
Του Απόστολου Λουλουδάκη
Υπάρχουν στιγμές όπου η εξουσία αισθάνεται την ανάγκη να επανεφεύρει τον εαυτό της μέσα από τη μορφή. Να μην μιλήσει, αλλά να φανεί. Το νέο πρόσωπο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι ακριβώς αυτό: μια πράξη καθαρής σημειολογίας, ένα γυάλινο θαύμα που δηλώνει διαφάνεια, αλλά υπόσχεται επιβολή. Δεν είναι απλώς μια πρόσοψη· είναι μια εικόνα του κράτους για τον εαυτό του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Νίκος Δένδιας εγκαινίασαν το έργο με τη σοβαρότητα ιερέων σε τελετή. Το σκηνικό προσεκτικά φωτισμένο, οι κάμερες στημένες με γεωμετρική ακρίβεια, το φως του απογεύματος να αγκαλιάζει τις γυάλινες στήλες. Οι επίσημοι στέκονταν μπροστά στην εγκατάσταση όπως οι βασιλιάδες που, στις παλιές φωτογραφίες, επιβιβάζονταν στο πλοίο τους με μια γαλήνια επίγνωση της ματαιότητας. Κανείς δεν ξέρει αν εγκαινιάστηκε ένα υπουργείο ή ένα μουσείο.
Η νέα πρόσοψη, έργο του Κωνσταντίνου Βαρώτσου, μοιάζει να προέρχεται από την ίδια φαντασία που γέννησε το μουσείο του Μπιλμπάο. Στήλες γυάλινες, ύψους έξι μέτρων, διαπερνώνται από το φως και καθρεφτίζουν τον ουρανό. Είναι όμορφες, σχεδόν θρησκευτικές. Όμως το φως τους δεν φωτίζει κάτι – απλώς αντανακλά. Το Πεντάγωνο, παλιό νοσοκομείο απο την εποχή της αλήστου μνήμης του Σχεδίου Μάρσαλ, αποκτά τώρα μια νέα ασθένεια: τη γοητεία του θεάματος.
Οι αρχιτέκτονες το ονομάζουν «βιοκλιματικό», οι πολιτικοί «ανθεκτικό στον 21ο αιώνα». Μα αυτό που πραγματικά αντέχει είναι η λατρεία της επίφασης. Η Ελλάδα δεν αρκείται πια στο να αμύνεται· θέλει να συγκινεί. Η εθνική άμυνα δεν είναι πια στρατηγική, αλλά performance. Το Πεντάγωνο, με το σιδηρούν παραπέτασμά του, γίνεται έτσι ένας ναός της μεταπολιτικής αισθητικής: ένα μέρος όπου ο πόλεμος συναντά τη φωτογένεια.
Ο Νίκος Δένδιας δηλώνει ότι «η όψη αλλάζει, η αποστολή σταθερή». Είναι η φράση-μύθος της εξουσίας. Η μορφή μεταμορφώνεται για να επιβεβαιώσει ότι τίποτα δεν αλλάζει. Το ίδιο συμβαίνει πάντα: οι βασιλιάδες παρίσταναν τους απλούς ανθρώπους για να φανεί πως παραμένουν βασιλιάδες. Εδώ, το κράτος παριστάνει το μουσείο για να επιβεβαιώσει ότι παραμένει στρατός.
Το νέο παραπέτασμα δεν είναι σιδηρούν όπως παλιά· είναι φωτεινό, διάφανο, ευγενές. Διαχωρίζει, όπως κάθε παραπέτασμα, το βλέμμα από τη θέα.
Η εξουσία δεν χρειάζεται να είναι απειλητική· αρκεί να είναι φωτισμένη.
Ο πόλεμος, που κάποτε ήταν η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, εδώ γίνεται —όπως θα έλεγε ο Μπαρτ— η συνέχεια του κιτς με ιδιωτική χορηγία· κι ο λαός, μπροστά του, αισθάνεται λίγο idiot (ηλίθιος) — όχι μόνο γιατί δεν καταλαβαίνει τι βλέπει, αλλά γιατί του το προσφέρουν να το βλέπει με δέος.
Απέναντι, η «Κιβωτός Εθνικής Μνήμης» φωτίζεται κι αυτή, σαν υπόμνηση ότι η Ιστορία μπορεί να γίνει ωραία, αρκεί να την χαράξεις πάνω σε γυαλί. Τα ονόματα των πεσόντων δεν διαβάζονται — λάμπουν. Το φως τα σβήνει σχεδόν. Είναι η πιο τρυφερή ειρωνεία: τιμούμε τη μνήμη, αλλά μόνο στο βαθμό που μπορεί να φωτογραφηθεί.
Το σιδηρούν παραπέτασμα της Αθήνας δεν προστατεύει τίποτα πια· εκπέμπει. Είναι το σύγχρονο βλέμμα του κράτους πάνω στον εαυτό του: αυστηρό, καθαρό, κάπως ναρκισσιστικό. Κάτω από το φως του Βαρώτσου, η Ελλάδα κοιτάζει το είδωλό της και χαμογελά· πιστεύει πως έγινε μοντέρνα. Κι ίσως, για μια στιγμή, πράγματι να έγινε — μέσα στη λάμψη της ίδιας της ειρωνείας της.
Υστερόγραφο:
Επειδή ο Νίκος Δένδιας, ως δελφίνος της νέας εποχής, ανακοίνωσε και την «αναβάθμιση» του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη.
Ίσως θα πρέπει να προσθέσει επίσημα και τα ονόματα εκείνων που σκοτώθηκαν στα Τέμπη, όχι από εχθρική επίθεση, αλλά από κρατική εγκληματική παράλειψη — μια ήσυχη μορφή πολέμου, χωρίς ανακοινώσεις και πολιτικές θεατρικές παράτες.
Αυτά.- (τελεία, παράγραφος)

