Απέξω Μητσοτάκης από μέσα Σαμαράς

 

Του Ανδρέα Δεληγιάννη

ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣΤο πρώτο συμπέρασμα από τη  συζήτηση περί διαπλοκής που έγινε στη Βουλή  ήταν η  απογοήτευση  για μια φορά ακόμη από την  αδυναμία της πολιτικής τάξης να κατανοήσει το πρόβλημα και να συμπράξει στην απαλλαγή του δημοσίου βίου από την έξωθεν χειραγώγηση δια του χρήματος και της ενημέρωσης.

Αλλά  για να μην έχουμε αυταπάτες: σ’ αυτή την υπόθεση η κυβέρνηση είχε την προϊστορία με το μέρος της. Αν ο Τσίπρας έχει σε κάτι δίκιο όσο καιρό βρίσκεται στα πράγματα είναι  όσα καταλογίζει στη διαπλοκή και διαφθορά  δια της ισχύος του χρήματος και του έλεγχου τηλεόρασης.

Από αυτή την άποψη η θέση της αντιπολίτευσης  να μην την ακολουθήσει είναι ανεξήγητη. Ειδικά όταν ο Τσίπρας δεν ξέρουμε τι θα κάνει στο μέλλον, αλλά μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο σε βάρος του δεν έχει.

Ειδικά για τη ΝΔ αυτή η συζήτηση αποκτά οριακό χαρακτήρα. Έδειξε ότι η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα της ΝΔ κράτησε μόνο εννιά μήνες. Το κόμμα που διεύθυναν στα μισά χρόνια του βίου του οι δυο Καραμανλήδες επιστρέφει στα χέρια του Αντώνη Σαμαρά.

Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συγκεκριμένη συζήτηση ήταν ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Σε μια  συζήτηση στην οποία θα μπορούσε να αναδειχθεί σε πιονέρο της εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος, έκανε εντελώς τα αντίθετα από αυτά που θα περίμενε κανείς από νέο αρχηγό κόμματος.

Με απλά λόγια για τον  Κυριάκο ήταν μια -ακόμη- χαμένη ευκαιρία. Έχει πίσω του μια μάλλον μέτρια υπουργική θητεία στο μνημονιακό πλαίσιο και δεν έχει κυβερνήσει για να κριθεί ως διαχειριστής  στα μεγάλα ζητήματα. Συνεπώς είχε ελεύθερο πεδίο αν ήθελε να ανοιχτεί στο πέλαγος της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος. Αντί γι’ αυτό πήγε για κοκορομαχία, με τον αντίστοιχο ρητορικό εξοπλισμό. Ολόφτυστος Σαμαράς με μια δόση Αδωνι.

Υπάρχουν εξηγήσεις για την επιμονή του σε λάθος πλεύση και λάθος ύφος;  Οι πολιτικοί παρατηρητές το συνδέουν με τρεις συγκεκριμένες ιστορίες από τις οποίες δεν έχει  απεμπλακεί.

Πρώτον, η παραταξιακή ιστορία. Η μετεμφυλιακή Δεξιά, τα βάρη της ΕΡΕ, οι οσμώσεις με τη χούντα, υπήρξε βαρύ φορτίο για τη μεταπολιτευτική ΝΔ. Ο Κ. Καραμανλής αντιλήφθηκε τη διάστασή του  όταν πήρε τα ηνία και το απέβαλε κρατώντας μόνο τις ευρωπαϊκές παρακαταθήκες του κόμματος.

Η “άνοιξη του  Καραμανλή” έληξε με την επιστροφή του Σαμαρά που έστειλε τη  ΝΔ στο βαθύ παρελθόν της, όχι μόνο με το ιδεολογικό φορτίο που παρέπεμπε στην εποχή Αβέρωφ, αλλά και με την πολιτική νοοτροπία της μετεμφυλιακής περιόδου που αναβίωσε με τη ρητορική και την πρακτική του. Δικαιώνοντας τη θρυλική ατάκα του Σπύρου Λιναρδάτου: “Η Δεξιά δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά”.

Δεύτερον, η οικογενειακή ιστορία. Αυτό δεν προκύπτει από την αντίπαλη παράταξη, αλλά και από την κομματική βάση, όπως έδειξε η ήττα της Ντόρας Μπακογιάννη από τον Σαμαρά το 2011- παρότι είναι πιο έμπειρη και πιο οργανωμένη από τον αδελφό της. Οι Νεοδημοκράτες της βάσης δεν πάνε τους Μητσοτάκηδες.

Έτσι προτίμησαν να δώσουν τη σκυτάλη σε κάποιον που έριξε την κυβέρνηση του  κόμματος του -υπό συνθήκες και για λόγους που γνωρίζουν όλοι και πάντως όχι τιμητικούς για έναν πολιτικό- αντί να παραδώσουν στο κόμμα στη συγκεκριμένη οικογένεια, παρά το πολιτικό εκτόπισμα της Ντόρας.

