Ένας παράξενος δικαστής

Ένα διήγημα του Γ. Τεκίδη

                                                                                                                                   

«Τον στείλαμε να σπουδάσει κύριε δημοσιογράφε και όχι να κάνει επανάσταση. Εγώ και η μάννα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Χρήστος είπαμε κοντά τέσσερα χρόνια τώρα το ψωμί, ψωμάκι, στερηθήκαμε χαρές και μικροαπολαύσεις, να μη λείψουν τα απαραίτητα από τον Ανδρέα μας, να πάρει το δίπλωμα του, να κάνει και εμάς περήφανους. Γιορτή και σχόλη άγνωστα πράγματα για το σπίτι μας. Δουλειά και πάλι δουλειά από το ξημέρωμα ισα με το σούρουπο στο χωράφι ο παιδεμός. Παιδεμός χωρίς τέλος στο κάμπο από τις αρχές της Άνοιξης μέχρι τα τα πρωτοβρόχια του Φθινόπωρου.

Πάνω που φτάναμε στην πολυπόθητη μέρα δηλαδή στο τέρμα να ανασάνουμε μια στάλα και να καμαρώσουμε δικηγόρο πια τον κανακάρη μας, μας κτύπησε η συμφορά. Δεν το πιστέψαμε, κοντέψαμε να τρελαθούμε. Ο Ανδρέας μας, η ψυχούλα που μήτε μυρμήγκι πείραζε, αυτός που όλο το χωριό , όποιον και να ρωτήσεις κυρ δημοσιογράφε μόνο καλά λόγια θα σου πει για τον μικρό μας και τώρα…και τώρα…» . Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση.  Ο κόμπος στο λαιμό του έφραξε τις τελευταίες λέξεις. Έγειρε το κορμί του στη ράχη της καρέκλας με την απελπισία απλωμένη στο σκαμμένο από τις  κακουχίες, πρόσωπό του και με  μάτια κλειστά. Την σιωπή που απλώθηκε στο καφενείο του χωριού με τους λιγοστούς εκείνη την ώρα θαμώνες, έσπασε η φωνή του δημοσιογράφου, «κύριε Αδαμαντίου, ο γιός σας ο Ανδρέας Αδαμαντίου τεταρτοετής της Νομικής λίγους μήνες πριν συνελήφθη για τρομοκρατική δράση, σύσταση συμμορίας και λοιπά…»

« Ο Ανδρέας μας τρομοκράτης;» ίσιωσε ξαφνικά το κορμί του ο άλλος «μια παιδιάστικη ανοησία την βάφτισαν τρομοκρατία λες και αυτοί που δίκαζαν δεν έχουν παιδιά, ούτε γνωρίζουν την τρέλα της νιότης. Και ακόμη ξέχασαν όταν τον δίκαζαν ότι έπαιξε τη ζωή του κορώνα-γράμματα για να σώσει το παιδάκι και τη γυναίκα  εκείνη την καταραμένη νύχτα. Σκληροί και άδικοι όλοι τους, σαν να υπερασπίζονταν τα δίκια όλου του κόσμου. Τίποτα δεν του αναγνώρισαν, ούτε έντιμο παρελθόν, ούτε ηλικία, ακόμη και την μετάνοια…τίποτα. Μοναχά ένας από εκείνους τους δικαστές, είχε καρδιά και κουράγιο και μειοψήφησε προτείνοντας…». «Ακριβώς γι αυτόν τον άλλο, ήθελα να σας ρωτήσω» τον διέκοψε ο δημοσιογράφος « πως θα σχολιάζατε την στάση του. Και σας ρωτάω γιατί ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά, ακόμη και ότι τον γνωρίζατε, αν όχι εσείς προσωπικά, κάποιο συγγενικό σας πρόσωπο συνοδοιπόρος ιδεολογικά με τον πατέρα του και… καταλαβαίνετε»

«Με τον πόνο μας έπαιξαν για καιρό εφημερίδες και τηλεοράσεις. Ψέμα πάνω στο ψέμα και ατιμία πάνω στην ατιμία. Σε τι Θεό πιστεύουν οι μασκαράδες ήθελα να ξέρω. Κανένας τους δεν πάτησε εδώ στο χωριό να ρωτήσει, να μάθει, όχι μόνο από μένα μα και από όλους τους συγχωριανούς, για ποια οικογένεια μιλάνε και γράφουν. Το άδικο ας στοιχειώσει την συνείδηση και τον ύπνο τους. Αυτό έχω να πω και το λέω από την ψυχή μου»

