Ο Καρούζος και η ζωγραφική

 

Toυ Μάνου Στεφανίδη

Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως

είναι· τα οραματίζομαι.

Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα…

Τετέλεσται· ο μέγας παρακείμενος του κόσμου.

Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο

Της Ελλάδας.

Νίκος Καρούζος, από τον “Ερυθρογράφο”, 1988

Κοινός τόπος πως η τέχνη είναι εκείνο το ψέμα που πάντως μπορεί να υπερασπιστεί τη μόνη υπαρκτή αλήθεια. Κοινός τόπος, επίσης, πως “γνώση” είναι ο κομψός τρόπος με τον οποίο συνήθως οι ευφυείς άνθρωποι καλύπτουν την υπαρξιακή, την ακατάλυτη τους άγνοια. Εν αρχῆ, εξάπαντος, των πάντων ην το δράμα των εικόνων που έκρυβαν λέξεις και το δράμα των λέξεων που αποκάλυπταν εικόνες. Εικόνες που με τη σειρά τους αναζητούσαν, διαρκώς, καινούρια νοήματα: Αρχαίες λέξεις που ξαναζούν, αρχαίες εικόνες που φανερώνονται μαγικά για ν’ αφηγηθούν το ίδιο, το προκατακλυσμιαίο παραμύθι από την αρχή. Έπειτα η πρωταρχική εικόνα, το πρόσωπο του μαγεμένου Νάρκισσου που καθρεφτίζεται στο αρυτίδωτο νερό, έδωσε τον πρώτο “πίνακα”. Η σχετική ιστορία ακολούθησε. Προφορικά πρώτα, γραπτά ύστερα. Από τότε όποιος θέλει να δει το πρόσωπο του άλλου -ή το δικό του- σκύβει πάνω από ένα κείμενο.

Nikos KarouzosΣτη συνέχεια υπήρξε εκείνο το πρόσωπο που δεν έπρεπε να ιδωθεί, μέσα στο έρεβος, αν ήθελε να ξαναζήσει. Να ξεφύγει απ’ το βασίλειο των σκιών. Μόνος οδηγός η Μουσική που έπαιζε κάποιος απελπισμένος του έρωτα για να σώσει τη πολύκλαυστη Ευρυδίκη του. Ήδη έχουν μαζευτεί πάρα πολλά στοιχεία ή σύμβολα ώστε να συγκροτηθεί επαρκής λόγος: Πρόκειται για εικόνες και λόγια και ήχους και τραύματα που όμως μαλακώνουν με τη χρήση των εικόνων, των λόγων ή των ήχων. Κυρίως όμως γεννήθηκε απ’ όλα αυτά ο πιο βαρυσήμαντος έκτοτε συμβολισμός της τέχνης: Πως, δηλαδή, η ίδια μπορεί να μην νικάει το θάνατο αλλά αποτελεί τη μόνη μορφή αθανασίας που εμείς οι άνθρωποι δικαιούμαστε (αλλά και αντέχουμε).

Το φαίνεσθαι σταθερά να υπερφαλαγγίζει το είναι, ώστε κάποτε το είναι να καταντήσει κάτι υδαρές σαν τοματοπολτός. Πώς λεγόταν εκείνος ο καλλιτέχνης που ζωγράφιζε κουτιά κέτσαπ; Κι ο άλλος πάστες; Στην τέχνη τίποτε δεν απαγορεύεται. Ούτε καν το φιλότιμο. Μόνο που στα καθ’ ημάς ξεχειλίζει η επαρχιωτίλα και εξέλιπαν οι αληθινοί τύποι. Αυτοί που έκαναν τέχνη τη ζωή τους και γνώριζαν πως κάποια πράγματα δεν πουλιούνται. Ιδίως το παρόν. Σαν τον Ακριθάκη, τον Κατσαρό, τον Καρούζο τον ακτήμονα, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Τορνέ, τον Μαυροΐδη, τον Διαμαντόπουλο.

