Ένα Βιβλίο σε συνέχειες! (9) <Ποιός σκότωσε τον Πρωθυπουργό;>

 

(Συνέχεια απο το προηγούμενο)

9. Η παγίδα

Βρήκε το τηλέφωνο του Ευαγγελινού στην ατζέντα του κινητού του και τον κάλεσε. Απάντησε αμέσως.

«Στέλιο, εδώ Θεοδωρίδης. Δεν ξέρω πώς είναι το πρόγραμμά σου, αλλά θα ήθελα να τα πούμε κάποια στιγμή.»

«Ευχαρίστως, αύριο το πρωί στο γραφείο μου. Τώρα μόλις φτάνω στο σπίτι μου.»

« Θα προτιμούσα να σε δω τώρα. Αν δεν έχεις αντίρρηση.»

«Καμία. Μόνο που θα πρέπει να έλθεις στο σπίτι μου. Ξέρεις πού μένω.»

«Ξέρω. Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί»

Το θέμα του Ευαγγελινού τον απασχολούσε από το πρωί. Θυμόταν ότι είχε σκεφτεί να τον αναφέρει μια-δυο φορές στη συζήτηση που είχε με την Αντιγόνη, αλλά για κάποιο λόγο του διέφυγε. Κι όμως, ο Ευαγγελινός σχετιζόταν μ’ αυτή την υπόθεση.

Κατ’ αρχήν έστειλε τον Λαζάρου στον Κωνσταντίνου. Ο Θεοδωρίδης έβρισκε κάτι περίεργο σ’ αυτό. Στην αρχή δεν είχε τίποτε συγκεκριμένο στο μυαλό του. Μετά όμως του καρφώθηκε μια σκέψη.

Ο Ευαγγελινος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ο Κωνσταντίνου, πριν δεχθεί αυτός που τον πυροβόλησε. Ήταν η τελευταία συνάντηση πριν το μοιραίο ραντεβού.

Μπορεί να ήταν σύμπτωση. Του Θεοδωρίδη όμως άρχισαν να του μπαίνουν ιδέες. Ο Ευαγγελινός δεν ήταν τυχαίος και δεν ανακατευόταν πουθενά τυχαία.

Πώς στην ευχή βρέθηκε σ’ αυτή την υπόθεση; Πώς συνέπεσε να είναι αυτός στον οποίο απευθύνθηκε ο Κωνσταντίνου για τα πετρέλαια; Υπουργός Γεωργίας ήταν, δεν είχε σχέση. Και γιατί του πρότεινε τον Λαζάρου που τον είχε εγκαταλείψει;

Όλα αυτά μπορεί να μην είχαν καμία σημασία. Ο Θεοδωρίδης όμως ήθελε απαντήσεις. Από την ώρα που η σκέψη του Μιχαηλίδη πήγε ακόμη και στο ενδεχόμενο να ενέχονται δύο υπουργοί στην απόπειρα δολοφονίας, ο Θεοδωρίδης άρχισε να τρώγεται με τα ρούχα του. Αν οι συνωμότες ήταν δύο, γιατί να μην είναι τρεις;

Καταλάβαινε ότι αυτό που σκέφθηκε ήταν ακραίο. Αλλά τίποτε δεν έπρεπε πλέον να αποκλείσει. Και το κίνητρο; Ο Ευαγγελινός ήταν φιλόδοξος, θα έκανε τα πάντα προκείμενου να εξυπηρετήσει τη φιλοδοξία του.

Σκέφθηκε ότι το παρατραβάει. Πήγαινε σε μια συνάντηση από την οποία δεν ήξερε τι θα έβγαζε και ίσως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Αφού ξεκίνησε όμως, θα συνέχιζε. Όσο πιο προσεκτικά μπορούσε.

Καθώς οδηγούσε για το σπίτι του Ευαγγελινου έκανε μερικά τηλεφωνήματα. Πήρε και την Αντιγόνη και της είπε ότι μπορεί να αργήσει.

