Διχάζεται εσωτερικά και δεν έχει ιδεολογικό στίγμα το ΚΙΝΑΛ: Όσο ο Ανδρουλάκης ταλαντεύεται χωρίς πολιτική πυξίδα, επιστρέφει στα ποσοστά του 2015!

Του Γ. Λακόπουλου

  Όταν ανέλαβε την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ο Νίκος Ανδρουλάκης υπήρξαν εκ μέρους ενδείξεις ότι αντιλαμβάνεται ότι το κόμμα του έχει μέλλον και ρόλο στην πολιτική σκηνή μόνο αν έχει έναν συγκεκριμένο στόχο: 

-Να συνταχθεί με την προσπάθεια να φύγει η ΝΔ και η οικογένεια Μητσοτάκη από τη κυβέρνηση. Και ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί με τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση τους καλύτερους δυνατούς όρους συμμετοχής του ΚΙΝΑΛ στην επικείμενη προοδευτική κυβέρνηση. 

 Αυτός ήταν ο μόνος βιώσιμος προσανατολισμός για ένα κόμμα  που συρρικνώθηκε όταν βγήκε έξω από τις ιστορικές ράγες του και επί Βενιζέλου έφτασε στο  4,5%. 

Το 8% της Γεννηματά θα είναι η καλύτερη επίδοσή του από τότε, αν δεν αποκτήσει κουλτουρα συμμετοχής σε κυβερνηση της Δημοκρατικης Παράταξης -της οποια φυσικός επικεφαλής παραμένει ο Τσιπρας και κεντρικός άξονας ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. 

Σ’ αυτό το πλαίσιο οι σχέσεις του του ιδίου και του ΚΙΝΑΛ με τη ΝΔ και τον ΣΎΡΙΖΑ έπρεπε ήδη να είναι διακριτές -για το διαφορετικό περιεχόμενο και την αντίστοιχη ποιότητά τους.

Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ιστορικά και ιδεολογικά είναι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ο Ανδρουλάκης ως επικεφαλής κόμματος της αντιπολίτευσης όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή σε σύγκρουση μαζί τους- με βάση του πρόγραμμα της ενδεχόμενης δημοκρατικής κυβέρνησης

Με αδιαπραγμάτευτο στόχο να μην ξαναγίνει Πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης και γι’ αυτό η ΝΔ να ηττηθεί στη εκλογές, με όσο το δυνατόν πιο δυσμενές αποτέλεσμα.

Εκ παραλλήλου  πρέπει να είναι σαφές ότι  ο ΣΎΡΙΖΑ-ΠΣ και ο Αλέξης Τσίπρας είναι οι εν δυνάμει συνομιλητές του την επόμενη των εκλογών.  Για την ακρίβεια είναι ο Ανδρουλάκης είναι ο εν δυνάμει εταίρος του Τσίπρα για το σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης. 

Καθαρός στόχος, καθαρή πολιτική

 Σ’ αυτό το πλαίσιο  το ΚΙΝΑΛ ευλόγως οφείλει να επιδιώξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό– για να διαπραγματευτεί από καλύτερη θέση  τη συμμετοχή του στη  νέα κυβέρνηση. Χωρίς να αφήνει μετέωρο με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει… 

Μόνο αυτό το νόημα έχει η εκλογική ενίσχυση του και κανένα άλλο. Σε  κάθε περίπτωση πρέπει να είναι σαφές ότι επιδιώκει στη συντριπτική ήττα της Δεξιάς και την όλο και πιο ενισχυμένη -και με τη συμμετοχή του- προοδευτική κυβέρνηση. 

Καθαρός στόχος, καθαρή πολιτική, καθαρές κουβέντες. Τα υπόλοιπα είναι θολούρα που κρύβει ανομολόγητους στόχους.

Πλησιάζουν εκατό μέρες από τη εκλογή του και ο στόχος αυτός έχει ήδη εξαερωθεί και πάντως δεν διακρίνεται ως κεντρική επιδίωξη του. 

 Ο λόγος είναι ορατός: το ΚΙΝΑΛ δεν είναι ενιαίος πολιτικός φορέας και  στο εσωτερικό του υπάρχουν ρήγματα και νησίδες που δεν αποδέχονται την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία Ανδρουλάκη

Τον ανέχονται όσο κινείται στις κατευθύνσεις που του υποδεικνύουν. Τόσο ο Λοβέρδος όσο και ο Γ. Παπανδρέου, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας τον αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού και θα είναι τροχοπέδη, αν δεν τους δείξει ότι το πολιτικό μέλλον τους εξαρτάται από τον ίδιο, γιατί αυτός είναι ο εκλεγμένος αρχηγός. 

Σ’ αυτό διχασμένο κόμμα ο νέος  πρόεδρος δεν έχει επιβάλει ακόμη το  προσωπικό του πολιτικό του, δεν έχει περιγράψει τη ιδεολογία του και δεν έχει ορίσει ανάγλυφα τη  θέση του στο πολιτικό σκηνικό και τις μετεκλογικές εξελίξεις. 

Προσπαθεί να ισορροπήσει στις εσωτερικές αντισυσπειρώσεις  που δεν κρύβουν τις διαφοροποιήσεις τους. Έτσι από τη μια δημόσια παρουσία του  στην άλλη εμφανίζει αντιφάσεις, αλλάζει προσανατολισμό και ρητορική, συγκρούεται με προηγούμενες επιλογές και δεν καθιστά σαφές σε ποιους απευθύνεται. 

