Του Μελέτη Ρεντούμη
Παρατηρούμε όλοι τις τελευταίες ημέρες ένα απίστευτο σίριαλ δημοσιευμάτων και ανακαλύψεων τόσο για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών που διαφήμισε η κυβέρνηση, όσο και για τις σχέσεις υπερθεματιστών με συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα.
Πρόκειται επί της ουσίας για ένα ατελείωτο παιχνίδι εξουσίας, που ουδεμία σχέση έχει με την σύγκρουση με το παλιό όπως έχει πει κατ’επανάληψη ο πρωθυπουργός, αλλά με την προσπάθεια εγκαθίδρυσης του νέου κατεστημένου, που δεν είναι άλλο από μια νέας μορφής διαπλοκή χειρότερη από την προηγούμενη.
Δυστυχώς οι αποκαλύψεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας όλο αυτό το διάστημα, φανερώνουν ότι η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα που επικαλούνταν όλο αυτό το διάστημα.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προσπαθεί συστηματικά και με μέθοδο από τον Ιανουάριο του 2015 να εγκαθιδρύσει το δικό της παράλληλο κράτος, μια νέα διοικητική δομή που της επιτρέπει να παίρνει αποφάσεις με δικούς της ανθρώπους μέσω των υπουργών και υφυπουργών που έχει διορίσει.
Έτσι στήθηκε η λογική των μετακλητών και των συμβούλων, φίλων, συγγενών και συντρόφων κατανεμημένους με τρόπο αριστοτεχνικό ανά υπουργείο και δημόσια υπηρεσία με στόχο τον έλεγχο του κράτους και την παράκαμψη του Μνημονίου, ώστε να μην αντιδρούν οι δανειστές για ενδεχόμενες μόνιμες προσλήψεις.
Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή, καθώς η διοικητική δομή δεν αρκεί. Έπρεπε να ελεγχθεί η επιχειρηματικότητα και κυρίως οι χρηματοδοτήσεις των δημοσίων έργων, ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να διαφημίζει κατά το δοκούν το κάθε έργο με όση καθυστέρηση και αν προκύψει και με όποιο κόστος. Έτσι ανδρώθηκαν μεγαλοεργολάβοι όπως ο Ι. Καλογρίτσας με προνομιακές και φιλικές σχέσεις επίσημα με υπουργούς και κυβερνητικούς παράγοντες και με ανάθεση εκατ. για δημόσια έργα.
Βέβαια είναι γεγονός ότι αν η εξουσία δεν μπορεί να ελέγξει τα ΜΜΕ τότε θα έχει πρόβλημα, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ για να καλύψει όλο το νέο σύστημα εξουσίας, παρουσίασε τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες ως χτύπημα στη διαπλοκή, όταν ο πραγματικός λόγος ήταν να δημιουργηθούν νέοι καναλάρχες προσκείμενοι στην κυβέρνηση και να αποκλειστούν οι παλαιοί που έκαναν αντιπολίτευση.
Ποιος όμως θα είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ επιχειρηματικότητας και ΜΜΕ ώστε να υπάρξουν οι απαραίτητες χρηματοδοτήσεις σε καθεστώς σκληρού Μνημονίου;
Η απάντηση για την κυβέρνηση ήταν απλή. Το παράλληλο τραπεζικό σύστημα το οποίο ακούει στ’ όνομα της Τράπεζας Αττικής.
Αν αναρωτιέται κάποιος γιατί επιλέχθηκε η συγκεκριμένη τράπεζα, ο λόγος είναι γιατί πρόκειται για τη μόνη μη συστημική, που δεν αναφέρεται απ’ευθείας στον SSM και έχει μεγαλομέτοχο το ΤΣΜΕΔΕ -το οποίο επίσης προσπαθεί η κυβέρνηση να ελέγξει μέσω των επιχειρηματιών εργολάβων φίλων και γνωστών.
Το πρόβλημα βέβαια σε όλο αυτό το τρίγωνο της νεοδιαπλοκής, μεταξύ ΜΜΕ, εργολάβων και τραπεζών είναι αν βρεθούν κοινά πρόσωπα ή έστω ένα που αποδεικνύει αυτό το φαύλο κύκλο της συναλλαγής εις βάρος του δημοσίου και των Ελλήνων πολιτών.
Το όνομα λοιπόν του Ι.Καλογρίτσα που συνδέει απόλυτα το τρίγωνο της συναλλαγής είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς υπάρχουν δεκάδες αντίστοιχοι επιχειρηματίες με ύποπτες συναλλαγές και αντίστοιχα κυβερνητικούς φίλους που τους ανέχονται και τους στηρίζουν.
Είναι σε κάθε περίπτωση τραγικό, η κυβέρνηση να εθελοτυφλεί όταν ανακαλύπτεται από θεσμικούς παράγοντες όπως η ΤτΕ, ο SSM αλλά και η δικαιοσύνη, ότι ένας μεγαλοεργολάβος με αμφιλεγόμενες εγγυήσεις και πόθεν έσχες, παίρνει ταυτόχρονα άδεια καναλιού, ελέγχεται εκ των υστέρων, ενώ είναι ο μεγαλύτερος οφειλέτης της Τράπεζας Αττικής η οποία του δίνει και την εγγυητική για να πάρει τελικά την τηλεοπτική άδεια.
Πέραν των παραπάνω αδιάσειστων στοιχείων, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη που φτάνουν στο σημείο στέρησης μισθού και απαγόρευσης συμμετοχής σε διοικητικές εκλογές δικαστικών λειτουργών, ως μοχλός πίεσης για να μην υπάρξει εμπόδιο στο κυβερνητικό σχέδιο που περιγράφηκε.
Δικαιοσύνη, χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημόσια έργα, δημόσια διοίκηση και ΜΜΕ, βρίσκονται υπό απειλή με στόχο τον πλήρη έλεγχό τους από την κυβέρνηση η οποία χρησιμοποιεί σαν ασπίδα την σύγκρουση με το παλαιό, όταν όλοι πλέον κατανοούν την σκοπιμότητα η οποία δεν είναι απλά μικροκομματική αλλά αγγίζει όπως όλα δείχνουν και τις ποινικές ευθύνες.
Εν κατακλείδι, μια χώρα που μαστίζεται από σκάνδαλα, διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας και θεσμικής θωράκισης δεν έχει κανένα μέλλον, όσα πλεονάσματα και αν έρθουν στον προϋπολογισμό.
Ας αναλογιστούν οι Έλληνες πολίτες ποιοι μας κυβερνούν και τί πραγματικά χρειάζεται η χώρα για να πράξουν ανάλογα με την ψήφο τους όταν έρθει η ώρα.