Έχει χρώμα η διαπλοκή; Ο Καραμανλής, ο Τσίπρας και οι “νταβατζήδες”

ΑΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΑΛΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Tου Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ-150x150 (1)
Ίσως η σημαντικότερη προσφορά του νεώτερου Καραμανλή στην πολιτική είναι ότι δεν δίστασε να κατονομάσει τη μία από τις δύο πηγές της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα: “δεν μπορούν 5-6 νταβατζήδες να κάνουν κουμάντο στη χώρα”. Η άλλη πληγή είναι η αμερικανική εξάρτηση.

Η διαπίστωση εκτός από θαρραλέα είναι και ακριβής. Αυτοί που αποκαλούσε κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου -αλλά και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής- “200 οικογένειες” συμπτύχτηκαν σε γκρουπ επιχειρηματικής ισχύος με σκοπό τη λαφυραγώγηση του κοινοτικού χρήματος και του εθνικού προϋπολογισμού, ως προνομιακοί προμηθευτές.

Για να το πετύχουν έπρεπε να βάλουν στο χέρι την πολιτική τάξη, η οποία τους έδωσε μόνη της το σκοινί με την οποία την κρέμασαν: την  τηλεόραση.
Ίσως η τρικομματική απόφαση το 1990 που άφησε χωρίς κανόνες την νεοεμφανιζόμενη ιδιωτική τηλεόραση να προέκυψε από την πεποίθηση των τριών πολιτικών ηγετών -Παπανδρέου, Μητσοτάκη, Φλωράκη- ότι αν δεν δώσουν κανονικές άδειες για τηλεόραση στους παλιούς εκδότες και άλλους ενδιαφερόμενους , θα τους κρατούν σε ομηρία.

Στην πράξη συνέβη το αντίθετο. Το πολιτικό σύστημα περιήλθε σε αιχμαλωσία. Οι προμηθευτές εγκατέστησαν κράτος και βασίλειο με τις τηλεοπτικές συχνότητες.`

Αυτό που έγινε  ήταν πλιάτσικο. Ο καθένας καταλάμβανε μια θέση στο φάσμα , χωρίς να πληρώσει δραχμή στον ιδιοκτήτη του- το ελληνικό δημόσιο- και έστηνε ένα τηλεοπτικό κανάλι με το οποίο όριζε την τύχη των πολιτικών και τις πολιτικές εξελίξεις.
Ακόμη και  αξιοπρεπείς πολιτικοί έγιναν υποχείρια των κατόχων της τηλεοπτικής εικόνας. Σχεδόν όλοι οι νεώτεροι πολιτευόμενοι έπρεπε να υποταχθούν για να κάνουν καριέρα.

Λόγω τηλεόρασης όσοι κυβέρνησαν -πλην εξαιρέσεων- έβαλαν την υπογραφή τους στη διανομή του δημοσίου χρήματος κατά τας υποδείξεις. Τα δημόσια έργα, οι μεγάλες κρατικές προμήθειες, οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις κατευθύνονταν από την ομάδα των ιδιοκτητών της ενημέρωσης που άγιαζαν με ξένα κόλλυβα: έγιναν αφεντικά του δημόσιου βίου με τις κρατικές τηλεοπτικές συχνότητες.

Σήμερα λένε ότι έχουν άδειες, αλλά δεν λένε ότι δεν έχουν πληρώσει τίποτε ι αυτές.

Εκτός από την χειραγωγούμενη πολιτική τάξη τη νύφη πλήρωσε και η δημοσιογραφία. Δεκάδες δημοσιογράφοι εξασφάλισαν τεράστιους μισθούς, ή έκαναν και οι ίδιοι δουλειές δίπλα στους “μεγάλους” ως “βαποράκια” και έγιναν κεκράκτες της νέας εξουσίας στη χώρα.

Η συμμετοχή στη διαφθορά βαφτίσθηκε επιτυχία, ικανότητα, μαγκιά. Κάποιες από τις καλύτερες πένες βγήκαν στο γυαλί, μπήκαν στη αυλή των ολιγαρχών και γαύγιζαν καθ’ υπόδειξιν.

Πολλοί συνεχίζουν να το κάνουν ως τώρα -όταν δεν διαφημίζουν προϊόντα αυτοπροσώπως. Η δημοσιογραφία είχε αφεντικά απέκτησε και σπόνσορες. Ο εκφυλισμός της συναγωνίζονταν τον εκφυλισμό του πολιτικού συστήματος και έγινε μέρος της κρίσης αντιπροσώπευσης.

Ο μόνος πολιτικός πρώτης γραμμής που αντιστάθηκε σ’ αυτό το σύστημα ήταν ο Κώστας Καραμανλής. Μπορεί ο προκάτοχός του Κ. Μητσοτάκης να συγκρούστηκε με ένα τμήμα της επιχειρηματικής τάξης και να πακετάρισε τους χειραγωγούς της δημόσιας ζωής στον όρο “διαπλεκόμενα συμφέροντα που τον έριξαν”. Αλλά προηγουμένως έχει συνεργήσει στην εδραίωσή τους.

Ο Καραμανλής κατανόησε ότι καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αισθάνεται ότι κυβερνάει τη χώρα όταν μέλη της και βουλευτές που τη στηρίζουν όχι μόνο δίνουν αναφορά σε παράγοντες εκτός πολιτικής, αλλά κατασκευάζονται και από αυτούς τους παράγοντες.

Ακόμη και πρωθυπουργούς ήταν σε θέση να αναδεικνύουν. Στη Βουλή εκτός από τα πολιτικά κόμματα υπήρχαν και τα “κόμματα” του ενός ή του άλλου ολιγάρχη. Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι.`

Όχι απλώς η απεξάρτηση της πολιτικής, αλλά συνολικά η αποδυνάμωση αυτού του συστήματος ήταν προϋπόθεση ευημερίας της χώρας.

