Διώκουν ξανά την Τουλουπάκη για περιστατικά που αθωώθηκε

Toυ Βασίλη Αδριανόπουλου

Η «σκευωρία Novartis» είναι ακόμη εδώ. Θα περίμενε κανείς πως σε ό,τι αφορά το σκάνδαλο Novartis η ελληνική Δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε να πέσει πιο χαμηλά. Οχι, όμως. Η αντιστροφή της πραγματικότητας συνεχίζεται. Το διακύβευμα παραμένει μονότονα σταθερό: όσοι ενεπλάκησαν με την αποκάλυψη του τεράστιου αυτού σκανδάλου πρέπει να τιμωρηθούν. Θύματα αυτής της εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης είναι ακόμη μια φορά η πρώην εισαγγελέας κατά της διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη αλλά και οι πρώην επίκουροι εισαγγελείς διαφθοράς Χρήστος Ντζούρας και Στυλιανός Μανώλης. Σε βάρος και των τριών ανώτερων δικαστικών λειτουργών έχει ήδη περατωθεί κύρια ανάκριση από το Πρωτοδικείο Πειραιά και αναμένεται η απόφαση του Συμβουλίου Πρωτοδικών Πειραιά αναφορικά με το αν τελικά θα παραπεμφθούν σε δίκη.

Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν αφορούν προφανώς τους χειρισμούς τους στη διερεύνηση της υπόθεσης Novartis. Ακόμη προφανέστερα, αυτές οι κατηγορίες αφορούν δήθεν διαρροή στοιχείων στο Documento. Μικρή λεπτομέρεια: για τα ίδια πραγματικά νομικά περιστατικά έχουν ήδη αθωωθεί βάσει του αμετάκλητου βουλεύματος που εξέδωσε το δικαστικό συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου. Μικρή σημασία έχει όμως αυτό, αφού οι τρεις δικαστικοί λειτουργοί βρίσκονται ενώπιών του να αντιμετωπίσουν ξανά τις ίδιες κατηγορίες λόγω μιας νέας κατάθεσης του Νίκου Μανιαδάκη. Του ανθρώπου δηλαδή που, σύμφωνα με το επίμαχο βούλευμα, κινήθηκε εκδικητικά εναντίον των πρώην εισαγγελέων διαφθοράς. Του ανθρώπου που αποκαλύφθηκε ότι ήταν η βασική πηγή του Documento. Του ανθρώπου που, όπως προκύπτει και από την ανάκριση που ήδη διεξάχθηκε, δεν εισέφερε κάτι καινούργιο μέσω της επίμαχης κατάθεσής του. Λεπτομέρειες…

58η θέση στον Δείκτη Διαφθοράς

Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς γίνεται το Πρωτοδικείο Πειραιά να υποβαθμίζει έτσι την απόφαση του δικαστικού συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου, το οποίο συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς και το οποίο εξέδωσε το συγκεκριμένο αμετάκλητο βούλευμα, με το οποίο αποφασίστηκε η αθωότητα των κατηγορουμένων επί των συγκεκριμένων πραγματικών νομικών περιστατικών. Είναι επίσης απορίας άξιο πώς γίνεται τόσα χρόνια μετά το ξέσπασμα του τεράστιου αυτού σκανδάλου, για το οποίο η Novartis εξαναγκάστηκε να προβεί σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις αμερικανικές αρχές για όσα έπραξε στη χώρα μας καταβάλλοντας περίπου 350 εκατ. δολάρια, στην Ελλάδα να εξακολουθούν να διώκονται όσοι τόλμησαν να ερευνήσουν την υπόθεση.

Ισως βέβαια δεν είναι και τόσο απορίας άξιο. Η ελληνική Δικαιοσύνη μάς έχει συνηθίσει, ειδικά τα τελευταία χρόνια και όχι μόνο στην υπόθεση Novartis, να κλείνει επιδεικτικά τα μάτια στη σωρεία σκανδάλων που έχουν ξεσπάσει κι ακόμη χειρότερα να διώκει όσους τα αποκαλύπτουν. Οπως άλλωστε έγραψε και η γερμανική εφημερίδα «Tageszeitung» («TAZ») την περασμένη Πέμπτη, «οι πελατειακές σχέσεις, ο νεποτισμός και η διαφθορά ανθούν στην Αθήνα, όπως συνέβαινε πάντοτε. Στον Δείκτη Διαφθοράς του οργανισμού Διεθνής Διαφάνεια η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 58η θέση παγκοσμίως, πίσω από τη Ρουάντα και τη Σαουδική Αραβία. Αυτό δεν είναι σύμπτωση».

