Για την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία της Αριστεράς

Του Γιώργου Βεργόπουλου

“ Η συνάρθρωση των δυο πορειών που αποβλέπει στην αποτροπή του κρατισμού και του σοσιαλδημοκρατικού αδιεξόδου, προϋποθέτουν την αποφασιστική και συνεχή υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος βασισμένου σε πλατιές λαϊκές συμμαχίες”

Νίκος Πουλαντζάς, το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός.

Η αναγκαιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ως κόμμα να βαθύνει τους δεσμούς του με την λαϊκή πλειοψηφία που τον στήριξε στις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 δεν αμφισβητείται από κανέναν. Η μετάβαση όμως από την δήλωση προθέσεων στην πρακτική υλοποίηση αυτού του στόχου απέχει ακόμη από την ολοκλήρωση της. Για την ακρίβεια, υλοποιείται σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο της εκπροσώπησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει όλο και περισσότερο να οριοθετήσει τον χώρο του, να αυξήσει τον δημοσκοπικό “σκληρό πυρήνα” του, να παγιώσει τη θέση του ως ο εκλογικός κορμός της ευρύτερης αριστεράς στη χώρα σε αντιπαράθεση με την ιστορική δεξιά.

Αυτό όμως δεν πρέπει να μας είναι αρκετό.

 Όπως αποδείχθηκε καθ όλη την προηγούμενη τριετία της διακυβέρνησης, ο αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνον το κόμμα της ΝΔ αλλά επίσης τα στηρίγματα και οι προσβάσεις του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας (ο Πουλαντζάς θα έλεγε “της αστικής τάξης”) στις δομές και τους θεσμούς του κράτους και του πολιτικού εποικοδομήματος. Συν ο πρόσθετος παράγοντας της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας στους θεσμούς της ΕΕ και μάλιστα σε συνθήκες υπερχρέωσης του ελληνικού κράτους.

Η πολυμέτωπη αυτή σύγκρουση αυτή για να είναι επιτυχημένη προϋποθέτει όχι απλώς την λαϊκή ψήφο στην αριστερά αλλά την ενεργή υποστήριξη της από το μαζικό κίνημα. Άρα την καλλιέργεια ισχυρών προσβάσεων σε όλες τις εκφράσεις του και μια αποτελεσματική πολιτική συμμαχιών μέσα σε αυτές.

Το ερώτημα για την αναγκαιότητα ή όχι αυτών των συμμαχιών μέσα στο κίνημα (τα κινήματα) πρέπει να θεωρηθεί ιστορικά απαντημένο. Αντιλήψεις για την αυτόκεντρη ανάπτυξη του κόμματος της αριστεράς σε κάθε κοινωνικό χώρο αποκλειστικά μέ τις δικές του δυνάμεις, έστω και με λαϊκομετωπικά επιχρίσματα, ανήκουν στην παράδοση άλλων ρευμάτων της αριστεράς και έχουν καταγράψει εδώ και δεκαετίες τα περιορισμένα τους όρια. Ωστόσο είναι χρήσιμο να τονίσουμε ότι οι αντιλήψεις αυτές της αυτόκεντρης κομματικής ανάπτυξης ήταν εσφαλμένες ως τέτοιες και όχι λόγω του φορέα που τις υπηρετούσε. Ακόμη και το καλύτερο, δημοκρατικότερο, πλατύτερο και συνθετικότερο κόμμα της αριστεράς δεν μπορεί να υλοποιήσει με επιτυχία το “πλειοψηφικό μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων” συμμαχώντας μόνο με τον εαυτό του. Για λόγους που αφορούν την πολλαπλότητα των ταξικών συγκροτήσεων αλλά και τη σχετική αυτονομία της πολιτικής εκπροσώπησης από το οικονομικό επίπεδο.

Το λογικά επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι η επιλογή και η κατεύθυνση αυτών των συμμαχιών στην κοινωνία. Η προφανής αλλά κατά τη γνώμη μου καθόλου  πλήρης απάντηση είναι “με τις δυνάμεις της εργασίας”. Η απάντηση αυτή παρουσιάζει δυο προβλήματα. Το ένα είναι η ετερογένεια των “δυνάμεων της εργασίας” που έχει συντελεστεί με την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η μείωση της οργανωμένης (με φορντιστικούς όρους) βιομηχανικής εργατικής τάξης, η μεγάλη διάδοση των επισφαλών και περιστασιακών μορφών απασχόλησης, η δυσκολία εκπροσώπησης των ανέργων, η προβληματική κατηγοριοποίηση των “αυτοαπασχολούμενων”, η εμφάνιση αλληλέγγυων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, η αύξηση των συνταξιούχων ως ποσοστό του συνόλου που κάνει δύσκολη την παραδοσιακή αντιμετώπιση τους ως κομμάτι της κοινωνικής τάξης και κατηγορίας από την οποία προέρχονται.

Το δεύτερο πρόβλημα στην παραδοσιακή απάντηση “συμμαχούμε με τον κόσμο της εργασίας”  είναι ακόμη μεγαλύτερο, είναι ένα θεωρητικό πρόβλημα με το οποίο αναμετρήθηκε σκληρά ο Νίκος Πουλαντζάς στο σύνολο του έργου του,  το πρόβλημα του οικονομικού αναγωγισμού.

Ο οικονομικός αναγωγισμός είναι το περίφημο “η οικονομική βάση καθορίζει τα πάντα σε τελευταία ανάλυση”. Που στο ζήτημα των συμμαχιών συχνά (και εσφαλμένα) σημαίνει την  αναζήτηση αποκλειστικά της άμεσης έκφρασης και εκπροσώπησης των οικονομικών συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων προσπερνώντας την πολυπλοκότητα του πολιτικού και ιδεολογικού εποικοδομήματος. Εγχείρημα σχεδόν ανέφικτο γιατί ως γνωστόν “η τάξη είναι σύνθετος κοινωνικός, πολιτικός και  ιδεολογικός προσδιορισμός”.

Δεν υπάρχει διασφαλισμένη διαδικασία μέσα στην κοινωνική διαπάλη με την οποία μπορεί το κόμμα της αριστεράς να προσεγγίσει τις δυνάμεις της  εργασίας και γενικότερα κάθε κοινωνική δύναμη ανεξάρτητα από τον πολιτικό και ιδεολογικό περίγυρο. Ο δεξιός εργάτης είναι εργάτης αλλά είναι και δεξιός, για λόγους βαθύτερους από μια απλή έλλειψη ενημέρωσης. Για λόγους παιδείας, οικογενειακών εγγραφών, πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου.

Η υπέρβαση του οικονομικού αναγωγισμού είναι στην συγκρότηση του ζητούμενου πλειοψηφικού μετώπου μέσα από μια διαδικασία κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών στην οικονομία και στο εποικοδόμημα ταυτόχρονα. Με στόχους από την αύξηση του κατώτερου μεροκάματου μέχρι την αλλαγή των σχέσεων Εκκλησίας – κράτους. Με επίγνωση ότι η σχετική βαρύτητα αυτών των στόχων θα διαφοροποιείται από κοινωνικό χώρο σε κοινωνικό χώρο, από κίνημα σε κίνημα.

Και επίσης με στοχευμένη  προσπάθεια για την επικοινωνία με τα μη εκπροσωπούμενα  στους θεσμούς και στην πολιτική τμήματα της κοινωνίας μας. Μια από τις συνέπειες της κρίσης είναι η μαζικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής περιθωριοποίησης και οι πολίτες αυτοί  σε μεγάλο ποσοστό είδαν την προσωπική και συλλογική ελπίδα στον  ΣΥΡΙΖΑ  στις εκλογές του 2015. Η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης αντικειμενικά είναι στο πλευρό τους αλλά αυτό δεν διασφαλίζει από μόνο του την πολιτική και κοινωνική τους δραστηριοποίηση.

Απομένει ένα ζητούμενο.  Αν ο ΣΥΡΙΖΑ την ίδια στιγμή σε ένα συνδικάτο συμμαχεί με τα πιο αγωνιστικά ταξικά στοιχεία, στο κίνημα για τις ελευθερίες με τις ελευθεριακές, αντιαπαγορευτικές και δικαιωματικές απόψεις ανεξαρτήτως ταξικού και (σε ένα βαθμό) κομματικού προσανατολισμού σε ένα Δήμο με δυνάμεις και πρόσωπα  που θέτουν ισχυρούς περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και αναπτυξιακούς στόχους σε τοπικό επίπεδο, απαιτείται η πολιτική συνοχή αυτής της πολυμορφίας και η συνάρθρωση της σε ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο με αριστερό και προοδευτικό πρόσημο. Καθήκον που προϋποθέτει ένα μαζικό κόμμα με εξωστρεφή προσανατολισμό, που δεν αισθάνεται αμήχανα μέσα σε μια δυναμική πολιτική κοινωνικών συμμαχιών αλλά τις εκφράζει αποτελεσματικά στο πολιτικό επίπεδο.

ΑΠΟ ΤΟ METASXHMATΙSMOS.GR