                                             ————————–

Mη ξεχνάς το σκοπό σου και γιατί κατεβαίνεις στη πόλη. Λίγη χαρά και περηφάνια στο σπίτι μας μόνο εσύ μπορείς να φέρεις. Τα λόγια της μάνας του λίγο πριν τον ξεπροβοδίσει τον συντρόφευαν στο ταξίδι του για την Αθήνα. Σημαδιακή εκείνη η χρονιά. Η χρονιά της επιτυχίας του στο πανεπιστήμιο. Η χρονιά  που του χαμογέλασε υποσχόμενη πως τα όνειρα καμιά φορά γίνονται πραγματικότητα. Δικαίωμα στο όνειρο έχουμε όλοι αγόρι μου, έλεγε και ξανάλεγε ο θείος του ο Αριστείδης, πρωτεξάδελφος του πατέρα του, κάθε φορά που έρχονταν στο σπίτι τους επίσκεψη. Στον Αριστείδη με την ρημαγμένη ζωή από τα κυνηγητά και τις εξορίες, ο Ανδρέας είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ο τρόπος που μιλούσε, η ζωή του βγαλμένη σαν από παραμύθι, μια ατελείωτη περιπέτεια βυθισμένη στον πόνο, την απόγνωση και σε μερικές μόνο σκιές χαράς.  Γιατί όλα αυτά θείε, τον ρωτούσε γεμάτος απορία εκείνος, γιατί… Για να παίρνει πάντα την ίδια απάντηση « για να αλλάξουμε τον κόσμο ρε Αντρίκο, για το περιφρονημένο δίκιο μας, γι αυτό» Τέντωνε τότε κι εκείνος το ισχνό κορμί του μπροστά στον Αριστείδη δηλώνοντας με όλη την παιδική του αθωότητα, πως μια μέρα θα γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος που θα υπερασπίζεται αυτούς που θέλουν αυτό τον δίκαιο κόσμο. Ήταν και η μάνα του που παρενέβαινε μερικές φορές «μην τον ακούς αγόρι μου, αυτός ζει ξεχασμένος στο δικό του κόσμο. Είχε δε είχε με τούτα και με εκείνα, χάλασε τη ζωή του, παράτησε βιός και σπίτι, έμεινε μαγκούφης, ένα ξερό κορμί. Δεν βαριέσαι ας γκρίνιαζε η μαμά, η εκτίμηση και η αγάπη για τον θείο ήταν  ακλόνητη. Τώρα άλλα είχαν προτεραιότητα για τον Ανδρέα. Να βρει σπίτι, να κάνει την εγγραφή στη σχολή και προπάντων να αρχίσει να ψάχνει και για καμιά δουλίτσα. Οι δικοί του ήταν αποφασισμένοι να στερηθούν τα πάντα για να τον συνδράμουν, αυτός όμως καταλάβαινε, δεν χρειαζόταν την προτροπή κανενός. Με τίποτα δεν θα δυσκόλευε κι άλλο τις ζωές των δικών του, πάει και τελείωσε.

                                                         ——————-

Ο εστιάτορας ένας τύπος πανύψηλος με περισσευούμενα κιλά, λευκό παχύ μουστάκι και βαθουλωτά μικρά μάτια, έκοβε από την κορυφή μέχρι τα νύχια τον νιόφερτο σερβιτόρο με ύφος μάλλον απογοητευτικό. Τι λες ρε θα τα καταφέρεις; Δούλεψες ποτέ γκαρσόνι; Σιγά τα δύσκολα απάντησε ο καχεκτικός νεαρός. Δεν με γονάτισε το χωράφι θα με φοβίσει το σερβίρισμα; Άντε να σε δω  μουρμούρισε ο εστιάτορας και ξεκίνησε βαριεστημένα για την κουζίνα. Ο Ανδρέας είναι αετός κυρ Λεωνίδα, πετάχτηκε ο Άγγελος, θα τα καταφέρει μια χαρά. Ο Άγγελος δευτεροετής στο Μαθηματικό ήταν η πρώτη γνωριμία, ο πρώτος φίλος, αργότερα και συγκάτοικος του Ανδρέα. Αυτός γνώριζε τον εστιάτορα και έκανε και τις σχετικές συστάσεις για να πιάσει δουλειά ο Ανδρέας. Τώρα που τα ξανασκέφτεται όλα όσα προηγήθηκαν εκείνα τα χρόνια ο Ανδρέας, μάλλον μοιραία στάθηκε για την ζωή του αυτή η φιλία. Γιατί καλός, χρυσός ο Αγγελος, είχε όμως εκείνη τη μανία, την άρρωστη πες καλύτερα εμμονή να θέλει να πείσει τους πάντες για την ορθότητα των απόψεων του, την αλήθεια που μοναχά αυτός κατείχε. Πολιτικοποιημένος, θεωρητικά άριστα καταρτισμένος, έπαιζε στα δάχτυλά του τσιτάτα και πολιτικές αναλύσεις. Οι συζητήσεις ολονύχτιες, ατελείωτες της φοιτητοπαρέας, οι αντιπαραθέσεις δεν αργούσαν να μετατραπούν σε καυγάδες που δοκίμαζαν τις αντοχές της φιλίας τους. Τις απόψεις του Άγγελου συμμερίζονταν αναφανδόν ο Γιάννης με τον Τάκη του Γεωπονικού αυτοί, σε αντίθεση με τον Ανδρέα και τον Φάνη που τις θεωρούσαν ακραίες έως και εξτρεμιστικές.

