Από το Όχι στο Ναι- δυο χρόνια μετά: Νικητές και Ηττημένοι

Του Νίκου Λακόπουλου

Αν εξαιρέσουμε την περίοδο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που μάλλον ο πρωθυπουργός δεν θέλει να θυμάται σε λίγο, θα συμπληρωθούν δυο χρόνια από όταν το βασικό κυβερνητικό κόμμα -έχοντας χάσει την αριστερή του πτέρυγα κέρδισε και πάλι τις εκλογές.

Ήταν μια πύρρειος νίκη, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε ένα μέρος των ψηφοφόρων του, αλλά χάρη στην μεγάλη αποχή και τις απώλειες που είχε και η Νέα Δημοκρατία  η πρώτη φορά στην κυβέρνηση Αριστερά πήρε το ίδιο ποσοστό. Με τη συνεργασία του μικρού κόμματος της λαϊκής δεξιάς σχημάτισε και πάλι μια κυβέρνηση- που στηρίζεται σε πλειοψηφία συμπαγή -από ότι φάνηκε σε όλες τις κρίσιμες ψηφοφορίες στη Βουλή.

Αυτή τη φορά ο λαός που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ ήξερε. Η κυβέρνηση που θα καταργούσε το μνημόνιο με ένα άρθρο ανέλαβε να εφαρμόσει το δικό της, ως αναγκαίο κακό: θα εφαρμόσουμε το μνημόνιο για να ξεφύγουμε από τα μνημόνια.

H αλήθεια είναι πως μετά το σοκ -που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία- μπροστά στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την απειλή του Grexit και τα κάπιταλ κοντρόλς το εκλογικό σώμα αντί για διαδηλώσεις και παρά τις λίγες συμπλοκές πέρασε σε μια απάθεια που εκφράζεται με την αποχή από τις εκλογές.

Η στροφή ήταν θεαματική. Σχεδόν όλοι οι ηγέτες, διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, ο τύπος επαίνεσαν αυτή την στροφή στον ρεαλισμό που έφερε σε αδιέξοδο τα κόμματα τα αντιπολίτευσης -που ψήφισαν το τελευταίο μνημόνιο.

Η αντιμνημονιακή ρητορική κατέρρευσε μετά το σοκ και η αντιπολίτευση πλέον ασκείται με στόχο τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα -που θα πρέπει να απολογείται για κάτι που δεν έκανε. Πώς ετοίμαζε την έξοδο την Ελλάδας από την οικογένεια της Ευρώπης ή πως …χρησιμοποιεί στις μετακινήσεις του στρατιωτικά αεροπλάνα. Πως έχει σχέσεις με τον Μαδούρο ή πώς ήταν καταληψίας όταν ήταν νέος. Πως άλλαξε πολιτική ή πως ήταν διακοπές όταν η Αττική καιγόταν, ίσως όχι όσο η αντιπολίτευση θα ήθελε.

Η τρίτη αξιολόγηση θα ολοκληρώσει τον κύκλο της απόλυτης μεταστροφής ενός κόμματος -ή μάλλον δύο κομμάτων- που εξελέγησαν με κορώνες πως θα το κάνουνε …Κούγκι, αλλά αποδείχτηκαν οι πιο καλοί μαθητές της προσαρμογής στην πραγματικότητα απέναντι στους «τοκογλύφους, δανειστές, εκβιαστές». Ο «έντιμος συμβιβασμός» είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός. Η Αριστερά του «Δεν πληρώνω», «Ούτε ένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», «Κάτω τα χέρια από το λιμάνι» εφαρμόζει μια πολιτική φόρων, «τάξης» και ιδιωτικοποιήσεων που δεν τολμούσε καμμιά άλλη κυβέρνηση να περάσει από τη Βουλή- χωρίς να δει χιλιάδες «αγανακτισμένους» έξω από τη Βουλή να προπηλακίζουν βουλευτές. Τι απέγιναν οι Αγανακτισμένοι;