Σύμφωνα με την «ΤΑΖ», «κάθε φορά που πολιτικοί ή υψηλόβαθμοι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου εμπλέκονται σε σκάνδαλα ή βρίσκονται ακόμη και στο επίκεντρο αυτών η ποινική δικαιοσύνη δυσκολεύεται εμφανώς να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις με την απαραίτητη επιμέλεια και αποτελεσματικότητα, για να μη μιλήσουμε για λογοδοσία και επιβολή ποινών στα εμπλεκόμενα πρόσωπα». Μάλιστα το γερμανικό Μέσο ασκεί δριμεία κριτική και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο, ο οποίος «σύμφωνα με τους επικριτές του, έχει πρωταρχικό του μέλημα να βρεθεί η πηγή πληροφόρησης των μέσων ενημέρωσης και όχι να διαλευκανθούν οι υποθέσεις… Πρόσφατα επιτέθηκε φραστικά στα ερευνητικά μέσα ενημέρωσης της Αθήνας και τα απείλησε απροκάλυπτα με φορολογικούς ελέγχους…». Διεθνής διασυρμός.

Η ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο

Πιο συγκεκριμένα, ο αντεισαγγελέας πρωτοδικών Πειραιά Δημήτρης Σακελλαρόπουλος απέστειλε εισήγηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά στις 23 Δεκεμβρίου 2022, βάσει της οποίας απέρριψε την αίτηση που είχε καταθέσει ο πρώην εισαγγελέας διαφθοράς Στ. Μανώλης να κηρυχθεί άκυρη η προδικασία. Στην εισαγγελική πρότασή του ο Δ. Σακελλαρόπουλος αναφέρει ότι είχε ασκηθεί εναντίον των τριών πρώην εισαγγελέων κατά της διαφθοράς ποινική δίωξη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης για τις πράξεις «της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου και της παραβίασης προσωπικών δεδομένων με τη μορφή της επέμβασης σε σύστημα προσωπικών δεδομένων, ανακοίνωσης και γνωστοποίησης σε μη δικαιούμενα πρόσωπα». Στην αρχή η δίωξη αφορούσε μόνο την Ελ. Τουλουπάκη καθώς η δικογραφία που αφορούσε τους άλλους δύο δικαστικούς λειτουργούς είχε μπει στο αρχείο βάσει των δύο ξεχωριστών πορισμάτων που εξέδωσαν οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Ζαχαρής και Λάμπρος Σοφουλάκης. Οχι για πολύ όμως.

Η δικογραφία στάλθηκε στην ανακρίτρια του ειδικού δικαστηρίου Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, η οποία έκρινε ότι οι επίμαχες κατηγορίες δεν αφορούσαν πολιτικό αδίκημα. Εκρινε δηλαδή ότι για τις επίμαχες κατηγορίες δεν εμπλεκόταν ως συμμέτοχος ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, άρα το ειδικό δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να τις εξετάσει. Ετσι η Κ. Αλεβιζοπούλου απέστειλε το επίμαχο σκέλος της δικογραφίας στην τακτική Δικαιοσύνη και συγκεκριμένα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Ακόμη μια μικρή λεπτομέρεια: ενώ η Κων. Αλεβιζοπούλου θα μπορούσε να προβεί σε αυτή την ενέργεια από την πρώτη στιγμή, περίμενε περίπου ενάμιση χρόνο μέχρι να αποστείλει το συγκεκριμένο σκέλος της δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.

Στη συνέχεια ο 12ος τακτικός ανακριτής Αθηνών απέστειλε έγγραφο προς τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγ. Ζαχαρή στις 8 Απριλίου 2022 ζητώντας την ανάσυρση της υπόθεσης, επικαλούμενος «ως νέο στοιχείο την από 16-3-2022 ένορκη κατάθεση του Νικόλαου Μανιαδάκη». Ο Ευάγγ. Ζαχαρής έκανε δεκτό το αίτημα διότι «από την εξέταση των νεότερων στοιχείων εκρίθη ότι δικαιολογείται η επανεξέταση της υπόθεσης».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ουδέν σχετικό ερώτημα απεστάλη στον κ. Σοφουλάκη.