Η αυτάρεσκη απρονοησία της να πάει σε αναμέτρηση που έκρινε η βούληση της βάσης, χωρίς να  πάρει αποστάσεις -όσο ήταν δυνατόν-  από το παρελθόν της οικογένειας, της κόστισε μια πολιτική΄καριέρα που έκτιζε σε όλη της τη ζωή. Μέχρι να την αποτελειώνει ο αδελφός της. Ο οποίος σήμερα παράλληλα με την υιοθέτηση της πολιτικής Σαμαρά προσπαθεί να αναπαραστήσει και τον πατέρα του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του  1980.

Τρίτον, η προσωπική ιστορία. Με την ανάληψη της ηγεσίας  από τον νεώτερο Μητσοτάκη, όσοι βλέπουν επιδερμικά τα πράγματα παρασύρθηκαν στην  εκτίμηση ότι ο Κυριάκος θα αποσυγκολλήσει αυτό το κόμμα από το παρελθόν -επειδή αυτό είναι το συμφέρον του.  Θα έπιανε το νήμα από εκεί που το άφησε ο Καραμανλής, που είχε ταχθεί εναντίον  της πόλωσης και διατηρούσε ανοιχτούς διάδρομους με όλες τις πολιτικές  δυνάμεις. Αφήνοντας πίσω τη  διχαστική κουλτούρα -όχι μόνο της  δικής του παράταξης.

Προφανώς δεν διάβασαν καλά το βάθος συμπόρευσης του Κυριάκου με τον Σαμαρά. Ήταν κάτι περισσότερο από τη λήξη της πολεμικής περιόδου του με τη οικογένεια Μητσοτάκη. Ήταν η αποδοχή της  ιδεολογικής ατζέντας του και του -ρηχού και ακραίου-  ύφους της  δημόσιας παρουσίας του. Ο Σαμαράς  έχρισε τον νεαρότερο Μητσοτάκη διάδοχο του και έκτοτε λειτουργεί ως οιονεί μέντοράς του.

Σταδιακά έκτοτε ο Κυριάκος βάζει στην άκρη τα στοιχεία που τον ανέδειξαν στην ηγεσία και αντιγράφει, τον επικεφαλής ενός συστήματος που οδήγησε στις δεύτερες αρχαιρεσίες εξασφαλίζοντας την εκλογή του.

Δεν υιοθέτησε μόνο τις πολιτικές θέσεις του αλλά και τις ακρότητες της δημόσιας παρουσίας του.  Π.χ. όσοι τον άκουσαν να κατηγορεί –έχοντας τον Βορίδη δίπλα του- τον Τσίπρα για τη συμμετοχή του στους αγώνες της γενιάς του θεώρησαν ότι ο  Σαμαράς δεν επηρεάζει απλώς τον Μητσοτάκη: έχει μπει μέσα του.   

Όσοι διατηρούσαν την εντύπωση ότι αυτά ήταν παροδικές εξάρσεις για  εσωκομματική συσπείρωση απογοητεύτηκαν με την παρουσία του προέδρου της ΝΔ  στη συζήτηση γι’ αυτή διαπλοκή.  Επέλεγε να μιλήσει για τον αντίπαλο  δια συλλογισμών και όχι με στοιχεία.

Επιφανειακές προσεγγίσεις και εύκολες ατάκες, σεμινάρια περί “χαμηλής διαφθοράς”,  περίεργες προσεγγίσεις του τύπου “διαφθορά δεν είναι μόνο η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος” και  αποφυγή απαντήσεων που τέθηκαν στη συζήτηση από τον αντίπαλό του, ήταν στοιχεία μιας παρουσίας που κατέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια της πολιτικής ποιότητας.

Χωρίς να λείπει και η υιοθέτηση αβάσιμων ισχυρισμών -που έχουν λανσαριστεί  από κανάλια, αλλά και της εκδοχής περί κατάρρευσης ενός διαγωνισμού που ήδη υλοποιείται και στον οποίο  μάλλον προσκείμενοι προς τη ΝΔ επιχειρηματίες προκρίθηκαν.

Μετακινώντας τη συζήτηση από την ουσία περί διαπλοκής, έλεγε ότι ο Τσίπρας  είναι ανίκανος πρωθυπουργός και είπε ψέματα για τις συντάξεις και τον ΕΝΦΙΑ. Πιανόταν από ό,τι έβρισκε, με τρόπο όχι κολακευτικό για  σύγχρονο πολιτικό που νοείται να πλησιάζει τις παραστάσεις  αγοραίων  ρητόρων, με αυτοέπαινους ότι ανεβάζει το επίπεδο.

Μοιραία με αυτή τη στάση του προέδρου της ΝΔ ο Τσίπρας πήρε όλα τα λεφτά. Και σε κάποιες στιγμές ήταν σαν να έκλεβε εκκλησία.