H αλήθεια είναι πως μετά το σοκ -που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία- μπροστά στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την απειλή του Grexit και τα κάπιταλ κοντρόλς το εκλογικό σώμα αντί για διαδηλώσεις και παρά τις λίγες συμπλοκές πέρασε σε μια απάθεια που εκφράζεται με την αποχή από τις εκλογές. Περίπου δυο εκατομμύρια ψηφοφόροι έπαψαν να συμμετέχουν στις εκλογές τα χρόνια της κρίσης. Από τις πολιτικές διαδικασίες και τις διαδηλώσεις συνταξιούχων, «επαγγελματιών» με γραβάτες- δηλαδή της μικροαστικής τάξης- και αγροτών απουσιάζει ένα μεγάλο κι άλλοτε κρίσιμο τμήμα της κοινωνίας που αποτελούσε το βαρόμετρο των εξελίξεων: οι νέοι και ιδιαίτερα οι φοιτητές.

Η νέα πολιτική κρίση εκπροσώπησης -που στις δημοσκοπήσεις έχει το όνομα του …Κανένα που αποτελεί τον πιο κατάλληλο για πρωθυπουργό εκφράστηκε με δυο τρόπους που αποτελούν μια ενιαία εικόνα -ως συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν υπάρχουν πλέον δυο μεγάλα κόμματα- ίσως δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά. Αλλά δεν υπάρχουν και μικρά κόμματα που θα μεγαλώσουν, όπως άλλοτε το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η κρίση εκφράζεται ως συνολική απαξίωση των κομμάτων -με μεγαλύτερο θύμα το άλλοτε κραταιό «σοσιαλιστικό κόμμα» που με διάφορα πρόσωπα κατάφερνε να κυριαρχεί στις εξελίξεις ως κόμμα εξουσίας. Τη θέση του πήρε ένα φάντασμα που κινείται πάνω στις στάχτες του ΠΑΣΟΚ με δεδομένο ότι πάνω από το μισό του πληθυσμού εντάσσει τον εαυτό του στο χώρο της Κεντροαριστεράς που δεν εκπροσωπείται ή εκπροσωπούν μικρές κινήσεις και ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα η κρίση με την ισοπέδωση του ΠΑΣΟΚ του 44-48% και την υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας σε ποσοστά γύρω στο 30% εμφανίζεται ως το τέλος των «μαζικών κομμάτων». Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αυξήσει τα μέλη του -παρά ελάχιστα- και τα κόμματα που είχαν πάνω από 200.000 μέλη, όπως το ΠΑΣΟΚ είναι παρελθόν.

Με ή χωρίς απλή αναλογική το νέο πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την απουσία του Μεσσία που ενώνει κόμματα και κομματίδια και κάνει μια μεγάλη παράταξη, πάντα έτοιμη να διαλυθεί στα κομμάτια που την αποτελούν.

Το νέο σύστημα έχει τη λογική των μετώπων με συνεργαζόμενα κόμματα -ακόμα και από την …άλλη παράταξη. Οι συνεργατικές κυβερνήσεις βασίζονται στη λογική του τ ό ξ ο υ, είτε πρόκειται για ευρωπαϊκό, αντιμνημονιακό, εθνικό μέτωπο, όπου ο στόχος της εξουσίας χρειάζεται ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα. Με τις κυβερνήσεις που σχηματίζονται από δύο, τρία ή περισσότερα κόμματα εξαφανίστηκε και ο “μεγάλος ηγέτης’ που αποφασίζει, διαγράφει, συγχωρεί και επανεντάσσει στο κόμμα. Αυτός που παίρνει την ιστορία πάνω του και συναλλάσσεται μαζί της ως ένα είδος Μωυσή. Ο Μεγάλος Αρχηγός.

Η πρακτική του ηγέτη που μόλις εκλέγεται στο κόμμα διαγράφει και δυο-τρεις για να εδραιώσει την εξουσία του παρατηρείται ως ένα είδος μικρο-μεγαλομανίας που αποδεικνύεται φαιδρή. Οι διαγραφέντες είτε επιστρέφουν πριν τις εκλογές, είτε εντάσσονται σε ένα άλλο κόμμα- κατά προτίμηση το αντίπαλο, έχοντας κάνει ήδη το δικό τους «κόμμα» μιας χρήσης. Τα κόμματα αρχών είναι πλέον πολιτικά κάμπιγκ χωρίς “τμήματα μελετών και διαφώτισης” γιατί τα γραπτά μένουν και κανείς δεν ξέρει αύριο τι ξημερώνει.

