Αν τα ελληνικά ΜΜΕ είχαν ψάξει το σκάνδαλο Νοβάρτις και αν στήριζαν την ελληνική Δικαιοσύνη που το ψάχνει…

Toυ Γ. Λακόπουλου

Ήταν αρκετό ένα ντοκιμαντέρ μιας δημοσιογραφικής ομάδας από τον Ελβετία για να αναδειχθούν όψεις του σκανδάλου Νοβάρτις που δεν αναδείχθηκαν δυο χρόνια τώρα που βρίσκεται στην επικαιρότητα η υπόθεση. Και για να εμφανισθεί στα μέσα ενημέρωσης μια μέθοδος δημοσιογραφίας που τείνει να εξαφανισθεί στην Ελλάδα.

Αν εξαιρεθούν κάποια -μάλλον ανίσχυρα- μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ,  τα «μεγάλα» ΜΜΕ που σχετίζονται με τη ΝΔ δεν είδαν κανέναν σκάνδαλο. Είδαν «σκευωρία».

Με άλλα λόγια σε μια υπόθεση δημοσίου συμφέροντος αντί να επιμείνουν στην υποχρέωση της  Πολιτείας να προχωρήσει την έρευνα σε βάθος, συντάχθηκαν με τη θεωρία που είχαν κάθε λόγο να προωθούν οι ερευνώμενοι. Από την αρχή, όταν δεν είχε μπει κανενός ακόμη η υπόθεση στο αρχείο.

Συντάσσονται και σήμερα, παρότι ένας πήρε το δρόμο για το εδώλιο και δυο τελούν ακόμη υπό έρευνα.

Είναι πρωτοφανές στα εγχώρια δημοσιογραφικά χρονικά. Σε όλα τα μεγάλα σκάνδαλα προηγούμενων περιόδων τα ΜΜΕ  προσπάθησαν -άλλο λίγο, άλλο  πολύ -να προσεγγίσουν την αλήθεια. Παρά τις  όποιες κομματικές σχέσεις είχαν με οποιαδήποτε πλευρά του πολιτικού φάσματος, το έψαχναν.

Στο σκάνδαλο Κοσκωτά, στο Χρηματιστήριο, στη Ζήμενς -για να μείνουμε στα πιο χαρακτηριστικά- οι Έλληνες  δημοσιογράφοι ήταν παρόντες. Οι εφημερίδες τους είχαν τη γραμμή τους, Αλλά είχαν και ρεπορτάζ, ως προϊόν της δουλειάς των  συντακτών τους.

Οι αναγνώστες τους δεν έμεναν στο σκοτάδι σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά.  Ήταν ενημερωμένοι σε μεγάλο βαθμό, όποια εφημερίδα και αν διάβαζαν. Υπήρχε σχολιασμός που υποστήριζε τη μια ή την άλλη εκδοχή, ανάλογα με την εφημερίδα. Αλλά υπήρχε και πληροφόρηση.

Αυτή χάθηκε στην περίπτωση του σκανδάλου με τα φάρμακα. Και αυτό μάλλον σε βάρος των ερευνώμενων είναι στην ουσία: η καλύτερη ενημέρωση θα απάλλασσε νωρίτερα όσους δεν εμπλέκονται .

Η έλλειψη πληροφόρησης δεν σημαίνει ότι στις εφημερίδες και τα λοιπά μέσα δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι ικανοί να ερευνήσουν τις  πτυχές εντός σκανδάλου, να πάνε σε βάθος, να βρουν στοιχεία και ντοκουμέντα. Σημαίνει ότι  δεν έχουν πού να δημοσιεύσουν αυτά που θα βρουν. Ή αν βρουν απομακρύνονται…

Το αφεντικό ορίζει εκ των προτέρων τι θα  βρεθεί και τι θα δημοσιευθεί. Και ο διευθυντής δεν έχει κότσια να αφήσει τους συντάκτες του να κάνουν τη δουλειά τους.

Και σ’ αυτό το σκάνδαλο αποδείχθηκε ότι το βασικό πρόβλημα των ελληνικών ΜΜΕ είναι το ιδιοκτησιακό. Σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν συμβαίνει αυτό.

Αν η ελληνική δημοσιογραφία ήταν ανεξάρτητη και οι ρεπόρτερς των ελληνικών ΜΜΕ αδέσμευτοι να  ερευνήσουν θα μαθαίναμε πολύ περισσότερα από όσα μας είπαν οι Ελβετοί δημοσιογράφοι.

Δηλαδή οι ‘Ελληνες δημοσιογράφοι θα είχαν κάνει το καθήκον τους  στην αναζήτηση της αλήθειας.  Γιατί αυτή είναι η αποστολή τους και αυτό είναι το  ζητούμενο εν προκειμένω: η αποκάλυψη της αλήθειας. Όχι η παραπληροφόρηση. Ούτε η υπεράσπιση υπόπτων για βαριά αδικήματα.

Τα περισσότερα ελληνικά  ΜΜΕ έσπευσαν να ασπαστούν τις εκδοχές -που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ελεεινές- των ερευνώμενων. Τα λιγότερα προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν τους ερευνώμενους χωρίς να έχουν επαφή στοιχεία.

