Της Roula Khalaf (*)
Ήταν Απρίλιος του 2017 και ο πλανήτης είχε πληροφορηθεί με φρίκη για μια χημική επίθεση στην πόλη Χαν Σεϊχούν της βορειοδυτικής Συρίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ, συγκινημένος από τις εικόνες των ετοιμοθάνατων παιδιών, δήλωσε ότι παρά την αντίθεσή του στην αμερικανική ανάμιξη στους μεσανατολικούς πολέμους, οι «αποτρόπαιες αυτές πράξεις του καθεστώτος Ασαντ δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους συμμάχους τους, καταδικάζουν αυτή τη φρικτή επίθεση, τόνισε. Και ο ίδιος είναι ευέλικτος.
Ύστερα από λίγες ημέρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτόξευσαν πυραύλους Κρουζ εναντίον μιας συριακής στρατιωτικής βάσης. Ο Ασαντ είναι τέρας, δήλωσε ο πρόεδρος Τραμπ.
Το ίδιο αυτό τέρας επωφελείται τώρα από μια άλλη πράξη ευελιξίας του Τραμπ. Την περασμένη εβδομάδα, υπακούοντας στο ένστικτό του και χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, ο AΑμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να αποσύρει τη μικρή αμερικανική δύναμη από τη Συρία, δίνοντας το πράσινο φως στην Τουρκία να εξαπολύσει επίθεση εναντίον των Kούρδων συμμάχων των ΗΠΑ. Οι τελευταίοι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στην καταστροφή και την επιβίωση. Για να επιβιώσουν, κάλεσαν τις δυνάμεις του Ασαντ στον Βορρά για να τους προστατεύσουν από την Τουρκία.
Η προδοσία των Κούρδων μαχητών είναι ανάλογης σημασίας με το περίφημο φιάσκο της «κόκκινης γραμμής» του Μπαράκ Ομπάμα. Πρόκειται για την απόφαση που έλαβε το 2013 να μην τιμωρήσει τον Ασαντ για τη χρήση χημικών όπλων. Η ειρωνεία είναι ότι ο Τραμπ έπληξε τη Συρία τέσσερα χρόνια αργότερα για να δείξει ότι είναι πιο τολμηρός από τον προκάτοχό του.
Ο Τραμπ δεν κάνει πάντα λάθος στις εκτιμήσεις του. Ούτε κι ο Ομπάμα. Οι Αμερικανοί έχουν κουραστεί από τους ατελείωτους πολέμους στη Μέση Ανατολή και οι πιθανότητες μιας συμφιλίωσης στη Συρία είναι ελάχιστες. Το να επιτρέπεις όμως στις συγκρούσεις να φουντώνουν δεν αποτελεί κι αυτό επιλογή. Οι αποσύρσεις στρατευμάτων, όταν είναι αναγκαίες, μπορούν κι αυτές να γίνονται με τρόπο που να προστατεύονται οι σύμμαχοι και να αποτρέπεται το χάος. Ο Τραμπ, όμως, κάνει το ίδιο λάθος με τον Ομπάμα, δημιουργώντας ένα κενό που θα καλυφθεί από εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στην περίπτωση του Ομπάμα, ο δισταγμός των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Συρία συνέβαλε στη γέννηση του Isis. Τώρα, ο Τραμπ θέτει σε κίνδυνο την επιτυχία της εκστρατείας εναντίον της τρομοκρατικής οργάνωσης και ανοίγει τον δρόμο για την επανεγκαθίδρυση του βίαιου καθεστώτος Ασαντ στις περιοχές που ελέγχονται από τους Κούρδους.
Υπάρχουν κι άλλες επιπτώσεις που ο Τραμπ μάλλον δεν είχε σκεφτεί. Όταν κερδίζει ο Ασαντ, κερδίζει και το Ιράν. Το τελευταίο είναι το μόνο κράτος που ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί συστηματικά να υπονομεύσει. Η πολιτική της «μέγιστης πίεσης», όμως, φαίνεται να τελειώνει στα σύνορα με τη Συρία.
Από το χάος που προκάλεσε ο Τραμπ βγαίνει κερδισμένη και η Ρωσία. Εκείνη διαπραγματεύθηκε τη συμφωνία του καθεστώτος της Δαμασκού με τους Κούρδους. Ο Τραμπ μπορεί να θαυμάζει τον Πούτιν, αλλά η επίσημη αμερικανική πολιτική δεν περιλαμβάνει την ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε προβλέψει επίσης την αναδυόμενη νέα κρίση μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Αφού έδωσε στον Ερντογάν το πράσινο φως να επιτεθεί, βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργή των ρεπουμπλικανών συμμάχων του στο Κονγκρέσο. Η απάντησή του ήταν να επιβάλει κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματούχους και να απειλήσει με διπλασιασμό των δασμών στις εξαγωγές χάλυβα.
Καθώς ξετυλίγεται αυτή η καταστροφή για την οποία ευθύνεται ο ίδιος, ο Τραμπ ανακαλύπτει την αξία της αμερικανικής ισχύος: Μια μικρή δύναμη 1.000 Αμερικανών στρατιωτών εξασφάλιζε την ειρήνη στη βορειοανατολική Συρία και προστάτευε τους Κούρδους μαχητές που έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην εξουδετέρωση του Isis. Αυτή είναι η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών όταν αποφασίζουν να την ασκήσουν. Και αυτή είναι η καταστροφή που προκαλείται όταν κάνουν πίσω.
(*) Η Ρούλα Χάλαφ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times -ΑΠΕ ΜΠΕ)