Πολλοί αρχηγοί χωρίς στρατό, οι φτωχοί προτιμούν τον Βελόπουλο κι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζει κανένα: Το τρένο της “μεγάλης δημοκρατικής παράταξης” κάπου εκτροχιάστηκε και θα αργήσει πολύ ακόμα

Του Νίκου Λακόπουλου

Με τις παράλληλες εκλογές στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ- πλέον με αυτή τη σειρά- καμμιά δεκαριά υποψήφιοι πρωθυπουργοί υπόσχονται πώς θα νικήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και θα οδηγήσουν το κόμμα τους στην κυβέρνηση προβάλλοντας κυρίως τον εαυτό τους και πολύ συχνά τα… παιδικά τους χρόνια.

Το πρόσωπο των ημερών είναι βέβαια ο Στέφανος Κασσελάκης που αν και δεν έχει πια άλλη ιδιότητα από αυτή του πολίτη επισκέφτηκε το αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα και ανακοίνωσε τι θα κάνει ως κυβέρνηση, αν και το κόμμα του φαίνεται πως διαλύεται και είναι πια πέμπτο κόμμα με ποσοστά 7-9% -πριν την διάσπαση.

Αν ο Κασσελάκης επανεκλεγεί δύσκολα το κόμμα θα παραμείνει ενωμένο. Αν δεν εκλεγεί τότε σίγουρα δεν θα μείνει και σε κάθε περίπτωση οι δυο-τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες που βρίσκονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αποφασίσουν σε ποιο κόμμα ανήκουν.

Με την συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. και την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα ένας ιστορικός κύκλος που άρχισε το 2012 έκλεισε και ο αγώνας γίνεται βασικά για τα υπάρχοντα του νεκρού, τη σφραγίδα, τα γραφεία, την κρατική επιχορήγηση.

Το ερώτημα είναι αν αυτό το κόμμα που γιγαντώθηκε με αρχηγό τον Αλέξη Τσίπρα, όταν ήταν ακόμα ο “Αλέξης” και την κυβερνητική προοπτική, μπορεί να υπάρχει με αρχηγό τον Στέφανο Κασσελάκη ή τον Σωκράτη Φάμελλο -πιθανόν ως ένα σχήμα για ένα άλλο πολιτικό φορέα που πλανάται πάνω από την δημοκρατική παράταξη.

Το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ και η αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ

«Η νέα πολιτική σύνθεση, αναγκαία όσο ποτέ, που ως ανάγκη προκύπτει στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας, θα χρειαστεί αρκετό χρόνο, αν οι άνθρωποι, οι πολιτικοί πρωταγωνιστές των δύο χώρων αντέξουν την πρόκληση της πανηγυρικής αυτοκατάλυσης των δύο εξαντλημένων κομματικών χώρων, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ» εκτιμά ο Λευτέρης Κουσούλης με συνέντευξη στο Dnews.

Τα βλέμματα όλων στρέφονται στις εκλογές του ΠΑΣΟΚ κυρίως στην συμμετοχή των ψηφοφόρων με τη βεβαιότητα πως είτε επανεκλεγεί ο Νίκος Ανδρουλάκης -με το 60% των ψηφοφόρων να επιθυμούν την αλλαγή ηγεσίας- είτε ο Χάρης Δούκας ή κάποιος άλλος ή άλλη, δεν θα εκφράζει παρά μόνο το ένα τρίτο ενός κόμματος που δεν θυμάται το παρελθόν του και έχει πρόβλημα ταυτότητας.

Αν κρίνουμε από το debate των υποψήφιων αρχηγών του ΠΑΣΟΚ το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα μόνο ηγεσίας, αλλά και πολιτικής ταυτότητας και στρατηγικής ενός (;) κόμματος που δεν διαφέρει πολύ από από τους αντιπάλους του και τελικά η πολιτική του “αυτονομία” το εμποδίζει να επιλέξει συμμάχους με μια “κεντρώα” ταυτότητα μιας Κεντροαριστεράς χωρίς Αριστερά.