Ούτε μια κανονική συνέντευξη  δεν πήρε κάποιος από τους εμπλεκόμενους. Ούτε μια σοβαρή έρευνα δεν έγινε στο βίο και την πολιτεία τους. Η κυρίαρχη μιντιαρχία προεξόφλησε ότι είναι «σκευωρία τους Τσίπρα». Και οι  υπόλοιποι τόδεσαν ότι «δεν τη γλυτώνουν», χωρίς αξιολόγηση των δεδομένων.

Ας μην κρυβόμαστε. Τα ΜΜΕ σπανίως κάνουν πλέον τη δουλειά τους. Στοιχίζονται πίσω από τα κόμματα που υποστηρίζουν. Ή πίσω από μεγαλοπολιτικούς που τα χειραγωγούν. Γίνονται πρόθυμα λημέρι για  κάθε λήσταρχο Νταβέλη.

Το μεγάλο θύμα σ’ αυτή την υπόθεση είναι η Ελληνική Δικαιοσύνη. Οι μεγάλοι αδικημένοι είναι οι εισαγγελικοί λειτουργοί. Με σθένος και αίσθηση χρέους πήραν τις καταγγελίες και ό,τι άλλο έφτασε στα χέρια τους, ή υπέπεσε στην αντίληψη τους και ερεύνησαν μέσα από ένα αδιαπέραστο τείχος δυσκολιών.

Βρήκαν απέναντι αυτόκλητους …”εισαγγελείς” σαν τον Λοβέρδο, τον Σαμαρά και τον Γεωργιάδη που ξεπέρασαν κάθε όριο: απειλούν να τυλίξουν σε μια κόμμα χαρτί …δικαστικούς λειτουργούς, επειδή διανοήθηκαν να τους ερευνήσουν. Ακόμη και όταν καταλήγουν  ότι η ερευνά τους δεν καρποφόρησε και αρχειοθετούν το φάκελο. Βαρύνονται ότι… τόλμησαν.

Το παιχνίδι ήταν στημένο σε βάρος της Δικαιοσύνης, από τους πολιτικούς με το διαβόητο νόμο που υποχρεώνει τους εισαγγελείς να στέλνουν τα ονόματα πολιτικών που ερευνούν στη Βουλή πρόωρα. Πριν ερευνήσουν.

Έτσι όλοι παίρνουν τα μέτρα τους. Και η έρευνα γίνεται από τον έναν πολιτικό αντίπαλο για τον άλλο. Αν αυτό θα καταλήξει σε οριστική ήττα της Δικαιοσύνης θα είναι θεσμική οπισθοδρόμηση.

Οι ίδιοι που θεωρούν τεκμήριο αθωότητάς τους ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες- και ορθώς το θεωρούν- επιτέθηκαν με χαρακτηρισμούς, με ύβρεις και μηνύσεις εναντίον των εισαγγελικών λειτουργών, χωρίς το παραμικρό στοιχείο ότι παρέβησαν το καθήκον τους.

Τα ΜΜΕ  συντάχθηκαν με τους επιτιθέμενους. Σ’ αυτό το σκάνδαλο γράφτηκε μια μελανή σελίδα για την ελληνική δημοσιογραφία. Κάποιοι συντάχθηκαν με το υβρεολόγιο και την προσπάθεια τρομοκράτησης των εισαγγελέων Διαφθοράς. Επειδή έκαναν τη δουλειά τους.

Δεν υπάρχει στην ιστορία του Δικαστικού Σώματος προηγούμενο με όσα άκουσε η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, επειδή έκανε αυτό που όφειλε: έρευνα. Νομίμως και με κάθε δικονομική εγγύηση για όσους ερευνούσε. Χωρίς κανείς να την προστατεύει από αυτούς που την έλεγαν «μέλος συμμορίας».

Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο τα ΜΜΕ στέκονται στο πλευρό της Δικαιοσύνης, όποιος πολιτικός και αν ξινίζει επειδή ερευνά καταγγελίες που τον αφορούν.  Όσο ψηλά και αν βρίσκεται.  Εφόσον καρποφορήσει η έρευνα  πάει στο εδώλιο. Αν όχι κλείνει το θέμα για όλους.

Δεν έχει σημασία η πολιτική τοποθέτηση του μέσου.Στην Αμερική τα μεγαλύτερα σκάνδαλα αποκαλύφθηκαν από ΜΜΕ που ήταν φιλικά προσκείμενα σ’ αυτούς που εμπλέκονταν.

Αν είχαν τα ελληνικά ΜΜΕ παίξει το ρόλο τους και αν είχαν κάνει τη δική τους έρευνα, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πιο διαυγή. Θα ξέραμε εγκαίρως και με μεγαλύτερη ασφάλεια ποιος είναι αμέτοχος, και ποιος ευλόγως θα πάρει το δρόμο του Δικαστηρίου.

Αλλά με «αν» δεν γίνεται ούτε ενημέρωση, ούτε κράτος δικαίου…