«Αντώνη, δεν ξέρω πόσο σε έπεισα χθες, αλλά καθώς τα ξανασκέφθηκε αυτά που είπαμε, είμαι σίγουρη ότι δεν κάνουμε λάθος», του είπε.

«Έχεις δίκιο», της απάντησε, χωρίς να της μιλήσει για τις υποψίες του Μιχαηλίδη.

Σε είκοσι λεπτά χτυπούσε την πόρτα του υπουργού Γεωργίας.

Ο Στέλιος Ευαγγελινός οδήγησε μάλλον έκπληκτος τον Θεοδωρίδη στο γραφείο του και του πρόσφερε καφέ. Δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις. Ο Θεοδωρίδης αναγνώριζε ότι ο Ευαγγελινός είναι καλό στέλεχος, με προοπτικές, αλλά θεωρούσε λάθος ότι εκδήλωσε ανοικτά τις φιλοδοξίες του από τόσο νωρίς. Δεν του δόθηκε όμως ποτέ η ευκαιρία να του το πει.

Σκεφτόταν αν υπήρχε άλλος στο σπίτι όταν ο Ευαγγελινος μίλησε.

«Δεν σε περίμενα, Αντώνη.»

«Έχεις δίκιο και με συγχωρείς, αλλά αυτές τις μέρες είναι δύσκολο να αποφύγουμε ο ένας τους αιφνιδιασμούς στον άλλο.»

«Δεν βαριέσαι, τι γίνεται;»

«Όσα ξέρεις ξέρω, Στέλιο. Εσύ, τι βλέπεις;»

«Εσύ είσαι πιο κατάλληλος από μένα να μιλήσεις γι’ αυτό. Υπάρχει ελπίδα ο πρόεδρος να ζήσει.»

Ο Θεοδωρίδης δεν ξεχώρισε αν ήταν ευχή ή φόβος.

«Όλοι το θέλουμε. Αλλά δύσκολα θα επανέλθει στα καθήκοντά του. Και αυτό, όπως καταλαβαίνεις, μας βάζει μπροστά στα δύσκολα. Γι’ αυτό ήλθα να σε δω.»

«Αν εννοείς αυτά που ακούγονται, ότι θα διεκδικήσω την πρωθυπουργία, ξέχνα το. Απορώ γιατί τα διαδίδουν.»

Ο Θεοδωρίδης δεν είχε ακούσει κανέναν να διαδίδει ότι ο Ευαγγελινός θα μπορούσε να είναι υποψήφιος πρωθυπουργός, αλλά το προσπέρασε.

Τον κοίταζε προσπαθώντας να μαντέψει αν είχε απέναντί του έναν άνθρωπο στον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί. Μάλλον προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την αιφνίδια παρουσία του και να τον βολιδοσκοπησει γύρω από την υποψηφιότητά του. Ή να του την καταθέσει, κατά κάποιο τρόπο. Αλλά δεν είχε έλθει για να συζητήσει για το μέλλον του Ευαγγελινού. Ήθελε να μάθει τι έγινε στο παρελθόν.

«Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά. Χαίρομαι πάντως που ξεκαθαρίζεις τη θέση σου. Γιατί όπου νά ’ναι πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Πρέπει να βρούμε ποιον θα υποστηρίξουμε.»

«Το καταλαβαίνω. Κάτι συγκεκριμένο με ήθελες νομίζω.»

«Όχι ακριβώς. Απλώς θέλω να ξέρω τη θέση σου για τις εξελίξεις.»

«Μα νομίζω ότι αυτό είναι καθαρό. Θα πάμε με τον Καρά…»

Σταμάτησε λίγο σαν να έψαχνε να βρει τις λέξεις για τη συνέχεια.

«Σ’ αυτή τη φάση δεν έχουμε άλλη επιλογή. Καράς, ή βγαίνει ο Αποστόλου. Και νομίζω ότι ο Αλέκος…»

Ο Θεοδωρίδης έπιασε το υπονοούμενο και αποφάσισε να πάει ένα βήμα παραπέρα.

«Με τη Βούλγαρη, το Νικολούδη και τους άλλους τι βλέπεις;»

«Δεν έχουν τύχη και δεν έχουμε κι εμείς μ’ αυτούς τύχη. Αν δεν θέλουμε να δώσουμε την πρωθυπουργία στον Αποστόλου πρέπει να υποστηρίξουμε τον Καρά.»

«Εσύ, πώς τα πας μαζί του;»

Ο Ευαγγελινός δεν απάντησε αμέσως. Και όταν μίλησε, ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να κάνει τον αδιάφορο για να κινήσει την περιέργεια του Θεοδωρίδη του από αυτήν ακριβώς την προσποίησή του.

«Ε, ξέρεις τώρα. Ο Αλέκος είναι απρόσεκτος σε μερικά πράγματα. Και αυτό καμία φορά μας δημιουργεί πρόβλημα.»

Ο Θεοδωρίδης κατάλαβε ότι κάποιο παιχνίδι άρχιζε. Έπιασε έναν ασυνήθιστο τόνο στη φωνή του συνομιλητή του. Σαν κάτι να τον προκαλούσε να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Και αποφάσισε να παίξει κι αυτός. Κοίταξε το ρολόι του και είπε αδιάφορα:

«Εννοείς κάτι συγκεκριμένο;»

«Α μπα, κάτι παλιές ιστορίες σκέφθηκα.»

«Πόσο παλιές, μήπως από την εποχή του Χρηματιστηρίου;»

Ο Θεοδωρίδης σ’ αυτά ήταν καλός παίκτης. Θυμήθηκε ότι πολλές φορές στο παρελθόν ο Ευαγγελινός άφηνε υπονοούμενα για τον Καρά. Υπονοούμενα που είχαν σχέση με όσα συνέβησαν σο Χρηματιστήριο. Κι αποφάσισε να πάει εκεί τη συζήτηση, ψαρεύοντας σε θολά νερά. Ο Ευαγγελινός ανταποκρίθηκε.

«Ξέρεις τη γνώμη μου, αν δεν αλλάξουν τα πράγματα, οι εκλογές είναι χαμένες, μόνο από το Χρηματιστήριο. Έχουμε πρόβλημα που επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία.»

«Και την εικόνα μας γενικά», συμπλήρωσε με κακεντρέχεια.

Ο Θεοδωρίδης αποφάσισε να το χοντρύνει.

«Στέλιο, ας αφήσουμε την κολοκυθιά. Το θέμα με τον Καρά ποιο είναι.»

Ο άλλος τον κοίταξε στα μάτια.

«Τώρα είσαι εντάξει, Αντώνη. Ήρθες εδώ για να ρωτήσεις για τον Καρά. Ρώτα λοιπόν για τον Καρά και θα σου απαντήσω. Άσε τα πλάγια.»

«Ρωτάω λοιπόν για τον Καρά.»

«Θα σου πω λοιπόν μια ιστορία. Αν ήταν αλλιώς δεν θα άνοιγα αυτή τη συζήτηση. Αλλά τώρα καλύτερα να ξέρεις. Ο Αλέκος έχει μια ιστορία με το Χρηματιστήριο.»

«Για φήμες θα μιλάμε τώρα;»

«Δεν είναι φήμες. Δυο-τρεις δικοί του άνθρωποι είναι σ’ αυτή την ιστορία. Τους ξέρεις, δεν είναι ανάγκη να λέω ονόματα.»

«Εσύ, πως έμπλεξες;»

«Δεν εμπλέκομαι, με ενέπλεξε ο Κωνσταντίνου.»

«Γιατί τον υπουργό Γεωργίας, σε μια υπόθεση του Χρηματιστηρίου;»

«Όχι μόνο του Χρηματιστηρίου, αλλά και των πετρελαίων.»

Ο Θεοδωρίδης τινάχθηκε.

«Πώς είπες;»

«Και των πετρελαίων. Και με ενέπλεξε ακριβώς γιατί είμαι υπουργός Γεωργίας, για να μην υποψιαστεί κανείς τίποτε.»

«Τι να μην υποψιαστεί;»

«Άκου λοιπόν. Έφτασαν κάποιες καταγγελίες στο γραφείο του προέδρου για τους ανθρώπους του Καρά και το ’ψαχνε. Δεν βρήκε πολλά πράγματα, αλλά φαίνεται ότι τουλάχιστον ένας έχει σχέσεις με αυτούς που κρατάνε το δείκτη χαμηλά. Μεγάλα συμφέροντα. Μιλάνε για κάποιες τράπεζες που συνδέονται με μεγάλη γαλλική εταιρία πετρελαιοειδών.»

«Γαλλική είπες;»

«Ναι. Αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία. Ο πρόεδρος ενοχλήθηκε από τις φήμες και ήθελε αποδείξεις. Τότε με φώναξε και μου ζήτησε να στήσουμε μια παγίδα. Για να σιγουρευτεί, για το ένα ή για το άλλο.»

«Τι παγίδα;»

«Θα έχεις ακούσει για ένα κοίτασμα πετρελαίου έξω από το Γύθειο.»

Ο Θεοδωρίδης δαγκώθηκε. Ένιωθε να φτάνει στην αλήθεια πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε και άρχισε να σκέφτεται ότι στο εξής πρέπει να μετράει τις κουβέντες του. Εδώ έβγαινε καπνός, άρα υπήρχε φωτιά.

«Κάτι πήρε τ’ αυτί μου.»

«Αυτό το κοίτασμα δεν είναι σπουδαίο. Άδικο κόπο θα κάνουμε.»

«Εννοείς ότι δεν υπάρχει πετρέλαιο;»

«Ψιλοπράγματα. Σου είπα, δεν αξίζει τον κόπο.»

«Κι εσύ πώς το ξέρεις; Νόμιζα ότι αυτά είναι αρμοδιότητα του Γρηγοριαδη.»

«Ο Γρηγοριάδης δεν έχει ιδέα.»

«Δεν έχει ιδέα για το κοίτασμα πετρελαίου ο αρμόδιος υπουργός;»

«Δεν εννοώ αυτό. Ξέρει την πραγματικότητα, ότι δεν υπάρχει πετρέλαιο δηλαδή. Και γι’ αυτό δεν ασχολείται. Δεν έχει ιδέα γι’ αυτό που θα σου πω στη συνεχεία.»

«Να το ακούσω.»

«Ο πρόεδρος μου ζήτησε να του βρω κάποιον που να αναλάβει την εταιρία πετρελαίων γιατί ήθελε μέσω αυτού να στήσει μια παγίδα.»

«Σε ποιον;»

«Στον Αλέκο. Του πρότεινα λοιπόν τον Γιάννη Λαζάρου – τον ξέρω από παλιά.»

«Μα τώρα είναι άνθρωπος του Καρά.»

«Και ένας απ’ αυτούς που έχουν εμπλοκή στο Χρηματιστήριο. Γι’ αυτό τον διάλεξα. Ήταν ο πιο κατάλληλος, να παίξει αυτό το παιχνίδι.»

«Παρακάτω.»

«Όπως μου ζήτησε ο Κωνσταντίνου, τον έπεισα ότι είναι μεγάλη κι απόρρητη υπόθεση και γι’ αυτό χρειάζεται κάποιο σοβαρό κομματικό στέλεχος σ’ αυτή τη φάση των ερευνών.»

«Και μετά;»

«Μετά ανέλαβε ο πρόεδρος. Φώναξε ο ίδιος μια-δυο φορές τον Λαζάρου και του είπε ότι το πετρέλαιο είναι πολύ και πρέπει να αποφασίσουμε σε ποιον θα αναθέσουμε την εξόρυξη. Έκαναν και κάποιες συσκέψεις για τα μάτια. Μη στα πολυλογώ, του είπε ότι καλό είναι να το αναθέσουμε στους γερμανούς. Και ο του είπε ότι ο Γρηγοριάδης έχει διαφωνίες για τις εταιρίες και θα φύγει από την κυβέρνηση»

«Δεν καταλαβαίνω.»

«Περίμενε. Όπως αντιλαμβάνεσαι, ο Λαζάρου το σφύριξε στον Καρά. Αυτό ήταν. Τα δόλωμα του Κωνσταντίνου έπιασε.»

«Μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;»

«Τι το ψάχνεις τώρα, μια μπλόφα ήταν. Είπε στον Λαζάρου ότι θα προσλάβει μια ξένη εταιρία με δικηγόρους και εμπειρογνώμονες για να ερευνήσουν καλύτερα τα πράγματα.»

«Και τους προσέλαβε;»

«Ιδέα δεν έχω.»

Ο Θεοδωρίδης δεν είπε τίποτε για την Αλεξίου.

«Και μετά;»

«Κάποια στιγμή ο Λαζάρου είπε στον πρόεδρο ότι εκτός από τους γερμανούς υπάρχουν και κάποιες γαλλικές εταιρίες που προσφέρονται και ίσως θα έπρεπε να το ψάξουν, έστω για το τυπικό.»

«Το έψαξαν;»

«Τι να ψάξουν, αφού δεν υπάρχει τίποτε. Απλώς η ιδέα του Λάζαρου ήταν μια ένδειξη ότι μπορεί οι φήμες για το περιβάλλον του Καρά να είχαν βάση. Του είπε ότι βλέπει καλή την ιδέα και θα αναθέσει σ’ ένα φίλο του στο Παρίσι να κάνει κρούση στη γαλλική κυβέρνηση.»

Ο Θεοδωρίδης κρατούσε την αναπνοή του.

«Και μετά τι έγινε, Στέλιο;»

«Μετά έγινε αυτό που φανταζόταν ή απευχόταν, αν θέλεις, ο πρόεδρος.»

«Τι δηλαδή;»

«Ο Αλέκος Καράς πήγε στον Γρηγοριαδη και προσπάθησε να τον πείσει ότι σύμφωνα με τις έρευνες για το πετρέλαιο του Γυθείου είναι σκόπιμο να αναθέτουν στους Γάλλους. Ο Γρηγοριαδης όπως αντιλαμβάνεσαι εξεπλάγη, αφού ήξερε ότι η υπόθεση έχει κλείσει και δεν υπάρχει πετρέλαιο.»

«Και μετά;»

«Όπως ήταν φυσικό, ο Γρηγοριάδης ρώτησε τον Κωνσταντίνου αν υπάρχει λόγος και το υπουργείο Άμυνας ανοίγει την υπόθεση.»

«Και;»

«Ο πρόεδρος το θεώρησε απόδειξη ότι οι φίλοι του Καρά είχαν ανάμειξη στο Χρηματιστήριο και αυτός τους διευκόλυνε. Φαντάζεσαι πού θα πήγαιναν οι μετοχές των θυγατρικών τραπεζών της γαλλικής εταιρίας, αν πράγματι υπήρχε πετρέλαιο και το δίναμε σ’ αυτούς.»

«Και τι έκανε;»

«Κάλεσε τον Καρά και του ζήτησε εξηγήσεις. Αυτός τα αρνήθηκε όλα και είπε ότι είναι επινοήσεις.»

«Αυτά δεν τα ήξερα.»

«Δεν βαριέσαι. Νομίζω ότι τώρα πια δεν έχουν σημασία.»

Ο Θεοδωρίδης για μια στιγμή σκέφθηκε μήπως όλα αυτά ήταν μια προσπάθεια του Ευαγγελινου να επιβαρύνει τη θέση του Καρά. Αποφάσισε να τον ρωτήσει.

«Και μετά από αυτά, μου είπες να πάμε τον Καρά για Πρωθυπουργό;»

«Έτσι όπως μου το έθεσες, νόμισα ότι θέλεις να με ψαρέψεις. Λένε ότι έχεις κάνει συμφωνία μαζί του. Ο Καράς είναι ο τελευταίος στον οποίο θα έδινα την εμπιστοσύνη μου.»

Ο Θεοδωρίδης ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει γύρω του. Δεν μπορούσε να φαντασθεί ποτέ ότι είχαν συμβεί τέτοια πράγματα και ένιωσε κάποια ενόχληση που ο Κωνσταντίνου δεν του είχε αναφέρει ποτέ το παραμικρό. Δεν ήταν ώρα να δώσει μια εξήγηση σ’ αυτό. Σκεφτόταν αν έπρεπε να πει στον Ευαγγελινό ότι στην υπόθεση των Γάλλων ήταν ανακατεμένος και ο Νικολούδης.

Αποφάσισε να μην πει τίποτε. Αν έλεγε αυτά που ήξερε, έπρεπε να του πει ότι η παγίδα που έστησαν με τον Πρωθυπουργό οδήγησε στη δολοφονία του. Ο άλλος έδειχνε ανυποψίαστος.

Ήταν λογικό. Ποιος φανταζόταν ότι πίσω από τον άγνωστο που πυροβόλησε τον Πρωθυπουργό βρίσκονταν δυο υπουργοί;

Το ενδεχόμενο να είχε κάποια σχέση και ο ίδιος ο Ευαγγελινός το απέκλειε ήδη ο Θεοδωρίδης. Για τους άλλους όμως τώρα ήταν ακόμη πιο σίγουρος. Ο Μιχαηλιδης είχε δίκιο.

Δεν ήταν όμως εύκολο να εκστομίσει μια τέτοια υπόνοια, τουλάχιστον προτού βρεθούν κάποια στοιχεία. Μέχρι τώρα έφτασε σε συμπεράσματα με ενδείξεις και συλλογισμούς. Έπρεπε να βρεθεί κάτι χειροπιαστό. Και μέχρι τότε, καλό ήταν να μην ξέρει κανείς τίποτε.

Ο συνομιλητής του κοίταζε.

«Αντώνη, έτσι έχουν τα πράγματα.»

«Κατάλαβα, Στέλιο. Θα χρειαστεί όμως να τα ξαναπούμε.»

«Αν πάμε για νέο Πρωθυπουργό πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον θα πάμε. Και σου θυμίζω ότι εγώ δεν ενδιαφέρομαι.»

«Το εκτιμώ. Ήλθα να μοιραστώ μαζί σου κάποιες σκέψεις για τις εξελίξεις, αλλά μπορούμε να το κάνουμε και αύριο»

Ο Θεοδωρίδης, έχοντας διώξει τις υπόνοιες για τον Ευαγγελινό, κατάλαβε γιατί τον χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνου. Ήταν πράγματι ο μόνος που μπορούσε να βάλει τον Λαζάρου να παίξει αυτό το παιχνίδι, χωρίς να το υποψιαστεί ούτε ο ίδιος ούτε ο Καράς.

Ένιωθε ότι τα πόδια του έτρεμαν. Έμπαινε σιγά-σιγά σ’ ένα λαβύρινθο που δεν ήξερε πού θα τον βγάλει. Έπρεπε να δει αμέσως τον Μιχαηλίδη και να του εξηγήσει ότι όλα έγιναν για μια μπλόφα.

Όλα έδειχναν ότι ο Καράς με τον Νικολούδη ενέχονταν στη δολοφονία.Αλλά δεν ήξεραν ότι είχαν πέσει σε μια παγίδα που στήθηκε γι’ αυτούς. Δεν ήξεραν ότι δεν υπήρχαν πετρέλαια και ότι η διαφωνία του Πρωθυπουργού με τον Γρηγοριάδη ήταν εικονική, ένα δόλωμα στο οποίο τσίμπησε ο Καράς.

Θυμήθηκε που του είπαν ότι η ιδέα για τους γάλλους ήταν του Νικολούδη. Αυτό δεν απάλλασσε τον Καρά. Η ουσία δεν άλλαζε. Ο Κωνσταντίνου είχε δίκιο. Υπήρχε πρόβλημα ηθικής τάξης με έναν υπουργό του. Αν και στην πραγματικότητα ήταν δύο οι υπουργοί. Μόνο που δεν μπορούσε να φαντασθεί πού θα έφταναν με την ιδέα ότι τους έκλεινε το δρόμο προς την εξουσία. Από μια άποψη, ο Πρωθυπουργός προκάλεσε ο ίδιος τη δολοφονία του.