Τελικώς η ποινική δίωξη που αρχικά αφορούσε μόνο την Ελ. Τουλουπάκη επεκτάθηκε και στους δύο επίκουρους. Μετέπειτα η υπόθεση διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά λόγω του κανονισμού αρμοδιότητας.

Ο… αξιόπιστος μάρτυρας Μανιαδάκης

Στις 6 Δεκεμβρίου 2022 η Ελ. Τουλουπάκη απέστειλε ενώπιον της ανακρίτριας του Β΄ ανακριτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης-Μαρίας Ντόρτου υπόμνημα επικαλούμενη λόγους απόλυτης ακυρότητας της δίωξής της. Το υπόμνημα αυτό –σε αντίθεση με του Στ. Μανώλη– ο αντεισαγγελέας Δ. Σακελλαρόπουλος δεν το απάντησε και γι’ αυτό τον λόγο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά θα πρέπει να γυρίσει πίσω τη δικογραφία, αφού δεν απαντήθηκαν οι ενστάσεις της Ελ. Τουλουπάκη.

Αξίζει παρ’ όλα αυτά να αναφερθεί ότι στην εισήγηση που είχε αποστείλει προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά ο αντεισαγγελέας Δ. Σακελλαρόπουλος, ζητώντας την παραπομπή σε δίκη και των τριών πρώην εισαγγελέων διαφθοράς, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «δεν παραβιάσθηκε το δεδικασμένο», επικαλούμενος τα νέα στοιχεία, δηλαδή την κατάθεση του Ν. Μανιαδάκη.

Συγκεκριμένα, ο Δ. Σακελλαρόπουλος στην επίμαχη εισήγηση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι τρεις εισαγγελείς «δεν εξέταζαν τον ανωτέρω μάρτυρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ, με υποβολή ερωτήσεων από τους εισαγγελείς και καταχώρηση απαντήσεων του εξεταζόμενου, αλλά αυτός εισέφερε το κείμενο της κατάθεσής του με USB σε αυτούς… Επίσης, οι κατηγορούμενοι, ως εκ της θέσεώς τους έχοντας πρόσβαση στα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία οι ίδιοι συνέλεγαν, γνωστοποίησαν στον Βαξεβάνη Κωνσταντίνο το περιεχόμενο των από 27/11/2018 και 28/11/2018 καταθέσεων του μάρτυρα υπό την κωδική ονομασία Μάξιμος Σαράφης, με τις οποίες ο τελευταίος ενέπλεκε, ως μεσάζοντα, σε δωροδοκία πολιτικών προσώπων τον προστατευόμενο μάρτυρα Νικόλαο Μανιαδάκη, που αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα που αφορούσαν τον Νικ. Μανιαδάκη».

Μόνο που πρόκειται για τα ίδια πραγματικά νομικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο εξέδωσε το αμετάκλητο βούλευμά του και αρχειοθετήθηκαν οι κατηγορίες εναντίον των τριών πρώην εισαγγελέων διαφθοράς. Δηλαδή οι επίμαχες κατηγορίες έχουν στην πραγματικότητα ήδη κριθεί από ανώτατους δικαστές.

Ενταλμα βίαιης προσαγωγής

Στις 8 Δεκεμβρίου 2022 η ανακρίτρια του Β΄ τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέδωσε διάταξη βάσει της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της Ελ. Τουλουπάκη, παρότι γίνεται η παραδοχή ότι «ουδέν νεότερο εισφέρεται με τη μαρτυρική αυτή κατάθεση» του Ν. Μανιαδάκη.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό, αφού η ανακρίτρια είχε εκδώσει και ένταλμα βίαιης προσαγωγής –δεν εκτελέστηκε– εναντίον της Ελ. Τουλουπάκη, ενώ η τέως εισαγγελέας διαφθοράς ξεκάθαρα ζητούσε απόφαση επί των ενστάσεών της προκειμένου στη συνέχεια να παρουσιαστεί στην ανάκριση.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στη συνέχεια η επίδοση της παραπεμπτικής εισαγγελικής πρότασης (πραγματοποιήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2022) δεν έγινε στο γραφείο της Ελ. Τουλουπάκη στο Εφετείο Αθηνών, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά στο σπίτι της, με αποτέλεσμα να τη δει στις 29 Δεκεμβρίου αφού απουσίαζε από την Αθήνα. Την ίδια ημέρα η κ. Τουλουπάκη απέστειλε αίτημα προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά να της αποσταλεί ηλεκτρονικά αντίγραφο της εισαγγελικής πρότασης. Στην απάντηση της εισαγγελίας αναφερόταν ότι η δεκαήμερη προθεσμία για την αντίκρουση της εισαγγελικής πρότασης από την Ελ. Τουλουπάκη έληγε στις 2 Ιανουαρίου 2023. Η πρώην εισαγγελέας διαφθοράς απέστειλε στις 2 Ιανουαρίου 2023 υπόμνημα προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά αιτούμενη η δεκαήμερη προθεσμία αντίκρουσης της εισαγγελικής πρότασης του Δ. Σακελλαρόπουλου να ξεκινήσει από όταν έλαβε ηλεκτρονικά την εισαγγελική πρόταση.