Οι πολιτικές “θέσεις” αντικαθίστανται πλέον από γενικές “ιδέες” όπως “να πάρουμε …τη ζωή στα χέρια μας”, νίκη, αλλαγή, ελπίδα- μια ασαφή υπόσχεση καθολικής αποδοχής από όλους όπως τα συνθήματα “Πάμε”, ‘Πάμε μαζί” ή πάμε όλοι μαζί”. Το πού θα το δούμε στο δρόμο.

Οι γραμμές ανάμεσα στην Δεξιά και την Δημοκρατική Παράταξη ξεπεράστηκαν αφότου τα δυο τότε μεγάλα κόμματα σχημάτισαν- λόγω εθνικού σκοπού- κυβέρνηση τύπου «εθνικής σωτηρίας». Το τέλος των γραμμών εκφράστηκε από το πρωτοφανές και για πολλούς επονείδιστο φαινόμενο της συνεργασίας ενός αριστερού κόμματος με ένα δεξιό με άξονα και στόχο την εξουσία, δείγμα ενός πολιτικού κυνισμού που έρχεται από το μέλλον.

Οι μεταγραφές -για τις οποίες θα τρίβουμε τα μάτια μας- θα εμφανιστούν ως φαινόμενο πολιτικού αμοραλισμού στις επόμενες εκλογές στα ψηφοδέλτια των κομμάτων. Ήδη πάντως  εισπράττουμε μια προκαταβολή από το …κόμμα των μη επαγγελματιών- που αφού εξελέγησαν με κόμματα όπως το Ποτάμι βρήκαν την εκλογή ως εισιτήριο να διαπραγματευτούν την έδρα τους χτίζοντας μια λαμπρή ή θλιβερή καριέρα.

Πιθανόν όλα αυτά να αποτελούν το οριστικό τέλος του Εμφυλίου Πολέμου -με τις ψυχώσεις του και τα μίση, τα πάθη και τις ψευτοιδεολογικές διαμάχες που δεν έχουν πια βάση. Η Αριστερά τα πάει καλά με τους Αμερικάνους και τις βάσεις τους. Η απόπειρα να ιδεολογικοποιηθεί η συμμετοχή ή όχι στην Ευρώπη, με τα Ναι και τα Όχι- το ακατανόητο και φαιδρό δημοψήφισμα- ή την επιστροφή στην δραχμή δεν μπορεί να οργανωθεί πολιτικά. Η Αριστερά καθορίζεται από την ιστορία -που εκποιεί κιόλας ως ιδιοκτησία- κι όχι από τις ιδέες της. Δεν έχει σημασία τι λέει.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός. Αν τεθεί το θέμα Ναι στην Ευρώπη ή Όχι- ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί στην ίδια κυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ -που κάποτε έλεγε Όχι στην Ευρώπη των Μονοπωλίων. Απέναντι θα βρεθεί ένα μέτωπο στο οποίο ανήκουν τόσο η Λαϊκή Ενότητα του Λαφαζάνη, η Εκκλησία και η Χρυσή Αυγή, όσο και τα κατάλοιπα της Χούντας- που ως γνωστόν ήταν η πρώτη που πάγωσε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ -στα πλαίσια ενός …αντιιμπεριαλιστικού εθνικού απομονωτισμού, όπου ο ευρωπαϊσμός, αλλοιώνει τις παραδοσιακές μας -εθνικές- αξίες.

H αλήθεια είναι πως μετά το σοκ -που δέχτηκε η ελληνική κοινωνία- μπροστά στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την απειλή του Grexit και τα κάπιταλ κοντρόλς το εκλογικό σώμα αντί για διαδηλώσεις και παρά τις λίγες συμπλοκές πέρασε σε μια απάθεια που εκφράζεται με την αποχή από τις εκλογές. 

