Δημόσιο και ψηφοθηρία σε πρώτο πλάνο

Του Μελέτη Ρεντούμη

Η κυβέρνηση την ώρα που διαπραγματεύεται με τους θεσμούς την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια αλλά και την εποπτεία της επόμενης ημέρας, γνωρίζει πολύ καλά ότι θα πρέπει να συμφωνήσει σε συγκεκριμένο πλάνο μεταρρυθμίσεων αλλά και σε νέα δημοσιονομικά μέτρα που αφορούν περικοπή συντάξεων καθώς και αφορολόγητου ορίου.

Με αυτό το σκεπτικό, ο κυβερνητικός σχεδιασμός παραμένει αταλάντευτος στο να δώσει έμφαση όχι στον εκσυγχρονισμό όπως θα περίμενε κανείς της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά στην αύξηση των προσλήψεων πάσης φύσεως, ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις της κοινωνίας και έτσι όσοι προσλαμβάνονται προσωρινά ή μόνιμα να θεωρούνται αυτόματα και δυνητικοί ψηφοφόροι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της κυβερνητικής του θητείας, δεν ήθελε να εφαρμόσει καμία αξιολόγηση στο δημόσιο για να μην προκληθούν απολύσεις ακόμα και επίορκων υπαλλήλων ώστε να προασπίσει το βασικό του εκλογικό ακροατήριο, το οποίο όμως δείχνει να απομακρύνεται σταδιακά με τα αλλεπάλληλα δημοσιονομικά μέτρα.

Τα στοιχεία των λογαριασμών του κράτους δείχνουν ήδη μία σημαντική αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων τα τελευταία χρόνια κυρίως επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που ανέρχεται άνω του 20% όσον αφορά το έκτακτο και ειδικό προσωπικό που προσλαμβάνεται με διάφορες προκηρύξεις, με κριτήρια και διαδικασίες που δεν είναι σαφή στις περισσότερες περιπτώσεις.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση έχει υπογράψει με τους θεσμούς την τήρηση της αναλογίας μίας πρόσληψης για τέσσερις αποχωρήσεις, αυτό στην πράξη δεν τηρείται καθώς παρακάμπτεται μέσα από τις προσλήψεις των ΝΠΙΔ που δεν ελέγχονται από την Γενική Κυβέρνηση.

Αυτό έχει ως συνέπεια η κυβέρνηση να φουσκώνει τις δημόσιες δαπάνες μέσω άσχετων οργανισμών, με οργανικές θέσεις ή με μετακλητούς υπαλλήλους που δεν θα απαιτούνταν σε καμία περίπτωση αν υπήρχε σοβαρή καταγραφή και αξιολόγηση των αναγκών του ευρύτερου δημοσίου τομέα.

Μάλιστα από τους 726 χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους, οι 566 χιλιάδες είναι μόνιμοι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αποτελούν, ειδικό έκτακτο προσωπικό, μετακλητούς, προσλήψεις σε ΝΠΙΔ, σε ΜΚΟ αλλά και σε προγράμματα του ΟΑΕΔ.

Με λίγα λόγια η κυβέρνηση τόσο μέσω των βασικών ΝΠΙΔ όσο και μέσω των ΟΤΑ σε συνεννόηση πολλές φορές με αρκετούς δημάρχους που δηλώνουν φιλοκυβερνητικοί, προβαίνουν σε προσλήψεις ή σε τακτοποιήσεις συμβασιούχων όπως έγινε πρόσφατα στην καθαριότητα με την ανακοίνωση του διαγωνισμού που μοριοδοτούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τους παλαιότερους υπαλλήλους, που είχαν και την μεγαλύτερη προϋπηρεσία ώστε να προσληφθούν ευκολότερα.

Επίσης έχει παρατηρηθεί φορείς του δημοσίου ακόμη και ΔΕΚΟ να προκηρύττουν προσλήψεις από το πουθενά για εργατοτεχνικό προσωπικό ή για θέσεις καθαρά υποχρεωτικής εκπαίδευσης με τα στοιχειώδη προσόντα, κάτι που διευκολύνει την κυβέρνηση ώστε να γίνονται προσλήψεις χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση και χρονοβόρες διαδικασίες.

Με αυτή την λογική εμφανίζονται 300 νέοι υπάλληλοι στην ΕΥΔΑΠ, άλλοι 100 στα ΕΛΤΑ, 200 στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο και πάνω από 500 στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση κάνει τα πάντα αφενός για να δείχνει στους θεσμούς ότι οι νόμοι και οι δεσμεύσεις τηρούνται και από την άλλη προσπαθεί να καταστρατηγήσει κάθε έννοια σοβαρής διαχείρισης των αναγκών και του προσωπικού του Δημοσίου, αντιμετωπίζοντας τους οργανισμούς ως δεξαμενές προσλήψεων με στόχο πάντα ψηφοθηρικό.

Το πρωτογενές πλεόνασμα μάλιστα που συσχετίζεται και με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, είναι σύμμαχος της κυβέρνησης καθώς φροντίζει μέσω συγκεκριμένων κωδικών να προβαίνει σε ειδικές προσλήψεις ή και αυξήσεις στον Δημόσιο τομέα όταν η μακροχρόνια ανεργία έχει φτάσει στα ύψη και η αγορά λειτουργεί κυρίως με μερική απασχόληση.

Θα ήταν προτιμότερο λοιπόν αν κατανοούσε η κυβέρνηση την πραγματικότητα της οικονομίας, ώστε μέσω μίας σοβαρής καταγραφής των αναγκών, να γίνονται πάντα οι απαραίτητες και μόνο προσλήψεις και όχι τακτοποιήσεις κομματικών φίλων και γνωστών που έχουν ως αντάλλαγμα μία παραπάνω ψήφο στις εκλογές, ενισχύοντας έτσι την μάστιγα του πελατειακού κράτους στην χώρα.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός