
Γράφει ο Δημήτρης Σκουτέρης
Η πρόσφατη συνάντηση των προέδρων της Κίνας και των ΗΠΑ σήμανε μια νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις, με τον Πρόεδρο Τραμπ να υποχρεώνεται να πάρει πίσω κάποιους δασμούς-που ο ίδιος με περισσή έπαρση είχε επιβάλλει- και παράλληλα να μειώσει άλλους. Ο Κινέζος ομόλογός του σε μια κίνηση καλής θέλησης ανακοίνωσε την άρση και περιορισμό των Κινεζικών αντιμέτρων. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι απλώς μια διπλωματική νίκη, αλλά και μια ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η ανωτερότητα του κινεζικού οικονομικού μοντέλου έναντι του αμερικανικού, το οποίο βασίζεται σε μια ψευδή αντίληψη οικονομικής υπεροχής.
Στον σύγχρονο οικονομικό διάλογο, η έννοια του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έχει υιοθετηθεί ως ο δείκτης οικονομικής υγείας και προόδου. Ωστόσο, αυτή η καθιερωμένη αντίληψη αμφισβητείται ριζικά από οικονομικές αναλύσεις που αποκαλύπτουν ένα ακόμα-μεταξύ των άλλων- κρίσιμο ελάττωμα στη μέτρησή του: την εξίσωση παραγωγικού πλούτου με μη παραγωγικό εισόδημα , το προερχόμενο από την πρόσοδο. Αυτή η διάκριση δεν είναι απλώς ακαδημαϊκή, αλλά αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται δύο οικονομικά μοντέλα: το χρηματιστικό των ΗΠΑ και το βιομηχανικό-παραγωγικό της Κίνας. Το παρόν δοκίμιο εξετάζει πώς η πρόσοδος διαμορφώνει τη δομή της αμερικανικής οικονομίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την παραγωγή αγαθών προς τη χρηματοοικονομική «παραγωγή» πλούτου. Αυτή η δομή αντιπαραβάλλεται κατ’ ουσίαν με την κινεζική στρατηγική ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης, οριοθετώντας έτσι το πεδίο της σύγχρονης οικονομικής διένεξης.
Η Οικονομική Πρόσοδος: Ένας Ορισμός και μια Παγίδα
Ο όρος «πρόσοδος» στην οικονομική θεωρία δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την πληρωμή για απόκτηση-χρήση-ενοικίαση ακινήτου. Αναφέρεται στο εισόδημα που προκύπτει όχι από τη δημιουργία νέου πλούτου, αλλά από την εκμετάλλευση της ιδιοκτησίας ή μιας προνομιακής θέσης για την απόσπαση πλούτου που έχει ήδη δημιουργηθεί από άλλους. Είναι εισόδημα από εκροή, όχι από ροή. Οι πηγές της μπορεί να είναι η ιδιοκτησία γης σε στρατηγική θέση, τα μονοπώλια, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που χρησιμοποιούνται για την επιβολή υπερβολικών τιμών, ή οι τόκοι από τα δάνεια.
Η σύγχρονη λογιστική προσέγγιση του ΑΕΠ, ωστόσο, άθροισε το εισόδημα που προέρχεται από την παραγωγή με το εισόδημα που προέρχεται από την πρόσοδο. Η πληρωμή τόκων για ένα στεγαστικό δάνειο υπολογίζεται ως «παραγωγική» υπηρεσία τραπεζών. Οι χρηματιστηριακές ανατιμήσεις, που συχνά αποτελούν αποτέλεσμα κερδοσκοπίας, εμφανίζονται ως ανάπτυξη. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί μια αίσθηση ψευδούς ευημερίας.
Μια οικονομία μπορεί να παρουσιάζει αύξηση του ΑΕΠ, ενώ η βιομηχανική της βάση μειώνεται και το χρέος των νοικοκυριών εκτοξεύεται. Εδώ έγκειται το «παραγωγικό κενό»: η οικονομία φαίνεται να παράγει, αλλά στην πραγματικότητα, επαναδιανέμει «πλούτο» – και συχνά τον συμπιέζει – μέσω μηχανισμών προσόδου.
