Απλή Αναλογική: ανάμεσα στην κυβερνησιμότητα και την συναίνεση

Του Φώτη Κυζάκη

Ο νέος εκλογικός νόμος, που δεν αποτελεί επαναφορά της παλιάς μορφής της ενισχυμένης αναλογικής που είχε η χώρα, αλλά μια καινούργια μορφή μεικτού εκλογικού συστήματος, ψηφίστηκε τελικά όχι από 200 βουλευτές, όπως ήταν ο στόχος του πρωθυπουργού, αλλά από 163. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι επόμενες εκλογές να γίνουν με απλή αναλογική, την μακροχρόνια δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα. Τι εστί ωστόσο απλή αναλογική; Τι εστί κυβερνησιμότητα και τι συναίνεση στην ελληνική πολιτική σκηνή και κουλτούρα;

Απλή αναλογική σημαίνει ότι η κάθε ψήφος έχει αξία. Δεν υπάρχουν μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, δύσκολα νοούνται αυτοδύναμες κυβερνήσεις, ενώ το κάθε κόμμα παίρνει τις έδρες που αναλογούν στο ποσοστό του. Σύμφωνα με τον πασίγνωστο νόμο του Γάλλου “Πάπα” της πολιτικής επιστήμης, Μορίς Ντιβερζέ, τα αναλογικά συστήματα ευνοούν τον πολυκομματισμό γιατί ακριβώς δεν νοείται χαμένη ψήφος, την ίδια στιγμή ευνοούνται τα μικρά κόμματα καθώς έχουν την δυνατότητα να αυξήσουν τον αριθμό των βουλευτών τους. Για την ακρίβεια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, ένα καθεστώς απλής αναλογικής είναι ένα καθεστώς βουλευτοκρατίας, καθώς ο βουλευτής είναι αποκλειστικά δεσμευμένος με την έδρα, την ψήφο και την εκλογική του περιφέρεια, ενώ σε περιπτώσεις που υπάρχει απόλυτη αναλογικότητα με κατάργηση του εκλογικού κατωφλιού, τα κόμματα στηρίζονται απόλυτα ακόμα και σε ανεξάρτητους βουλευτές, που έχουν τις δικές τους απαιτήσεις για τα δικά τους οφέλη.

Ευτυχώς ο εκλογικός νόμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τόσο ακραίος. Ο εκλογικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί χάος. Είναι αφελές και μικρόμυαλο να πει κανείς ότι η απλή αναλογική δεν αφήνει περιθώρια κυβερνητικών συνασπισμών δύο ή τριών κομμάτων ή ακόμα και με ψήφους αποχής.

Παρόλαυτα έχει σίγουρα προβλήματα. Πρώτον, το ότι αφήνει περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης και παροχής ψήφου εμπιστοσύνης δεν σημαίνει ότι εγγυάται και την σταθερότητα ή αλλιώς την κυβερνησιμότητα. Από την άλλη ωστόσο, η πολιτική της συναίνεσης και των συνασπισμών μέσα από ένα αναλογικό σύστημα, οδηγεί στην υπερβολική σταθερότητα των πολιτικών, που ασκούνται και, που τελικά απονομιμοποιούν το πολιτικό σύστημα και τροφοδοτούν το γνωστό παράπονο “όλοι το ίδιο είναι”.

Οπότε, η απλή αναλογική δεν είναι η καταστροφή που φωνάζουν οι Κασσάνδρες, ούτε όμως και η σωτηρία της συναίνεσης και του πλουραλισμού που λέει η άλλη πλευρά.

Ο πλουραλισμός είναι κάτι πάρα πολύ. Ο πλουραλισμός όμως που δεν έχει αποτέλεσμα, που δεν έχει κανόνες είναι ωστόσο απλά ένας διαρκής πόλεμος ανάμεσα σε πολλούς που νομίζουν ότι έχουν δίκιο.

