Του Γ. Λακόπουλου
Το έλεγαν παλιότερα ενόψει ανασχηματισμών: το θέμα δεν ποιοι θα βγουν, αλλά ποιοι θα μπουν. Ισχύει και για τον Αλέξη Τσίπρα. Απλώς ο σημερινός πρωθυπουργός διαθέτει ένα προνόμιο που δεν είχε σχεδόν κανείς άλλος προκάτοχος του, πλην του Κωνσταντίνου Καραμανλή: δεν υπάρχει εσωκομματικός αντίπαλος. Συνεπώς δεν είναι υποχρεωμένος να σχηματίσει κυβέρνηση με ομοσπονδιακή λογική -που στην περίπτωση Σημίτη είχαν φτάσει ως ομολογημένες ποσοστώσεις.
Έτσι κι αλλιώς ως φορέας της λαϊκής εντολής ο πρωθυπουργός μπορεί να βάλει και να βγάλει όποιους θέλει. Η διαμόρφωση του υπουργικού συμβουλίου αποτελεί απόλυτο προνόμιό του: υπουργός γίνεται όποιος έχει την εμπιστοσύνη του. Όταν τη χάνει φεύγει. Ο ίδιος κρίνεται στο τέλος. Ως τότε οι επιλογές του σε πρόσωπα δεν υπόκεινται σε κανέναν έξωθεν περιορισμό.
Στις σημερινές συνθήκες ο Αλέξης Τσίπρας λοιπόν έχει μπροστά του το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: θα διαχειριστεί το τέλος του Μνημονίου και θα διενεργήσει τις εκλογές. Από αυτή την άποψη πρέπει να είναι κυβέρνηση που θα διασφαλίζει αποτελεσματικότητα και ταυτόχρονα θα καλύπτει την ανάγκη για διεύρυνση. Υπάρχει και μια τρίτη παράμετρος που αφορά τον Καμμένο, αλλά αυτή μένει στο ψυγείο ως την προκήρυξη των εκλογών.
Είναι φανερό ότι το σημερινό υπουργικό συμβούλιο χρειάζεται «ξεσκαρτάρισμα» ευρείας κλίμακας. Υπάρχει μια μακρά λίστα υπουργών που θα δυσκολευτούν να πείσουν για την ανάγκη της περαιτέρω παρουσίας τους στο κυβερνητικό σχήμα, με κριτήρια απόδοσης έργου και αποδοχής από την κοινή γνώμη: Κουρουπλής, Σκουρλέτης, Σταθάκης, Φλαμπουράρης, Γαβρόγλου, Πολάκης, Παπαδημητρίου, Σταθάκης, Κατρούγκαλος, Τόσκας, Κονιόρδου, Αποστόλου, Μπαλάφας, Μουζάλας και άλλοι έχουν καταστεί σε μεγάλο βαθμό αναλώσιμοι. Σχεδόν το μισό υπουργικό συμβούλιο. Σε ένα άλλο κύκλο βρίσκονται υπουργοί που θα ήταν καλύτερα να μετακινηθούν: Παππάς, Ξανθός, Κοντονής, Δραγασάκης, Βίτσας, Σπίρτζης.
Υπάρχει μια μακρά λίστα υπουργών που θα δυσκολευτούν να πείσουν για την ανάγκη της περαιτέρω παρουσίας τους στο κυβερνητικό σχήμα
Εκ παραλλήλου υπάρχει στην κυβέρνηση μια νέα γενιά στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τους οποίους ο Τσίπρας πήρε ρίσκο όταν τους υπουργοποίησε τον Νοέμβριο του 2016, αλλά τον δικαίωσαν, οπότε ευλόγως θα παραμείνουν -μαζί με όσους θεωρούνται αμετακίνητοι για άλλους λόγους- ή θα αναβαθμιστούν: Γεροβασίλη, Ατχσιόγλου, Χουλιαρακης, Λιάκος, Χαρίτσης, Τζανακόπουλος, Βασιλειάδης, Πιτσιόρλας, Φάμελος. Μια μικρή ομάδα υπουργοποιήσιμων προέρχεται επίσης από την Κοινοβουλευτική ομάδα.
Ωστόσο το μεγάλο στοίχημα του Τσίπρα δεν είναι να ανακατέψει την κομματική τράπουλα, αλλά να διευρύνει την πολιτική βάση της κυβέρνησής του. Για το είδος της διεύρυνσης υπάρχουν αποκλίνουσες εκτιμήσεις που αρχίζουν από την υπουργοποίηση κάποιων στελεχών του «ανδρεοπαπανδρεικού» ΠΑΣΟΚ και φτάνουν ως την αναζήτηση προσώπων από τον συντηρητικό χώρο.
Ωστόσο καμία διεύρυνση δεν ωφελεί αν δεν είναι σε θέση καταρχήν να ταράξει τα νερά και στη συνέχεια να αποδώσει προστιθέμενο έργο, από την δραστηριότητα όσων εκτός ΣΥΡΙΖΑ θα κληθούν να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες.
Πχ η πρόσκληση στη Γιάννα Αγγελοπούλου να αναλάβει χαρτοφυλάκιο με αποκλειστικό αντικείμενο την αναζήτηση επενδυτών στον διεθνή χώρο -αποκαθιστώντας και την αδικία που έκανε σε βάρος της- θα ήταν μεγάλη κίνηση.
Το μεγάλο στοίχημα του Τσίπρα δεν είναι να ανακατέψει την κομματική τράπουλα, αλλά να διευρύνει την πολιτική βάση της κυβέρνησής του
Πέραν αυτού υπάρχει ένα ευρύ τόξο προσώπων στα οποία θα μπορούσε να απευθυνθεί ο πρωθυπουργός, υπολογίζοντας βάσιμα στην αποδοχή της «επιστράτευση τους» για διαφορετικούς λόγους από τον καθένα. Ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Ηλίας Μόσιαλος , ο Γιάννης Πανούσης, ο Πέτρος Ευθυμίου κ.α. μπορούν να προσωποποιήσουν την επέκταση στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και μαζί με εν ενεργεία βουλευτές, όπως ο Σπύρος Δανέλης από το Ποτάμι που διαλύεται, θα άλλαζαν ριζικά το μοντέλο διακυβέρνησης.
Η πολιτική διεύρυνση που θα αποτυπωθεί στη νέα σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου θα πρέπει να γίνει με κριτήριο την ενίσχυση της εκτίμησης ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς εκπροσωπείται σήμερα κυρίως από τον Αλέξη Τσίπρα, όπως έχουν διατυπώσει προβεβλημένοι διανοούμενοι όπως ο Νίκος Μουζέλης και ο Γιάννης Πανούσης. Η ίδια εκτίμηση εδραιώνεται και στον χώρο της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ασκεί πίεση στις δυνάμεις που έχουν εναπομείνει στο ΠΑΣΟΚ να εγκαταλείψουν τις ιδέες σύγκλισης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να συντονιστούν με την ευρύτερη Δημοκρατική παράταξη στις εκλογές για την παράταση της προοδευτικής διακυβέρνησης.