nikos-karouzos_0«Πωλείται το παρόν». Αυτή η επιγραφή ανέκαθεν με διέλυε γιατί ανέκαθεν τη διάβαζα συμβολικά. Ποιος πουλάει τι και γιατί; Αλαφιασμένοι άνθρωποι, ιδρωμένες παλάμες, βύθια έκφραση που αγωνίζεται να πουλήσει ό, τι δεν πουλιέται μήπως και εξαγοράσει την, αδιαπραγμάτευτη πάντως, ειμαρμένη. Έντρομοι μικροαστοί, τα ευσεβή και σεβάσμια καθάρματα του Αναγνωστάκη που, αφού κυλίστηκαν στο ξίγκι και το λίπος εν ζωή, αφήνουν περιουσίες ολόκληρες σε μοναστήρια για να εξαγοράσουν την πιο ιδιοτελή αθανασία. Άλλοι πάλι, πιο πολύφερνοι και «ενημερωμένοι», γίνονται ευεργέτες των πατριαρχείων των ίδιων για να έχουν πιο άμεση και υψηλή μεσιτεία. Μια ζωή ρουσφέτια, μεσίτες, εξαγορές και αγοραπωλησίες. Πόσο πάει ο Παράδεισος; Πόσο πάει το αγορασμένο, μελαψό σώμα στην Ευριπίδου; Πόσο πάει ο νεαρός στην Κουμουνδούρου; Δος μοι τούτον τον ξένον, του εκ βρέφους ως ξένοι ξενωθέντα εν κόσμω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλή πού κλίναι. Δώσ’ τον μου. Αφού όλα αγοράζονται! Δικά μας και ξένα. Το πνεύμα το «τραπεζικό» να ‘ναι καλά. Το μόνο «πνεύμα» που μας ενώνει. Το ούριο euro, το υμνηθέν υπό προφητών και μεσιτών της τέχνης. Εν τη παλάμη πάσα η έκφραση, η έμπνευση, η συγκίνηση. Ο Ιούδας είχε δίκαιο. Και ο Θωμάς. Μακάριοι οι καχύποπτοι, σου λέει ο άλλος. Αν δεν ψηλαφήσω το πληρωμένο, το ξένο, το αγορασμένο σώμα, πώς να πιστέψω και γιατί; Μου λείπει το κίνητρο God damn it!

 

ΥΓ.1  Και η τέχνη, όμως, είναι ταξική. Προχωράει με τους κυνόδοντες και στομώνει όταν χρησιμοποιεί τους τραπεζίτες της. Βαρετοί νεόπλουτοι που την προβάλλουν ως άλλοθι και πλυντήριο και την εξισώνουν με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ενώ αξίζει απείρως περισσότερο. Αλλά πώς να εξηγήσεις τώρα εικόνες σε νεκρωμένα, από το αλισβερίσι της αγοράς, κουνέλια; Αν η τέχνη έχει μια δυνατότητα, αυτή εστιάζεται σε στοχοθεσία της ρήξης και της υπέρβασης, ιδιαίτερα όταν όλες οι άλλες δυνάμεις επιμένουν στη συναίνεση της συγκάλυψης και τη μετριοπάθεια της μετριότητας. Εφόσον ανέκαθεν οι άνθρωποι της εξουσίας και τα ενεργούμενα του συστήματος βολεύονταν από την επικράτηση των ηλιθίων, την αποθέωση της κοινοτοπίας και το ντομίνιο του μέτριου.

Όλα κάτι να θυμίζουν έτσι ώστε να καταπνίγονται οι αμφιβολίες και να συνεχίζεται η ληθαργική νιρβάνα των αμνοεριφίων· και η σιωπή τους ωσαύτως. Όταν λοιπόν η τέχνη δεν είναι ταξική, τότε είναι ύποπτη, αυτοαναιρούμενη και δεν κομίζει τίποτε καινούριο παρά μόνο τ’ αποφόρια της συντήρησης και τα δράμα της διακόσμησης ή της διατεταγμένης ευωχίας των θαμώνων του «λαϊκοέντεχνου» (όπως λέμε… «εθνοσοσιαλισμός», «ελληνοχριστιανισμός», «κεντροδεξιά» κι άλλα λεκτικά παράδοξα ή «παίγνια» κατά Βίτγκενσταϊν και «χαρτοπαίγνια» κατά Βαρβέρη). Επειδή όπως τραγουδάει ο Γ. Σαραντάρης (1908-1941): «Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ».

 

Υ.Γ.2

Και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο

Δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.

Ν. Καρούζος

 

Εκδήλωση για τον ποιητή την Πέμπτη 18/2 στις 7 μ.μ. στο υπόγειο του Θέατρου Τέχνης (Στοά του Βιβλίου).