Του Γ. Λακόπουλου
Η πολιτική είναι πόλεμος που γίνεται με λέξεις και οι λέξεις είναι σαν τις σφαίρες: όταν φεύγουν δεν γυρίζουν πίσω. Μένουν και σε ακολουθούν ισόβια –συνήθως όχι για καλό.
Το έμαθαν όσοι πολιτικοί πέταξαν μια κουβέντα αβασάνιστα -ενίοτε μεταξύ σοβαρού και αστείου- αλλά και όσοι έκαναν μια σκόπιμη, πλην ατυχή, παρέμβαση στη φορά των πραγμάτων.
Στην πρώτη κατηγορία, αν κάνουμε έναν πρόχειρο απολογισμό, θα βρούμε πολλούς. Π.χ. ο Ανδρέας Παπανδρέου που είπε κάποτε “εγώ απλώς προέδρευα”. Ο πατέρας Μητσοτάκης που δήλωσε “σε δέκα χρόνια ποιος θα θυμάται το Σκοπιανό”. Ο Σωτήρης Κουβέλας με το “ο ποιητής είναι λαπάς”. Ο Βύρων Πολύδωρας που ανακοίνωσε ότι “αντίπαλός του είναι στρατηγός άνεμος”.
Η Ντόρα Μπακογιάννη που είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ότι “μπορεί να ζήσει με εξήντα χιλιάδες δραχμές το μήνα”. Ο φοβερός Γ. Παπανδρέου με τα “λεφτά υπάρχουν”. Και βέβαια ο Κ. Σημίτης δεν θα βγάλει ποτέ από πάνω του το “ευχαριστώ την αμερικανική κυβέρνηση”.
Στη δεύτερη κατηγορία κυριαρχεί ο Αλέξης Τσίπρας. Ας αφήσουμε τα προεκλογικά “Άπαντα Τσίπρα” που δεν δικαιώθηκαν ποτέ- λίγο πολύ, όλοι έτσι κάνουν. Το θέμα είναι οι άστοχες δηλώσεις του ως Πρωθυπουργού. Δεν είναι ακριβώς δηλώσεις που διαψεύσθηκαν, αλλά παρεμβάσεις που δεν έπρεπε καν να γίνουν. Ή αφού έγιναν και τον ακύρωσαν κάποιος έπρεπε να πληρώσει -και δεν τον είδαμε.
Ας μείνουμε σε τρεις περιπτώσεις από τις πολλές:
-Τον περασμένο Σεπτέμβριο από τη Θεσσαλονίκη ο Πρωθυπουργός αποφάνθηκε προκαταβολικά για την επικείμενη τότε απόφαση του ΣΤΕ για τις τηλεοπτικές άδειες, σχεδόν …απαγορεύοντας στους δικαστές να κρίνουν διαφορετικά. “Είναι αδιανόητη άλλη απόφαση” είπε.
Αδιανόητο ήταν ότι το είπε. Όχι γιατί δεν είναι θεσμικά ανεκτό ο Πρωθυπουργός να προαναγγέλλει αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Αυτά τα έκανε μόνο ο μεγάλος Μητσοτάκης από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης. Αλλά και γιατί και έναν πρωτοετή της Νομικής να είχε ρωτήσει θα του έλεγε ότι υπήρχε νομολογία του ΣΤΕ επί του θέματος και δεν μπορούσε να κάνει πίσω από αυτή.
Δεν ξέρουμε ποιον ρώτησε. Πάντως είναι προφανές ότι κάποιος του εισηγήθηκε αυτή την παρέμβαση, επειδή θεωρούσε δεδομένη την απόφαση. Μετά την τραγωδία που ακολούθησε κανείς δεν πλήρωσε γι αυτό, εκτός αν πληρωμή ήταν η περιθωριοποίηση του Νίκου Παππά. Οι δυο νομικοί που είχαν εμπλοκή, πάντως, βρίσκονται στη θέση τους.
-Η δεύτερη περίπτωση ήταν μια παρέμβαση στη Βουλή με την οποία ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι η αξιολόγηση θα κλείσει στις 5 Δεκεμβρίου. Δεν πιθανολόγησε, ούτε εξέφρασε ευχή. Δεν κράτησε καμία πισινή. Ευθέως και κατηγορηματικά το προανήγγειλε. Και δεν έπεσε απλώς έξω. Συμπαρέσυρε ολόκληρη την κυβερνητική στρατηγική- αν υπήρχε.
Το αποτέλεσμα το ξέρουμε. Η αξιολόγηση ακόμη σέρνεται, για όποιον λόγο και αν συμβαίνει αυτό. Δεν μάθαμε όμως να ζητήθηκαν εξηγήσεις από όποιον τον εφοδίασε με τη διαβεβαίωση ότι θα κλείσει, πριν πάρει το λόγο στο Κοινοβούλιο.