Ακόμα και για το όνομα του κόμματος δεν μπορεί να αποφασίσει και  εισηγείται το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σα να είναι εμπορικό κατάστημα. Αν δεν επιχειρούσε στη Βουλή ο συγκροτημένος Μιχάλης Κατρίνης να   επιχρωματίζει “πασοκικά” την οπτική του στην αναμέτρηση με  τη κυβέρνηση, ησύγχυση θα ήταν διαλυτική.

Εν τω μεταξύ εμφανίζονται  σημάδια μικρομεγαλισμού. Ο επικεφαλής ενός κομματος που πήρε μόλις 8% στις τελευταίες εκλογές, επιμένει να το ονομάζει “παράταξη” .

Προφανώς επηρεάζεται από από  δημοσκοπήσεις που επιμένουν να κρατούν πάνω από  τις δέκα μονάδες τη διαφορα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, και φτάνει ως το   σημείο να εμφανίζεται ως.. έτοιμος να κυβερνήσει. 

Είναι σαφής η αδυναμία – ή έστω ο δισταγμός- να πάρει σαφή θέση ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα, μετακινούμενος πότε προς το ένα και πότε προς το άλλο- αλλά προτιμώντας τον Μητσοτάκη στα κρίσιμα θέματα.

Αν συνεχίσει έτσι, πολλοί θα αρχίσουν να υποψιάζονται είτε ότι είναι  υπαρχει άδηλο “ντηλ” μεταξύ τους και παίρνει απόσταση για να ψαρεύει ψηφοφόρους θα θολά νέα του ΣΎΡΙΖΑ, είτε δεν αντιλαμβάνεται τις παραμέτρους  της εσωτερικής και διεθνούς  συγκυρίας και ετεροκαθορίζεται.

Στην τελευταία συνέντευξη του προέδρου του ΚΙΝΑΛ είναι ορατή η έλλειψη συμπαγούς σώματος απόψεων που τον διαχωρίζουν από τις άλλες δυνάμεις.

Από τη μια τάχθηκε υπέρ της αποστολής αμυντικού υλικού στο Κίεβο, υιοθετώντας το σκεπτικό του Μητσοτάκη και από την άλλη άσκηση κριτική δεν συγκαλεί Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών ή δεν συμβουλεύτηκε τα κόμματα, για επιλογές αυτής της τάξης.

Διολίσθησε μαλιστα σε μητσοτακικό υφος αναφέροντας ότι «την ώρα του σκληρού εμφυλίου στην Υεμένη, οι κ. Τσίπρας και Καμμένος διαπραγματεύονταν την αποστολή βαθέως οπλισμού στην Σαουδική Αραβία και μάλιστα με επίσημο τρόπο”. Περσινά ξινά σταφύλια.

Τόνισε ότι “οι ΗΠΑ από το 1990 και μετά έχουν καταπατήσει το διεθνές δίκαιο” αλλα και συντάχθηκε με τη θεωρία Μητσοτακη ,με την  κουφή τοποθέτηση ” πρέπει να είμαστε μπροστάρηδες, για να καταλάβουν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί και όλες οι χώρες πως πρέπει ο, τι συμβαίνει απέναντι στον Πούτιν, πρέπει να ισχύει και για τον Ερντογάν “.

Ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ μάλλον υπερβαίνει το όριο του πολιτικού ρεαλισμού, όταν τοποθετείται σε πολύπλοκα θέματα με απλοϊκό τρόπο.

Τι άλλο είναι όταν λέει ότι με απλές συζητήσεις του με ευρωβουλευτές της Γερμανίας τους έπεισε για το εμπάργκο όπλων στην Τουρκία;

Ποιος θα πάρει στα σοβαρά το ΚΙΝΑΛ όταν ο πρόεδρος του λέει: “Το δίλημμα μετά την πρώτη Κυριακή των εκλογών δεν θα είναι εάν θα ακολουθήσουμε εμείς την ΝΔ ή τον ΣΎΡΙΖΑ, αλλά εμείς θα βάλουμε το πρόγραμμα μας κάτω και θα πρέπει οι άλλοι να αποφασίσουν εάν μπορούν να το ακολουθήσουν”.

Ή όταν καταλήγει με νόημα: Πιστεύω ότι θα γίνουμε και κυβέρνηση”.

Κοντολογίς στο ΚΙΝΑΛ μπορεί να επιχαίρουν με δημοσκοπήσεις, που κάθε άλλο παρά αποτυπώνουν τη δυναμική της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Έχουν όμως πολύ δρόμο μέχρι να πείσουν ότι είναι στέρεη πολιτική δύναμη.

Ο επικεφαλής τους δείχνει, ευλόγως, σημάδια απειρίας  και αδυναμία δημόσιας παρουσίας.

Αυτό άλλωστε εξηγεί και γιατί στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα προτιμούν ως κεντρικό συνομιλητή τους τον -παριστάμενο στις συνόδους τους -Αλέξη Τσίπρα και την κυβερνητική προοπτική του- είτε εντάσσει το ΚΙΝΑΛ τον εαυτό του σ’ αυτή,  είτε όχι.