Όπως έχει ξανασυμβεί οι εκλογές του ΠΑΣΟΚ θα προσελκύσουν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων που θα αποχωρήσουν όταν δεν εκλεγεί ο υποψήφιος που υποστηρίζουν και θα στραφούν αριστερά ή δεξιά σαν πολιτικοί νομάδες που κινούνται από πολύ καιρό ανάμεσα σε δύο ή τρία κόμματα.

Από τη στιγμή που έγινε σαφές πως η «στρατηγική της απλής αναλογικής» ήταν αβάσιμη ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να είναι κόμμα εξουσίας και κατέρρευσε όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ: αν ένα κόμμα δεν μπορεί να προσφέρει σε όσους το ακολουθούν την εξουσία μπορεί να βρεθεί από το 48% στο 4% μέσα σε ένα-δύο εκλογικούς γύρους.

Τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν φτάνουν ούτε το 25%.

Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ωστόσο δεν έδωσε στη Νέα Δημοκρατία πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και αριθμό ψήφων, ούτε στο ΠΑΣΟΚ το ισχυρό διψήφιο ποσοστό που ζητούσε. Η Αριστερά και -μέσα ή έξω από αυτήν- η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούν ιδέες του προπερασμένου αιώνα σε κατάσταση λήθαργου που επιτρέπει στη -Νέα ή Παλιά- Δεξιά να εμφανίζεται ως πρωτοπορία με λύσεις που έρχεται από το μέλλον.

Τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μαζί που άλλοτε πλησίαζαν το 40% τώρα πια δεν φτάνουν ούτε το 25%. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και αν θα μπορούσαν ποτέ να συνεργασθούν ή αν το ένα κατασπαράξει το άλλο δεν έχουν καμμιά ελπίδα να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Η διάσπαση της «δημοκρατικής παράταξης» επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να ξαναγίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση -πράγμα αδιανόητο πριν από δύο χρόνια. Ο «ακροδεξιός νεοφιλελεύθερος» της «σκληρής δεξιάς’ απέσπασε ένα σημαντικό ποσοστό από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο εκείνος αναζητούσε την ταυτότητά του.

Ο Αλέξης Τσίπρας ξιφομαχούσε με κάποιον που τελικά δεν υπήρχε ή δεν ήταν αυτός που νόμιζε και ο Μητσοτάκης έφτασε στα τείχη της Κεντροαριστεράς κι αναπλήρωσε ψήφους που έχανε από τα δεξιά του. Φεύγοντας είπε πως “πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ που θα διαβάσει τις νέες προκλήσεις της εποχής και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες”.

Αυτός ο “νέος ΣΥΡΙΖΑ’, πιθανόν ένα νέο λαϊκό κι αριστερό κόμμα να είναι το ζητούμενο μετά τις εκλογές σε δύο κόμματα που πέθαναν, αλλά μένουν άταφα με την ελπίδα της ανάστασης, της ανασύνθεσης ή της αναγέννησης -της επιστροφής στο παρελθόν.

“Ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίσαμε δεν υπάρχει πλέον και δεν νοείται ανασύστασή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν της κρίσης , αυτό είναι το κλειδί της κατανόησης της εξέλιξής του. Της μοιραίας εξέλιξής του. Η ουσία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον εκφράζουν ιδεολογικοπολιτικά τα παλαιά στελέχη του, δεν έχει πλέον τίποτα να προσφέρει, η πολιτική αυτή δύναμη, πολιτικό φαινόμενο πραγματικό, εξαντλήθηκε. Η περίοδος του κ. Κασσελάκη το επιβεβαιώνει. Όποια και αν είναι η πορεία, ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλεί με το τέλος του” θα πει ο Λευτέρης Κουσούλης.

Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες απαντήσεις

Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες πολιτικές και νέα πολιτικά κόμματα με νέες ιδέες και νέα πρόσωπα καθώς δεν ηττήθηκε η στρατηγική, ούτε η τακτική ενός κόμματος: η ήττα της δημοκρατικής παράταξης και βασικά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτική και ιδεολογική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αλλάξει αν βρει ένα λογότυπο και βάλει πράσινο φόντο στις αφίσες του ή προσθέσει κι άλλες λέξεις στον μακρόσυρτο τίτλο του. Δεν παίρνει αναπαλαίωση, ούτε ξαναχτίζεται με υλικά κατεδάφισης.

Η Ελλάδα -και η Αριστερά- χρειάζεται ένα νέο πολιτικό φορέα που δεν θα επιχειρεί να δικαιώσει το παρελθόν, αλλά να σχεδιάσει το μέλλον. Όχι λίγο αριστερό και λίγο κεντροαριστερό με δεξιές ανταύγειες και πάντα σάλτσα οικολογίας που θα το παγιδεύσουν σε μια πολιτική ομοιομορφία που ευνοεί πάντα μια ανανεωμένη δεξιά που λατρεύει το «Κέντρο».

Με αυτοαναφορικό, ξύλινο και κενό πολιτικό λόγο έχουμε στις εκλογές ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αρκετούς έτοιμους πρωθυπουργούς -που ωστόσο δεν έχουν κυβερνητικό κόμμα -και δεν έχουν πλειοψηφία ούτε στο κόμμα τους. Με φόντο την άνοδο της Ακροδεξιάς στις επόμενες εκλογές θα κατέβουν πολιτικά κόμματα με ομοιόμορφα προγράμματα με τον φόβο μην χαρακτηρισθούν αριστερά. Κι ο χώρος της ακρο-παλαιο-δεξιάς μπορεί να είναι ήδη πρώτη πολιτική δύναμη.

Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι κοινοβουλευτικά κυρίαρχη, αλλά εκπροσωπεί μια μειοψηφία που δεν θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη συνεργασία ίσως όχι ενός, αλλά δύο άλλων κομμάτων. Η πρωτοφανής αποχή στις ευρωεκλογές οδηγεί σε ένα πολιτικό σύστημα με πολλούς “ηγέτες”, αλλά κανένα ισχυρό κόμμα όπου η πολιτική αποδυναμώνεται και η οικονομική ολιγαρχία που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να επιλέγει ως πρωθυπουργό τον “καταλληλότερο” για τα συμφέροντά της.

Το τέλος της κρίσης διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό σκηνικό, όπου δεν έχουν θέση άταφα νεκρά της μεταπολίτευσης. Από αυτή την πλευρά όσοι στριμώχνονται για την διαθήκη της 3ης Σεπτέμβρη, σε εκδηλώσεις που μοιάζουν με κηδείες, μάλλον έχουν χάσει το τρένο.

Η εκλογική εμπειρία στην Ελλάδα δείχνει πως ένα μικρό κόμμα ή μεγαλώνει και παίρνει την κυβέρνηση ή εξαφανίζεται. Η ασάφεια, η αόριστη «ενότητα» και η πολιτική «ουδετερότητα» δεν οδηγεί στην εξουσία. Χρειάζεται ένα κόμμα με ιδεολογία, με σαφήνεια και βέβαια έναν ηγέτη που να υπερβαίνει τα στενά του όρια του κόμματος, να προκαλεί τομές και ρήξεις- νάρχεται από μέλλον -εκτός από το να χαμογελάει και να κουνάει τα χέρια σα μαριονέτα ή να μας δείχνει ως πρόταση το άλμπουμ με παιδικές φωτογραφίες.

Το φάντασμα ενός νέου πολιτικού φορέα πλανιέται πάνω από την πολιτική ζωή με νέες ιδέες και νέο όραμα καθώς το τρένο της “μεγάλης δημοκρατικής παράταξης” κάπου εκτροχιάστηκε και θα αργήσει πολύ ακόμα. Φαίνεται πως η Ιστορία είναι όπως πάντα εκεί, αλλά κανένας δεν έχει ραντεβού μαζί της.