-Η τρίτη περίπτωση είναι το φιάσκο με την ανάπτυξη. Κατ’ επανάληψη ο Πρωθυπουργός ανέφερε ότι το 2016 έκλεισε με θετικό πρόσημο. Η μοίρα του έπαιξε το παιχνίδι να το ξαναπεί στο υπουργικό συμβούλιο, την ίδια ώρα που η Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι το τελευταίο τρίμηνο του έτους ήταν δραματικό και εν συνεχεία ότι το 2016 συνολικά σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη κινήθηκε στο μηδέν.
Πάλι δεν υπάρχουν πληροφορίες αν ζητήθηκαν εξηγήσεις, εκτός αν συνδεθεί, με την πρωθυπουργική γκάφα, η φιλολογία για την ψυχρότητα με τον Τσακαλώτο -που προαναγγέλλει την απομάκρυνσή του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Αλέξης Τσίπρας πολύ συχνά δείχνει μια ασύγγνωστη αμέλεια στην προετοιμασία των δημοσίων παρεμβάσεων του. Από τη μια υπάρχει η ασυναγώνιστη σκηνική παρουσία του, που τον κρατάει στον αφρό ακόμη. Από την άλλη όμως πολύ συχνά βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και αυτό τον βγάζει κατ’ ουσίαν εκτός πολιτικής και τον τραβάει στο βυθό .
Δεν έχει σημασία αν είναι προσωπική σπουδή ή πολιτική επιπολαιότητα, ακόμη και άγνοια, η υποτίμηση των συμφραζόμενων σε κάθε θέμα. Ούτε αν τον παρασύρει κάποιος από το περιβάλλον του. Αυτό που μετράει είναι ότι αποδεικνύεται ανακόλουθος, διαψεύδεται από την πραγματικότητα και τελικά διασύρεται. Κάθε φορά οι αντίπαλοί του κάνουν πάρτι και ο ίδιος γίνεται χλεύη των ηττημένων.
Στην πολιτική πρέπει να υπολογίζει κανείς με απόλυτη ακρίβεια αλλά και με ψυχρή λογική τη φρασεολογία του. Ενίοτε παραμερίζοντας προσωπικές επιθυμίες, συναισθηματισμούς και σκοπιμότητες. Μια λάθος διατύπωση, σε μια λάθος στιγμή, μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την δημόσια παρουσία ενός πολιτικού.
Ο Αλέξης Τσίπρας το παθαίνει πολύ συχνά από όσο επιτρέπεται για έναν πρωθυπουργό. Ίσως βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα από ένα περιστατικό που αφορά ένας από τους προκατόχους του:
Το 2008 ο Κ. Καραμανλής ήταν πανίσχυρος παρά την ισχνή πλειοψηφία του στη Βουλή και τον ανήθικο πόλεμο που δεχόταν από τη διαπλοκή. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση του έδειχνε να κολλάει σε πολλά θέματα, το προσωπικό πολιτικό και ηθικό εκτόπισμα ήταν αρκετό για να τον καθιστά κυρίαρχο του παιχνιδιού. Το απόθεμα πολιτικής επιρροής σε προσωπικό επίπεδο του εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων καθώς τον καθιστούσε αποδεκτό και πέραν του κόμματος του.
Αυτό το απόθεμα χάθηκε με μια στιγμή. Στη συνέντευξη της ΔΕΘ ρωτήθηκε για μια ατυχή δήλωση ενός υπουργού του. Αν σταματούσε κανείς το χρόνο και έκανε μια δημοσκόπηση, θα πρoέκυπτε ότι σχεδόν ομόφωνα η κοινή γνώμη θα ανέμενε ότι θα τον καρατομήσει επί τόπου- όπως είχε κάνει το 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Σημίτη από το ίδιο βήμα.
Ο Καραμανλής δεν το έκανε. Είτε για λόγους αρχής εμπιστεύθηκε τον υπουργό του, είτε για λόγους συναισθηματικούς, είτε γιατί δεν πείσθηκε για ένα παράπτωμα για το οποίο όμως είχε πεισθεί η κοινή γνώμη, υπό τον μιντιακό βομβαρδισμό. Δεν ήταν άλλωστε από τους πολιτικούς που πήγαινε με το ρεύμα των δημοσκόπων. Αλλά η αντίδραση του εκείνη τη στιγμή τον ζημίωσε, γιατί ήλθε σε αντίθεση με τη συλλογική προσδοκία. Άλλο περίμεναν με βάση το προφίλ του και τους απογοήτευσε.
Αν ο Τσίπρας σήμερα μπορεί να καταλάβει “τι ο μύθος δηλοί” θα καταφέρει να αντιμετωπίσει καλύτερα τον εαυτό του -που τον εκθέτει διαρκώς έναντι της πραγματικότητας.