Όρθιος σαν σε βήμα πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου ο Αγγελος συνήθιζε να αγορεύει σχεδόν μαλώνοντας τους…αφελείς φίλους του που δεν ήθελαν να κατανοήσουν τα αυτονόητα. « Δεν βαρεθήκατε ρε παρλάτες, και  λογύδρια, τις θεωρίες της πλάκας για τον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και όλα όσα μας αποκοιμίζουν; Η δράση ρε, η δράση είναι αυτή που μετράει, που ξυπνάει το πόπολο, αφυπνίζει συνειδήσεις, προετοιμάζει την εξέγερση. Θεωρία χωρίς δραστική παρέμβαση είναι χυλός ανάλατος. Τι κουνάτε αποδοκιμαστικά τα κεφάλια σας ρε σεις. Αναρωτιέμαι ρε γαμώτο, κάποιες φορές αν μέσα σας κυλάει αίμα καυτό η χλιαρό κάτουρο.» Έτσι άναβαν τα αίματα και η παρέα γίνονταν ξαφνικά από δύο χωριά χωριάτες. Πυροσβεστικός ο ρόλος του Ανδρέα, που συνήθως τα κατάφερνε να τους ηρεμήσει και να τους παρακαλέσει να του αδειάσουν τη γωνιά περασμένα μεσάνυχτα, μια και έπρεπε χάραμα να σηκωθεί να διαβάσει, αφού το μεσημέρι τον περίμενε το εστιατόριο. Κι όλα τραβούσαν το ρουτινιάρικο δρόμο τους, ώσπου ενέσκηψε στη παρέα και ένα καινούργιο μέλος, η Ρωξάνη. Η Ρωξάνη της ιατρικής, μια εντυπωσιακά εμφανίσιμη κοπέλα που μάγεψε κυριολεκτικά την παρέα και ιδιαίτερα τον Ανδρέα. Έδειξε κι αυτή ότι τον συμπαθεί κι ότι προτιμά την δική του παρέα, άσχετα αν διαφωνούσαν στο γνωστό ζήτημα που έβαζε ο Αγγελος. Γιατί η Ρωξάνη το ξεκαθάρισε «οι κουφάλες το μεγαλοαστικό κατεστημένο μόνο με τις δυναμικές ενέργειες θα χάσει τον ύπνο του, θα κάνει βήματα πίσω». Το  κατά την Ρωξάνη μεγαλοαστικό κατεστημένο είναι άγνωστο αν έκανε και πόσα βήματα πίσω, εκείνος όμως που τελικά έκανε πίσω και δέχτηκε να συμμετέχει στην …επανάσταση, ήταν ο Ανδρέας. Ας όψονται τα κάλλη της Ρωξάνης, επαναλάμβανε ο Φάνης και όπως φάνηκε όχι άδικα. Η πρώτη και τελευταία…επαναστατική πράξη ήταν αυτή στην οποία έλαβε μέρος και ο Ανδρέας. Ο εκρηκτικός μηχανισμός που μαστόρεψε ο Άγγελος με κάτι άγνωστους στον Ανδρέα συνοδοιπόρους του, τοποθετήθηκε σε μια εσοχή της εισόδου μεγάλης τράπεζας σε κεντρικό σημείο, ρυθμισμένος να εκραγεί κοντά στα μεσάνυχτα. Κι αυτό με το επιχείρημα ότι η κίνηση στο σημείο εκείνο τέτοια ώρα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, όπως ανύπαρκτος και ο κίνδυνος κάποιου ατυχήματος από διερχόμενο. Να όμως που τύχη και συγκυρία δεν σέβονται καμία ανθρώπινη επιθυμία, κανένα ανθρώπινο οίστρο, έστω και …επαναστατικό, και τρία-τέσσερα λεπτά πριν την έκρηξη φάνηκαν στη γωνία του δρόμου η ηλικιωμένη γυναίκα να κρατά από το χέρι το μικρό παιδί κατευθυνόμενοι προς την είσοδο της τράπεζας. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Ανδρέας πετάχτηκε από την κρυψώνα του, φωνάζοντας και χειρονομώντας στη σαστισμένη γυναίκα να πάψει να προχωρά και να καλύψει στην αγκαλιά της τον μικρό. Ο ίδιος όρμησε στην είσοδο και αρπάζοντας τον μηχανισμό τον έριξε όσο πιο μακριά μπορούσε. Η έκρηξη έγινε πριν αυτός ξανακυλήσει στο έδαφος. Φωνές που ζητούσαν βοήθεια, συναγερμοί και σειρήνες θρυμμάτισαν την ησυχία της νύχτας.

