Του Alexander Mordoudack
Σε 25 μέρες, η Τουρκία θα βρεθεί στις κάλπες, και πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα αντιμετωπίσει μια σημαντική έκπληξη, καθώς φαίνεται ολοένα και πιθανότερο να κερδίσει μεν ο ίδιος την προεδρία, αλλά να κερδίσουν και οι αντίπαλοί του την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Οι πλέον πρόσφατες προεκλογικές κινήσεις του Τούρκου προέδρου κινούνται γύρω από την οικονομία, και επαναλαμβάνουν ένα μήνυμα που τον έχει βοηθήσει στο παρελθόν, αλλά πλέον καλείται να αντιμετωπίσει μια διαφορετική πραγματικότητα. Σε μακροσκελή του ανάλυση, το Foreign Policy σχολίαζε πριν λίγες ημέρες πως η οικονομική πολιτική του Ερντογάν τον έχει τοποθετήσει σε τροχιά σύγκρουσης με την οικονομική θεωρία και ιστορία. Κατηγορώντας τα υψηλά επιτόκια και διεθνείς παράγοντες για τις όποιες οικονομικές προκλήσεις αντιμετωπίζει η χώρα του, ο ηγέτης του τουρκικού κράτους προσπάθησε να καθησυχάσει τους επενδυτές, υποστηρίζοντας πως η τουρκική οικονομία είναι σταθερή.
Το μήνυμά του, όμως, υπονομεύτηκε από τον ίδιο, όταν αποφάσισε να κατηγορήσει την Κεντρική Τράπεζα της χώρας του, η οποία είχε αυξήσει τα επιτόκια στην Τουρκία. Αμφισβητώντας την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, και υποστηρίζοντας ουσιαστικά πως η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη που η Τουρκία γνώρισε τη δεκαετία του 2000 θα μπορούσε να επαναληφθεί παρά τις αυστηρές και ισχυρές πολιτικές παρεμβάσεις, καθώς και τα σύγχρονα οικονομικά μεγέθη της, ο Ερντογάν προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στους οικονομικούς κύκλους.
Συγχρόνως, βέβαια, η τουρκική κυβέρνηση παραδέχεται την ανάγκη ξένων επενδύσεων -απλώς θεωρεί πως οι επενδυτές δεν έχουν εναλλακτικές επιλογές, επειδή έχουν ξοδέψει πολλά χρήματα στην Τουρκία, και δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τις επενδύσεις τους, όποια και αν είναι η πολιτική κατάσταση. Όπως ενδεικτικά παρατηρεί ο Σελίμ Σαζάκ, ο οποίος συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Ντέλμα του Άμπου Ντάμπι, «ο Ερντογάν φαίνεται να πιστεύει πως οι βιομηχανικά προηγμένες δημοκρατίες και η απληστία τους τον προστατεύουν από κάθε είδους έκθεση».
Αυτή είναι μια προστασία που προφανώς δεν εκτείνεται σε όλους στην Τουρκία, όπου η μεσαία τάξη, τυπικά περισσότερο κοσμική και αστική -και άρα πλέον απομακρυσμένη από την εκλογική βάση του κυβερνώντος AKP, υπερφορολογείται στο πλαίσιο μιας τακτικής που ο Σαζάκ χαρακτηρίζει ενός είδους «Ρομπέν των Δασών»: «Παίρνε από τους εχθρούς σου και δίνε τα στους φίλους σου» -τους φτωχούς και τους πλούσιους που οφελούνται από τη
φορολογική πολιτική του Ερντογάν. Τελευταίος άξονας της τουρκικής οικονομίας υπό τον Ερντογάν είναι η μόχλευση κρατικού πλούτου για τη χρηματοδότηση διάφορων προγραμμάτων, παρά το γεγονός ότι ο κρατικός πλούτος στην Τουρκία δεν βασίζεται στις παραδοσιακές βάσεις ενός πλούσιου σε ενεργειακά αποθέματα υπεδάφους, ή σε κάποιο πλεόνασμα συναλλάγματος.
Ακόμα και έτσι, ο Ερντογάν δεν φαίνεται να βρίσκει τον στόχο του. Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίζεται από δημοσκοπήσεις που δείχνουν την εκλογή του προέδρου να απαιτεί δεύτερο γύρο ψηφοφορίας, και το κοινοβούλιο της χώρας να περνά στην αντιπολίτευση. Όπως σχολιάζει το ινστιτούτο Brookings, τα οικονομικά ζητήματα και ο τρόπος που τα προσεγγίζει ο Ερντογάν συνδυάζονται με ένα πολυκομματικό αντιπολιτευτικό μέτωπο που κατεβαίνει στις εκλογές πολυπρόσωπο, αλλά έχει κατ’επανάληψη τονίσει πως θα συνασπιστεί στο πρόσωπο όποιου υποψηφίου βρεθεί αντιμέτωπος με τον νυν πρόεδρο της Τουρκίας στον δεύτερο γύρο των εκλογών.
Παρ’ότι η αντιμετώπιση ενός τέτοιου συνασπισμού δυνάμεων ήταν ο κατεξοχήν στόχος της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, το αντιπολιτευτικό μένος έδειξε τα δόντια του όταν το κόμμα των Δημοκρατών Πολιτών, το οποίο υποστηρίζει την υποψηφιότητα του Μουχαρέμ Ιντζέ για την τουρκική προεδρία, έδωσε την ευκαιρία στο κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ, η οποία και αντιπροσωπεύει τη μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Ταγίπ Ερντογάν από τα δεξιά του, να κατέβει στις εκλογές. Σύμφωνα με τον νόμο, το κόμμα της δεν διέθετε την απαραίτητη κοινοβουλευτική δύναμη για κάθοδο στις εκλογές, όμως το κόμμα του Ιντζέ επέτρεψε τη μετεγγραφή 15 δικών του βουλευτών προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες.
Πηγή: ΕΡΤ