Η νέα έννοια του έθνους που αναζητά ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτη ύλη του αριστερού μεγαλοιδεατισμού είναι προς κατανάλωση, αφού εθνικό συμφέρον είναι τα Πακέτα Γιούνκερ, όπως ήταν τα πακέτα Ντελόρ. Ο ευρωπαϊσμός αυτός- ως ένα είδος συμβιβασμού- αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της κρίσης της ιδεολογίας και της απουσίας μια πραγματικά εθνικής -ή έστω εθνικολαϊκής- στρατηγικής. Να …φάμε, δηλαδή γιατί πεινάμε -σαν τον Καραγκιόζη.

Ανάμεσα σε μια ευρωλιγούρικη «στρατηγική» και μια εθνικολαϊκή πορεία με στόχο την πραγματικά ανεξάρτητη -και όχι πειναλέα, αλλά υπερήφανη Ελλάδα υπάρχει ένα βαθύ χάσμα. Η Ελλάδα που στέκεται στα πόδια της και δεν είναι αποικία που ζητά να τις σβήσουν τα χρέη της είναι αυτή που θα μπορούσε να ανήκει στην Ευρώπη -ως ισοδύναμη κι όχι ως παρίας. Τα μέτρα που μας ζητάνε να πάρουμε είναι τα μέτρα που έπρεπε να είχαμε πάρει και στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι αν η αυτή η χώρα μπορεί να αυτοκυβερνηθεί ή όχι.

Μνημονιακά, αντιμνημονιακά, ψευτοαντιμνημονιακά -με στόχο πάντα το «εθνικό συμφέρον» τα κόμματα ως αποιδεολογικοποιημένοι φορείς οικονομικής υπανάπτυξης έχουν μόνο στόχο τη νομή της εξουσίας ή έστω την δια-κυβέρνηση. Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που προκειμένου να κυβερνήσει αλλάζει απόψεις, παραιτείται από την εξουσία και συμμαχεί ακόμα και με τον Διάβολο ή τον Πάπα.

Στις τελευταίες εκλογές δεν ηττήθηκε η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ ή τα μικρά κόμματα που δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν μια δεξιά ή αριστερή αλτερνατίβα. Ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο νικητής και μαζί με αυτόν η Αριστερά, η Ελπίδα, η Πολιτική, η Ελλάδα.

Φυσικά σε μια χώρα που δεν ξέρει ποια είναι και που θέλει να πάει, με ποιους θα συμμαχήσει, αν θα μείνει ή θα φύγει από την ευρωπαϊκή κοινότητα τα ζητήματα που τίθενται είναι πάντα αναχρονιστικά και εμφανίζονται ως ψευτοδιλήμματα. Το πρόβλημα είναι το μνημόνιο, το χρέος ή το έλλειμμα; H πολιτική έφερε την χρεοκοπία ή η χρεοκοπία έφερε πολιτικές στρατηγικές “αντιμνημονιακές” αδιέξοδες όσο δεν απαντούν στο ερώτημα αν το μνημόνιο έφερε την κρίση,΄η η κρίση το μνημόνιο κι αν τα κυβερνώντα κόμματα με τις πολιτικές τους οδήγησαν στην αναμενόμενη κρίση.

Το βασικό ερώτημα δεν είναι λοιπόν το Ναι ή Όχι στο Δημοψήφισμα. Ούτε ευρώ ή δραχμή, Αριστερά ή Δεξιά. Για όσους απέχουν, για τους φοιτητές που δεν υπάρχουν στην πολιτική ζωή, για όσους είχαν και πάλι ελπίσει είναι αν η πολιτική μπορεί να αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα ή όχι. Προς το παρόν και για πολύ καιρό η απάντηση είναι Όχι.

Ανάμεσα στο 1981 όταν πάλι η Ελπίδα προδόθηκε και η Αλλαγή μετατράπηκε σε φαυλότητα ώσπου μια νέα γενιά με τον Αλέξη Τσίπρα να εκφράσει μια νέα υπόσχεση μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Περίπου όσα θα χρειαστούν -αφού η πολιτική στην Ελλάδα είναι σύγκρουση γενεών- για να αναδιατυπωθεί αυτό που είναι η πολιτική: ένα καινούργιο όραμα- χωρίς το οποίο, όχι μόνο τα κόμματα, αλλά και τα έθνη μαραζώνουν, μεταλλάσσονται ή πεθαίνουν -πάντα για το εθνικό συμφέρον.