Το Αμερικανικό Μοντέλο: Η Οικονομία της Προσόδου και η Αποβιομηχάνιση
Το οικονομικό τοπίο των ΗΠΑ αποτελεί την επιτομή αυτής της τάσης. Μετά τις δεκαετίες του 1970, η αμερικανική οικονομία άρχισε να μετατοπίζεται βαθμιαία από την παραγωγή προς τη «χρηματοοικονομική μηχανική» και την «Αξιοποίηση» της προσόδου. Αυτή η μετάβαση δεν ήταν τυχαία, αλλά μια στρατηγική απάντηση στην ανάδυση νέων βιομηχανικών δυνάμεων, όπως η Ιαπωνία και αργότερα η Κίνα.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι ΗΠΑ αντέδρασαν μη επιχειρώντας να ανταγωνιστούν στην παραγωγή, αλλά εκμεταλλευόμενες τη θέση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και το χρηματοοικονομικό τους σύστημα για να εισπράττουν πρόσοδο από τον υπόλοιπο κόσμο. Η «χρηματιστική οικονομία» δεν είναι απλώς ένας μεγάλος χρηματοοικονομικός τομέας, αλλά ένα οικοσύστημα όπου τα κέρδη δεν προέρχονται τόσο από την καινοτομία στην παραγωγή, όσο από τη χρηματοδότηση, την αγορά και πώληση περιουσιακών στοιχείων, τα παράγωγα και την εκμετάλλευση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας – όλα μορφές προσόδου.
Η αποβιομηχάνιση ήταν το αναγκαίο συμπλήρωμα αυτού του μοντέλου. Καθώς οι βιομηχανίες μετανάστευαν εκτός ΗΠΑ, η οικονομία επέλεξε να κινηθεί γύρω από υπηρεσίες και δραστηριότητες προσόδου. Η «ανάπτυξη» (λανθασμένος στην περίπτωση όρος-ορθός η «μεγέθυνση) μετριέται πλέον με βάση την αύξηση των τιμών των ακινήτων και των χρηματιστηριακών δεικτών, που τροφοδοτούνται από πιστωτική καταιγίδα διευκολύνσεων (τύπου καταναλωτικά δάνεια/διακοποδάνεια κλπ) και όχι από αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα των αγαθών. Το αποτέλεσμα είναι μια εύθραυστη οικονομία, βαθιά εξαρτημένη από το χρέος και ευάλωτη σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού αγωνίζεται να αντεπεξέλθει στο κόστος ζωής, που οφείλεται και σε αυξημένα κόστη που αφορούν: στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση.
Το Κινεζικό Αντιπαράδειγμα: Εκβιομηχάνιση, Καινοτομία και Ουσιαστική Οικονομία
Αντιθέτως, το οικονομικό μοντέλο της Κίνας αντιπροσωπεύει μια σύγχρονη εκδήλωση της κλασικής παραγωγικής οικονομίας, που αντιτίθεται στην κυριαρχία της προσόδου. Η Κίνα έχει συνειδητά επιλέξει τη «βιομηχανική πολιτική» ως πυρήνα της ανάπτυξής της. Αντί να θέτει ως κυρίαρχο στόχο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και προσόδου, έχει επενδύσει μαζικά στην ουσιαστική οικονομία: σε υποδομές, βιομηχανική παραγωγή, έρευνα και ανάπτυξη, και τεχνολογική καινοτομία.
Η στρατηγική «Made in China 2025» και η έμφαση στην αυτονομία σε κρίσιμες τεχνολογίες δεν είναι απλώς βιομηχανικά σχέδια. Υποδηλώνει την φιλοσοφία της Κινεζικής Κοινωνίας και της κυβέρνησης της που απορρίπτει το μοντέλο της προσόδου. Η Κίνα επιδιώκει να δημιουργήσει πλούτο μέσω της επέκτασης και της αναβάθμισης της δικής της παραγωγικής ικανότητας. Αντί να απολαμβάνει πρόσοδο από άλλες χώρες (επιβάλλοντας συνθήκες Άνισης ανταλλαγής) , στόχος της είναι να παράγει τα δικά της υψηλής προστιθέμενης αξίας αγαθά και τεχνολογίες, μειώνοντας έτσι την εξάρτησή της από ξένη πρόσοδο (π.χ. πληρωμές για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή κρίσιμες εισαγωγές).
Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί μια διαφορετική δομή οικονομίας. Η ανάπτυξη βασίζεται λιγότερο στη χρηματοδότηση κατανάλωσης και περισσότερο σε πραγματικές επενδύσεις κεφαλαίου. Η απασχόληση στη βιομηχανία και η τεχνολογική ικανότητα αποτελούν βασικούς πυλώνες της εθνικής ασφάλειας και της οικονομικής ανεξαρτησίας.
Με το χρηματιστικό ή με το Παραγωγικό μοντέλο ;
Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο μοντέλων δεν είναι απλώς μια οικονομική διαμάχη, αλλά μια θεμελιώδης σύγκρουση οικονομικών παραδειγμάτων. Η πραγματική οικονομική διένεξη του 21ου αιώνα δεν θα είναι μεταξύ «κεφαλαιοκρατίας» και «κομμουνισμού» στην αφηρημένη ιδεολογική της μορφή, αλλά μεταξύ του παραγωγικού μοντέλου και του μοντέλου της ανισότητας και της εκμετάλλευσης.
Από αυτή την οπτική γωνία, οι εμπορικοί πόλεμοι και οι τεχνολογικοί ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας είναι επιφανειακά συμπτώματα μιας βαθύτερης ρήξης. Οι ΗΠΑ, με το μοντέλο προσόδου και αρπαγής του πλούτου των κοινωνιών, ασκούν πίεση μέσω εμπάργκο, κυρώσεων και περιορισμών στην τεχνολογική μεταφορά, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τα προνόμια τους και να εμποδίσουν την Κίνα από την ανάληψη ηγεσίας σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπου τα κέρδη είναι υψηλά. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, ανταγωνίζεται με την ουσιαστική της ανάπτυξη, χτίζοντας φυσική υποδομή, βιομηχανική αλυσίδα και τεχνολογική αυτάρκεια.
Αυτή η σύγκρουση έχει συνέπειες και στην εσωτερική πολιτική. Η οικονομική πολιτική στις ΗΠΑ τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στην Κίνα, η πολιτική κατευθύνεται προς την υποστήριξη στρατηγικών βιομηχανιών, την καινοτομία και την καταπολέμηση της εμφάνισης «κατευθυνόμενων παιγνιδιών» στο χρηματιστήριο και στην αγορά ακινήτων ως απειλές για την παραγωγική σταθερότητα.
Πέρα από την ψευδαίσθηση…προς μια Παραγωγική Μετάβαση
Επιχειρήσαμε να απομυθοποιήσουμε τα σύγχρονα οικονομικά και όχι μόνον αφηγήματα. Η ψευδαίσθηση που περιβάλλει το αμερικανικό ΑΕΠ, που προκύπτει από τη σύγχυση παραγωγής και προσόδου, αποτελεί ένα επικίνδυνο φαινόμενο, που αποκρύπτει τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Αντιθέτως, η κινεζική έμφαση στην εκβιομηχάνιση και την τεχνολογική ανάπτυξη, με όλα τα δικά της προβλήματα, αντιπροσωπεύει μια σύγχρονη προσπάθεια να χτιστεί μια οικονομία βασισμένη στη δημιουργία πλούτου, στη δημιουργία αξίας και όχι στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση.
Το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής τάξης θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το ποιό από αυτά τα δύο μοντέλα θα αποδειχθεί πιο ανθεκτικό. Η πρόκληση για τις δυτικές οικονομίες δεν είναι απλώς να «ανταγωνιστούν» την Κίνα, αλλά να επανεκτιμήσουν τα δικά τους θεμελιώδη οικονομικά θεωρήματα.
Μια βιώσιμη μετάβαση απαιτεί μια επιστροφή στις πηγές της πολιτικής οικονομίας: μια διάκριση μεταξύ παραγωγικής δραστηριότητας και προσόδου, και μια απόφαση της πολιτικής στην υποστήριξη της πρώτης έναντι της δεύτερης.
*Ο Δημήτρης Σκουτέρης είναι πολιτικός αναλυτής, [email protected], https://www.facebook.com/dimitris.skouteris.94, @dim1956.bsky.social, @skouterisd, https://skouterisd.blogspot.com.
