ ου και η οργή της όταν ο Ζάκερμπεργκ ανακοίνωσε ότι καταργεί το «fact checking» από το Facebook.

Φυσικά και εδώ η αποχώρηση είναι επιδεικτική, συνοδεία καταγγελτικής δήλωσης – γυρίζω τις πλάτες μου στο Τουίτερ, στο Τουίτερ που φτιάχνεις όπως θέλεις!

Εύστοχα ένας φίλος έγραψε, ότι η δήλωση αποχώρησης από το Χ και προσχώρησης στο BlueSky είναι η νέα εμβολιοσέλφι. Ή καλύτερα, το σήμα  που κρέμαγαν πολλοί Αμερικάνοι στην πόρτα τους επί κόβιντ: «Σ’ αυτά το σπίτι πιστεύουμε στην επιστήμη» για να δηλώσουν την πίστη τους στη νέα θρησκεία και να διαχωριστούν από τους άπιστους ψεκασμένους.

Η δεύτερη νίκη του Τραμπ μας χάρισε πολλά τέτοια επεισόδια προοδευτικής εκδραμάτισης (acting out), όπως εκείνο το τρεντ στο Τικ Τοκ από Δημοκρατικές γυναίκες που δήλωναν ον κάμερα ότι ξεκινούν αποχή από το σεξ για να τιμωρήσουν τους άντρες που ψήφισαν πλειοψηφικά την Πορτοκαλί Μάστιγα.

Όσο μειώνεται η επιρροή της αριστεράς στην κοινωνία, τόσο μεγαλώνει η ιδέα που έχει για τον εαυτό της, σε σημείο να πιστεύει στ’ αλήθεια ότι, αποχωρώντας από το Χ ή απέχοντας από το σεξ (κάνει και ρίμα), θα τιμωρήσει την αδαή πλέμπα που επιμένει να ψηφίζει ακροδεξιούς.

Τα είχε γράψει η Ayn Rand στον Άτλαντα που Επαναστάτησε για την επιχειρηματική ελίτ η οποία αποσύρθηκε σιωπηλά από τη διοίκηση των επιχειρήσεων, διαμαρτυρόμενη για την κρατική παρέμβαση, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η οικονομία.

Η αριστερά βέβαια δεν ανήκει στην επιχειρηματική ελίτ, ανήκει, ωστόσο στη μορφωμένη μεσαία τάξη, αυτή που θεωρεί αναφαίρετο (τεχνοκρατικό) δικαίωμά της να κυβερνά τις αδαείς μάζες στο όνομα της γνώσης/επιστήμης, της συμπερίληψης και της ηθικής ή του ηθικού πλεονεκτήματος, αν προτιμάτε.

Θέτει δηλαδή εαυτόν στην πεφωτισμένη διακυβέρνηση των πολλών, ασχέτως αν οι πολλοί ενδιαφέρονται να κυβερνηθούν από την αριστερά. Άλλωστε, όποιος δεν αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί παρά να είναι θύμα παραπληροφόρησης (fake news), ψεκασμένος ή και φασίστας.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι, δεν επιλέγει όλη η αριστερά τον αναχωρητισμό απέναντι στην πορτοκαλί καταστροφή που έπεσε πάνω μας την 20η του Γενάρη. Υπάρχει και εκείνη η (νέα) αριστερά που θέτει επί τάπητος τη συγκρότηση του νέου λαϊκού μετώπου για την ανάσχεση του φασισμού (λες και τον είχαν σταματήσει τα παλιά, τα ορίτζιναλ λαϊκά μέτωπα…).

Μπορεί, βέβαια, η αριστερά (παλιά και νέα) να μην έχει καταφέρει να οργανώσει μια στοιχειώδη κινητοποίηση για την ακρίβεια, το στεγαστικό (ή τα Τέμπη) – ξέρετε, αυτά τα πεζά πράγματα που απασχολούν εκατομμύρια εργαζομένους, αλλά τώρα με την εκλογή Τραμπ το ποτήρι έχει ξεχειλίσει.

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν θα ανεχθούν την άρνηση των πολλών φύλων από την Πορτοκαλί Μάστιγα, πόσο μάλλον τις απειλές για εισβολή στη Γροιλανδία (αυτή η Γροιλανδία είναι δική τους και δική μας, κανείς δεν μπορεί να μας την πάρει!).

Θα ξεχυθούν στους δρόμους κατά χιλιάδες, φωνάζοντας No Pasaran και θα πυκνώσουν τις τάξεις του Νέου Λαϊκού Μετώπου, υπό την ηγεσία του Νίκου Μπίστη (κομμουνιστική τάση), της Λούκας Κατσέλη (σοσιαλιστική) και του Βαγγέλη Βενιζέλου (σοσιαλδημοκρατική), εκεί λίγο πριν η Λατινοπούλου φτάσει στο 20% (ούτε 19 μονάδες πάνω από τη νέα αριστερά).

Άλλωστε, η αντίσταση στον νέο φασισμό έχει ήδη ξεκινήσει. Μόλις χθες το κίνημα πέτυχε την πρώτη του μεγαλειώδη νίκη: ακυρώθηκε η παράσταση των 17 σοβινιστικών γουρουνιών που υποδύονται τους κωμικούς, ύστερα από την πάνδημη αντίδραση της άγρυπνης κοινωνίας των πολιτών (Lifo, Athens Voice, Protagon κλπ.).

Η κωμωδία ή θα είναι συμπεριληπτική ή δεν θα υπάρξει ποτέ. Eat that Trump!

ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK