Ένα συγκλονιστικό κείμενο: ‘Είμαστε όλοι μετανάστες”

Του José Saramago

Ας ρίξει την πρώτη πέτρα όποιος δεν έχει μια κηλίδα μετανάστευσης να του λεκιάζει το γενεαλογικό δέντρο….Οπως και το παραμύθι με τον κακό λύκο, που κατηγορούσε το αθώο προβατάκι που του θόλωνε το νερό στο ρυάκι όπου έπιναν κι οι δυο, αν δεν μετανάστευσες εσύ, μετανάστευσε ο πατέρας σου, κι αν ο πατέρας σου δε χρειάστηκε να αλλάξει τόπο, ήταν γιατί ο παππούς σου, πριν από αυτόν, βρήκε ως μόνη λύση να πάει, με τα υπάρχοντα στους ώμους, να αναζητήσει το ψωμί που του αρνιόταν ο τόπος του.

Πολλοί Πορτογάλοι πνίγηκαν στον ποταμό Μπιντασοά όταν μέσα στη μαύρη νύχτα, προσπάθησαν να φτάσουν κολυμπώντας στην απέναντι όχθη, όπου λεγόταν πως άρχιζε ο παράδεισος της Γαλλίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Πορτογάλοι αναγκάστηκαν να υποβληθούν, στην επονομαζόμενη καλλιεργημένη και πολιτισμένη Ευρωπη της άλλης πλευράς των Πυρηναίων, σε επονείδιστες εργασιακές συνθηκες και αναξιοπρεπείς μισθους.

 Όσοι κατάφεραν να υπομείνουν τις γνωστές βιαιότητες και τις νέες στερήσεις, οι επιζήσαντες, αποπροσανατολισμένοι μέσα σε κοινωνίες που τους περιφρονούσαν και τους ταπείνωναν, χαμένοι σε γλώσσες που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, σιγά σιγά κατασκέυαζαν, με ηρωϊκές σχεδόν θυσίες και απάρνηση, νόμισμα το νόμισμα, σεντάβο το σεντάβο, το μέλλον των απογόνων τους.

Μερικοί από αυτούς τους άντρες, μερικές από αυτές τις γυναίκες, δεν έχασαν ούτε θέλησαν να χάσουν τη μνήμη της εποχής όπου υπέφεραν όλες τις ταπεινώσεις της κακοπληρωμένης δουλειάς και όλες τις πίκρες της κοινωνικής απομόνωσης. Χάρη τους χρωστούμε που κατάφεραν να διατηρήσουν το σεβασμό που όφειλαν στο παρελθόν τους.

Πολλοί άλλοι, η πλειοψηφία, έκοψαν τις γεφυρες που τους συνέδεαν με εκείνες τις σκοτεινές ώρες, ντρέπονταν που είχαν υπάρξει αδαείς, φτωχοί, κάποιες φορές άθλιοι, συμπεριφέρονται εντέλει σαν για αυτούς μια αξιοπρεπής ζωή να ξεκινά μονο την ευτυχή εκείνη ημέρα που μπορούν να αγοράσουν το πρώτο τους αυτοκίνητο.

Είναι πάντα έτοιμοι να μεταχειριστούν με την ίδια σκληρότητα και την ίδια περιφρόνηση τους μετανάστες που διέσχισαν το νέο Μπιντασοά, πιο πλατύ και πιο βαθύ, τη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου αφθονουν οι πνιγμένοι και γίνονται τροφή για τα ψάρια, εκτός αν η παλιρροια και ο άνεμος προτιμήσουν να τους σπρώξουν προς την παραλία, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος πολιτοφύλακας για να μαζέψει τα πτώματα.

 Οι επιζήσαντες των νέων ναυαγίων, αυτοί που πάτησαν πόδι στη στεριά και δεν εκδιώχθηκαν, έχουν μπροστά να τους περιμένει ο αιώνιος Γολγοθάς της εκμετάλλευσης, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του φυλετικού μίσους, της υποψίας, της ηθικής μείωσης. Αυτός που τον είχαν προηγουμένως εκμεταλλευτεί κι έχασε τη μνήμη αυτού που του συνέβη, θα εκμεταλλευτεί.Αυτός που τον περιφρόνησαν και προσποιείται πως το ξέχασε, θα τελειοποιήσει την ίδια του την περιφρόνηση.

Αυτός που χθες μείωσαν, θα μειώσει σήμερα με περισσότερη μνησικακία. Και ιδού, όλοι μαζί, να ρίχνουν πέτρες σε όποιον έρχεται από την άλλη όχθη του Μπιντασόα, σαν να μην είχαν ποτέ οι ίδιοι μεταναστεύσει, ή οι γονείς τους, ή οι παππούδες τους, σαν να μην είχαν υποφέρει από την πείνα, την αγωνία και το φόβο. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, υπάρχουν και μισητοί τρόποι για να είναι κανείς ευτυχής. 

*José Saramago (Nobel Λογοτεχνίας 1998 – Ιστορίες Μετανάστευσης, από Το Τελευταίο Τετράδιο)