Ο Καραμανλής -που δεν είχε στηρίξει σε κανέναν την πορεία του προς την εξουσία- προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ατελή νομοθεσία  με τον βασικό μέτοχο που προϋπήρχε και να τους ξεδοντιάσει διαχωρίζοντας τις επιχειρηματικές και τις μιντιακές δραστηριότητες. Ή παπάς – παπάς, ή ζευγάς – ζευγάς.

Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε την πρόταση του να συμπράξουν στην αποδέσμευση της πολιτικής από τα γρανάζια της διαπλοκής και το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε σαν συμπαραστάτης της. Ο πόλεμος εναντίον του ήταν ανελέητος όταν έφτασε ως την οικογένειά του.Το μιντιακό σύστημα οργίαζε καθημερινά εις βάρος του.

Ο Καραμανλής δεν είναι από αυτούς που μασάνε. Αλλά στην πορεία διαπίστωσε ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο από μέσα. Ένα τμήμα της γαλάζιας στρατιάς δούλευε γι’ αυτούς που μέχρι και κόμμα εγκατέστησαν στο μαλακό υπογάστριο της ΝΔ για να τον αποδυναμώσουν. Η μάχη ήταν άνιση και την έχασε.
Ιστορικό παράδοξο. Κέρδισε στην αναμέτρησή του με τον Μπους και τους Αμερικανούς στο Σκοπιανό και τις σχέσεις με τη Ρωσία και τη Κινά και ηττήθηκε στην αναμέτρηση με τους εργολάβους και τους προμηθευτές που ήλεγχαν την ενημέρωση.Γιατί έλεγχαν και ένα μέρος από το κόμμα του.

Τα τελευταία χρονια η κρίση αποδυνάμωσε το σύστημα της διαπλοκής. Τα λεφτά λιγόστεψαν. Αλλά αυτό έκανε πιο επιτακτική της απαίτησή τους να έχουν όλο και πιο ασύδοτη πρόσβαση στο -δανεισμένο- κρατικό και το τραπεζικό χρήμα.

Κανείς από το πολιτικό σύστημα δεν έδειχνε διατειθειμένος να τους αντισταθεί, αφού άλλωστε πολλοί τους όφειλαν την πολιτική ύπαρξή τους. Ακόμη και όταν βρίσκονταν κάποιος παράτολμος  τον αναλάμβαναν τα μαντρόσκυλά τους από το γυαλί και τις εφημερίδες -αλλά και το διαδίκτυο στο οποίο άπλωσαν δίχτυα.

Μέχρι που ήλθε η Αριστερά. Από τη φύση της η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν υποχρεωμένη να δώσει τη μάχη στα μέτωπα που ηττήθηκε ο Καραμανλής: την επανίδρυση του κράτους και την καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς. Για να έχει ελπίδες έπρεπε να αποκαταστήσει την κανονικότητα στο τηλεοπτικό τοπίο.

Οι σφετεριστές των συχνοτήτων αντιδρούν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα πιο βαριά όπλα τους για να διατηρήσουν τα υφαρπαγμένα κεκτημένα. Ηταν αναμενόμενον αυτό τους φέρει σε ρήξη με την κυβέρνηση της Αριστεράς.

Δεν ήταν όμως καθόλου αναμενόμενο ότι η Αριστερά θα δημιουργούσε την υπόνοια ότι δεν ενδιαφέρεται ακριβώς να καταπολεμήσει τη διαπλοκή , αλλά να την αντικαταστήσει με τη δική της. Ή έστω να τη θέσει στην υπηρεσία της, βάσει του δόγματος: οι “νταβατζήδες δεν έχουν χρώμα”.

Η βασιμότητα αυτής της υπόνοιας κρίνεται στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες. Η διακήρυξη του Τσίπρα ότι θα δώσει τέλος στην αυθαιρεσία και θα βάλει κανόνες σ’ αυτόν το χώρο συνιστά προσφορά στη χώρα και τη δημοκρατική κοινοβουλευτική τάξη. Αρκεί να το εννοεί.

Για την ακρίβεια αρκεί να μην διευκολύνει να ανθίσουν νέα λουλούδια στη θέση της ξεδοντιασμένης διαπλοκής. Να μην αναζητήσει ημέτερους με άλλο χρώμα που θα αντικαταστήσουν τους παλαιότερους.

Η νέα εποχή στον τηλεοπτικό χώρο που διακηρύσσει η κυβέρνηση , έχει νόημα μόνο αν πάρει τα χαρακτηριστικά του της έδινε ο Καραμανλής: να γίνει προϋπόθεση χειραφετημένης διακυβέρνησης υπέρ της κοινωνίας και της ανάπτυξης της χώρας με υγιείς όρους.

Αν μπουν κανόνες που θα ισχύουν για όλους και δεν επιδιωχθεί να αλλάξουν απλώς οι ενημερωτικοί συσχετισμοί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας θα γράψει ιστορία. Αν απλώς προσπαθήσει να ανατρέψει υπέρ του την κατάσταση θα πάθει ό,τι και οι προηγούμενοι: θα γίνει υποχείριο των δυνάμεων που θα εγκαταστήσει σ’ αυτό το χώρο. Η ενημέρωση δεν ελεγχεται.

Το θέμα δεν είναι να κάνει επιλογή νταβατζήδων, αλλά να απομακρύνει το νταβατζιλίκι από το δημόσιο χώρο, την πολιτική και το κράτος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν η κατοχή τηλεοπτικής άδειας σημαίνει άδεια για λειτουργία μιας τυπικής επιχείρησης και τίποτε άλλο.