Σηκώθηκε να φύγει. Τότε ο Ευαγγελινός τον έπιασε από τον ώμο.

«Να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι, Αντώνη. Υπήρχε περίπτωση ο πρόεδρος να απομακρύνει τον Καρά από την κυβέρνηση;»

Από το μυαλό του Θεόφιλου πέρασαν οι συζητήσεις που έκανε με τον Κωνσταντίνου όταν προκήρυξε το συνέδριο. Του έλεγε συχνά ότι αν επικρατήσει ορισμένοι θα πληρώσουν ακριβά, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι εννοούσε και τον Καρά.

«Δεν νομίζω. Αλλά γιατί με ρώτας;»

«Είδα τον Λαζάρου τώρα τελευταία, τα λέμε καμιά φορά.»

«Και λοιπόν;»

«Μου εξομολογήθηκε ότι ο Καράς ήταν ανήσυχος. Φοβόταν ότι ο Κωνσταντίνου θα τον αφήσει έξω από την κυβέρνηση στον πρώτο ανασχηματισμό.»

« Μάλλον δεν είχε άδικο, αν κρίνω από αυτά που μαθαίνω τώρα.»

«Κατά τον Λαζάρου, ο Καράς το θεωρούσε σχεδόν σίγουρο. Και ξέρεις σε ποιον έριχνε την ευθύνη για τον ενδεχόμενο εξοβελισμό του; Στη Μακρακη. Συμβαίνει τίποτε με την Άννα;»

Ο Θεοδωρίδης σκέφθηκε να του πει ότι δεν ήταν ώρα για κουτσομπολιά, αλλά κάτι τον κράτησε.

«Ποια;»

«Την Άννα, τη γραμματέα του Κωνσταντίνου.»

«Από πού κι ως πού;»

«Γι’ αυτό σε ρωτάω. Ο Καράς απειλούσε θεούς και δαίμονες. Και ο Λάζαρου πίστευε ότι τα έλεγε επίτηδες μπροστά του, για να τα μεταφέρει στον Κωνσταντίνου.»

«Τι εννοείς να τα μεταφέρει;»

«Δεν ξέρω λεπτομέρειες, αν θέλεις τον παίρνω τώρα να σου τα πει ο ίδιος.»

Ο Θεοδωρίδης δεν άκουσε την τελευταία φράση καθώς ένιωσε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.

Πώς δεν το σκέφθηκε νωρίτερα; Η γυναίκα με την οποία μιλούσε στο τηλέφωνο ο Κωνσταντίνου ήταν η Μακράκη. Ήταν σίγουρος, η φωνή που άκουγε ήταν η φωνή της. Η βραχνή φωνή της Άννας. Αυτή ήταν…

Μια τρελή σκέψη άρχισε να φουντώνει στο μυαλό του. Σχεδόν κάτωχρος χαιρέτησε βιαστικά τον Ευαγγελινό και έφυγε τρέχοντας. Έπρεπε να βρει αμέσως τον Μιχαλοπουλο.

Διασχίζοντας τον κήπο του σπιτιού του Γρηγοριάδη του τηλεφώνησε. Ήταν ακόμη σε σύσκεψη και ζήτησε να τον διακόψουν. Η γραμματέας του δίστασε.

«Τώρα», ούρλιαξε ο Θεοφίλου.

Σε λίγο άκουσε τη φωνή του υπουργού Δημόσιας Τάξης.

«Τι συμβαίνει, Αντώνη;»
«Παύλο, διώξ’ τους όλους, έρχομαι τώρα εκεί.»
Η σκέψη που είχε καρφωθεί στο μυαλό του έγινε τώρα πιο καθαρή και τον έκανε να παραλύει.

(συνεχιζεται)