                                                      ——————

Αλύπητα κτύπησε η συμφορά το σπίτι του Ανδρέα. Ένα μοιραίο λάθος, μια στιγμή που απειλεί να γκρεμίσει τις ζωές μιας ολόκληρης οικογένειας. Για τον…μεγάλο τρομοκράτη, τον εφάμιλλο του περιβόητου Κάρλος, γνωστού διεθνώς με το προσωνύμιο ΄΄το τσακάλι΄΄ καμιά συγνώμη, κανένα έλεος. Η επικαιρότητα αφιερωμένη για μέρες στον Ανδρέα Αδαμαντίου τον παραλίγο δολοφόνο μιας γυναίκας και ενός παιδιού που ανυποψίαστοι περνούσαν εκείνο το βράδυ έξω από την τράπεζα. « Ο συλληφθείς τρομοκράτης κρατά κλειστό το στόμα του και δεν κατονομάζει τους συνεργάτες του» έγραφε το ρεπορτάζ της εποχής και το ανάθεμα όλων για τον Ανδρέα και τους δικούς του που «μεγάλωσαν ένα τέτοιο εχθρό της κοινωνίας» στην ημερήσια διάταξη.

Στη δίκη που ακολούθησε, από την πρώτη μέρα φάνηκε ότι οι δικαστές του θα ήταν αμείλικτοι. Ο δικηγόρος του τον συμβούλεψε να ζητήσει έλεος, επιείκεια και κατανόηση για ένα λάθος της στιγμής και προπάντων να αναφέρει και τα ονόματα των άλλων δύο που άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Δεν τον άκουσε. Την απολογία του καθοδήγησε ο νους και η καρδιά . Μίλησε για τα όνειρα του, τα παιδικά χρόνια, για τους γονείς που τους αντίκριζε εξαιτίας του σε αυτό το χάλι, νοιώθοντας απέραντη συντριβή. Για τις ιδέες του που δεν σκόπευε ποτέ να αποκηρύξει, για ένα άλλο καλύτερο κόσμο, πιο όμορφο, πιο ανεκτικό, πιο δίκαιο. Για την συμμετοχή του στην ενέργεια εκείνης της βραδιάς και την ειλικρινή μεταμέλεια του, αφού « η αναποτελεσματικότητα τέτοιων βίαιων ενεργειών είναι πασιφανής διαχρονικά και αδικεί την μεγάλη μας υπόθεση».

Κάποια στιγμή φάνηκε να κοντοστέκονται και οι δικαστές προβληματισμένοι. Στη σύσκεψη τους μετά το τέλος της διαδικασίας, ένας από αυτούς ο πιο νεαρός πρότεινε με βάσιμα νομικά επιχειρήματα την αναγνώριση αρκετών ελαφρυντικών. Σκόνταψε πάνω στο αμετάκλητο της απόφασης του προέδρου που δεν συζητούσε τίποτα περισσότερο από την εξάντληση και της πλέον αυστηρής ποινής. « είναι κύριοι επιθυμία των υπηρεσιακών μας προϊσταμένων, ακόμη και του κ. υπουργού της δικαιοσύνης. Αμείλικτοι απέναντι στην τυφλή βία και τρομοκρατία που απειλεί ζωές και περιουσίες συμπολιτών μας»  Απαράδεκτο, αυτό είναι απαράδεκτο, σχολίασε ο μειοψηφών δικαστής, τραβώντας έτσι πάνω του τα ειρωνικά βλέμματα των δύο άλλων συναδέλφων του. Λίγες μέρες μετά το τέλος της δίκης, είδε το φώς της δημοσιότητας ένα άρθρο πραγματικός καταπέλτης, που το περιεχόμενό του αφορούσε την κατά παραγγελία απονομή της δικαιοσύνης για δικαίους και αδίκους και με τον τίτλο ’’αρνούμαι να υπηρετήσω μια άδικη δικαιοσύνη ΄΄.

Το υπέγραφε ο Παντελής Ζαφειρίδης, ο μειοψηφών δικαστής στην υπόθεση του Ανδρέα Αδαμαντίου. Την επομένη του δημοσιεύματος υπέβαλλε και την παραίτηση του από το δικαστικό σώμα. Πέσανε πάνω του λυτοί και δεμένοι να τον κατασπαράξουν. Ποιος ήταν αυτός  ο παράξενος που τολμούσε να προκαλέσει σύσσωμο το βαθύ συντηρητικό γραφειοκρατικό κράτος; Τι παρίστανε ο κύριος αυτός,  ο δούρειος ίππος για την άλωση της ανεξάρτητης και αδέκαστης δικαιοσύνης; Μήπως νοστάλγησε  τα λαϊκά δικαστήρια των κατσαπλιάδων; Τέτοια και χειρότερα έγραφε η διατεταγμένη δημοσιογραφία, ψάχνοντας γενεές δεκατέσσερις προγόνων του δικαστή, μπας και βγάλει στη φόρα ύποπτες πολιτικές πτυχές τους.  Μέχρι που ανακάλυψαν και την…ύποπτη σχέση του πατέρα του με τον θείο του Ανδρέα, μια που και οι δυό τους υπήρξαν κάποτε τρόφιμοι των εθνικών αναμορφωτηρίων.

                                            ————————

Δέκα χρόνια αργότερα, σε ένα απόμερο μπαράκι κάπου στα Εξάρχεια, ένας νεαρός άντρας πλησίασε τον θαμώνα που μόλις είχε παραγγείλει το ποτό του. «Είστε ο κ. Ζαφειρίδης…ο κ. Παντελής Ζαφειρίδης, ο…», «ο πρώην δικαστής» συμπλήρωσε ο άλλος « κι εσύ  ο Αδαμαντίου, ο τρομοκράτης». Ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο γέλιο σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου. « Τι έγινε» ρώτησε ο Ζαφειρίδης, σε αποφυλάκισαν τελικά; « Ναι αποφυλακίστηκα. Βλέπεις η πατρίδα σαν καλή μητέρα που φροντίζει τα παιδιά της, έκανε τα δεκαπέντε χρόνια της αρχικής ποινής σε δέκα. Με παραξενεύει το γεγονός πως ύστερα από τόσα χρόνια με γνώρισες αμέσως». « Θα σε γνώριζα Ανδρέα ακόμα και αν ήσουν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Μετά πώς να ξεχάσεις τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής σου; Αυτές για τις οποίες μπορείς να υπερηφανεύεσαι πως δίκαια λέγεσαι ΆΝΘΡΩΠΟΣ»

                                           ————–

Ο Μάκης ο μπάρμαν είχε να το λέει σε γνωστούς και φίλους για καιρό. Που λέτε ρε παιδιά, έχω κάποια χρόνια σ αυτή τη δουλειά και πρώτη φορά αντίκρισα τέτοια κατάσταση. Δύο περίεργοι τύποι εμφανίστηκαν προχθές στο μπαράκι, αντάλλαξαν μια-δυο κουβέντες στην αρχή και μετά για πάνω από ένα δίωρο μείνανε σιωπηλοί, απολαμβάνοντας το ποτό τους. Κι όμως ρε σεις, είχα την εντύπωση ότι μιλάνε, ότι κάτι λένε και συμφωνούν. Ένα παράξενο πράγμα αλλά είχα αυτή την αίσθηση. Τι δεν θα δινα πάντως να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι δύο και τι άραγε να τους συνέδεε;