Καλή η συναίνεση, αλλά σε μια χώρα που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά, η δυνατότητα στην συναίνεση που δυναμώνει και εξομοιώνει όλες τις απόψεις χωρίς κανόνες, χωρίς φραγμούς, δημιουργεί και ενισχύει διαφωνίες και συγκρούσεις, που στην χώρα μας κατά πάσα πιθανότητα έχουν τις ρίζες τους στις τομές του εμφυλίου πολέμου.

Σίγουρα η μεταμνημονιακή Ελλάδα είναι μια διαφορετική Ελλάδα. Είναι μια Ελλάδα της συναίνεσης, της απλής αναλογικής, όπου ο κάθε πολίτης έχει άποψη, έχει πραγματική δύναμη σε αυτόν που τον κυβερνά.

Αυτή η Ελλάδα ωστόσο θα είναι και μια Ελλάδα του νόμου, των κανόνων του παιχνιδιού, με τα χαρτιά ανοιγμένα και τα πάντα οργανωμένα, θεσμοθετημένα σε μια λελογισμένη συναίνεση.

Αυτή η λελογισμένη συναίνεση ανήκει δικαιωματικά στην απλή αναλογική, η οποία όμως πρέπει και η ίδια να είναι λογική. Αυτό θεωρώ θα επιτευχθεί μέσα από δύο πρόσθετα στοιχεία:

  1. Εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας: εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας σημαίνει ότι για να πέσει μια κυβέρνηση λόγω έλλειψης της εμπιστοσύνης της Βουλής, πρέπει να υπάρξει μια νέα πλειοψηφία εντός της ίδιας Βουλής, που θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης σε μια νέα κυβέρνηση. Δηλαδή με άλλα λόγια, πρόωρες εκλογές δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο με την παραίτηση της κυβέρνησης. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται στην μεταπολεμική Γερμανία και έχει ως στόχο ακριβώς τον συνδυασμό της σταθερότητας και της αναλογικότητας.
  2. Μεγάλος Συνασπισμός σε περίπτωση αποτυχίας των διερευνητικών εντολών: Οι Μεγάλοι Συνασπισμοί είναι πιο σταθερές και αξιόπιστες συμμαχίες στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Και αυτό γιατί περιλαμβάνουν τους δύο ισχυρούς αντιπροσώπους των δύο κυρίαρχων πυλώνων ιδεών. Αποτελεί μια κυβερνητική συμμαχία ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ένα από την κεντροδεξιά και ένα από την κεντροαριστερά, που είναι βασισμένη πάνω σε μια συμφωνία πολιτικής. Κάθε κόμμα λαμβάνει έναν αριθμό υπουργείων, ύστερα από συμφωνία και συναίνεση ακριβώς για την πολιτική που θα ασκηθεί, που κατά πάσα πιθανότητα θα προέρχεται μέσα από τα πεδία μαχών της εκλογικής αναμέτρησης. Με αυτόν τον τρόπο κάθε κόμμα θα αξιολογείται για την πολιτική την οποία θα ασκήσει στα υπουργεία που αναλαμβάνει. Σε περίπτωση, λοιπόν, που οι διερευνητικές εντολές αποτύχουν, δεν προκύψει δηλαδή κυβερνητικός συνασπισμός, τα δύο μεγάλα κόμματα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργαστούν για την καλή διαχείριση και εφαρμογή ενός προγράμματος συναίνεσης, που θα έχει τις ρίζες του στην προεκλογική περίοδο.

Αυτές οι δύο προσθήκες, θεωρώ, ότι θα δώσουν στην απλή αναλογική τον χαρακτήρα της νέας εποχής, της νέας εποχής της συναίνεσης, της συζήτησης, της προόδου, γιατί πρόοδος είναι να λύνεις προβλήματα και όχι στην προσπάθεια να τα λύσεις να δημιουργείς κι άλλα.

Η Ελλάδα της νέας εποχής είναι μια Ελλάδα της συναίνεσης. Η συναίνεση όμως πρέπει να γίνει κανόνας και όχι απλά μια δυνατότητα στον αέρα…

*Φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών, συγγραφέας και Διευθυντής της Εφημερίδας «Εναλλακτική»