Στο μεταξύ η Ελ. Τουλουπάκη απέστειλε και σχετικό υπόμνημα.

«Ενήργησαν συννόμως»

Αναφορικά με όσα επισημαίνει η κ. Τουλουπάκη, στις εύλογες ενστάσεις της τίθεται λόγος ακυρότητας, καθώς «για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο αόριστο και αβάσιμο κατηγορητήριο έχει ήδη εκδοθεί η από 07.07.2020 διάταξη αρχειοθέτησης δικογραφίας ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Λάμπρου Σοφουλάκη 270 περίπου σελίδων, με την οποία έπειτα από εξαντλητική ανάλυση και αξιολόγηση του συνόλου των καταγγελιών, μηνύσεων, αναφορών κ.λπ. και των αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή ταυτόσημου αποδεικτικού υλικού με αυτό που εμπεριέχεται στην ενώπιόν σας δικογραφία, ο ως άνω αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρχειοθέτησε τη δικογραφία της ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για τον λόγο ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση των διερευνηθέντων αδικημάτων».

Οπως αναφέρει η πρώην εισαγγελέας διαφθοράς, στο πόρισμα που εξέδωσε τον Ιούλιο του 2020 ο αντεισαγγελέας Λ. Σοφουλάκης οι κατηγορίες που της είχαν τότε αποδοθεί και οι οποίες πλέον επαναφέρονται είχαν κριθεί βάσει της πράξης αρχειοθέτησης που είχε εκδώσει ο αντεισαγγελέας ΑΠ, καθώς προέκυπτε σαφώς ότι οι κατηγορούμενοι εισαγγελείς «ενήργησαν συννόμως και εντός των πλαισίων των δικαστικών τους καθηκόντων, χωρίς να διαπιστωθεί και δη σε επίπεδο ενδείξεων κίνησης ποινικής δίωξης που αξιώνει ο νόμος, η τέλεση των αποδιδόμενων σ’ αυτούς αξιοποίνων πράξεων…».

«Ουδόλως πιέστηκαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες»

Δεν είναι όμως μόνο η επίμαχη πράξη αρχειοθέτησης αλλά και το αμετάκλητο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναγράφεται ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση» σε όλες «τις καταθέσεις τους έχουν επιβεβαιώσει ότι πάντοτε κατέθεταν οι ίδιοι με φυσική παρουσία τους και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, προτροπή, υποβολή από τους εισαγγελείς, ενώ ουδείς εκ των μαρτύρων έχει καταθέσει ότι έδινε προδιατυπωμένες καταθέσεις».

Αναφορικά με τη διαφορετική γραμματοσειρά που υπήρχε στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, στο βούλευμα αναφέρεται ότι «δεν είναι αρκετή να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί προδιατυπωμένων καταθέσεων και περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευόμενων μαρτύρων μέσω USB ή μέσω e-mail. Η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, σε προφανή αβλεψία των εισαγγελέων αυτών και στην ένταση που υπήρχε κατά τη λήψη των καταθέσεων, εφόσον όπως είναι φανερό θα μπορούσαν αυτοί εύκολα να είχαν προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου των καταθέσεων ώστε να μην υπάρχει διαφορά, ενώ κρίνεται ότι αν οι καταθέσεις ήταν προδιατυπωμένες (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα), οι εισαγγελείς θα φρόντιζαν να μην αποκαλυφθεί η προαναφερόμενη κατ’ αυτών αιτίαση, προβαίνοντας εύκολα σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου».
Αλλωστε «κατά την εξέτασή τους άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν αυτοβούλως όσα γνώριζαν για την υπόθεση… ενώ ουδόλως πιέστηκαν ή καθοδηγήθηκαν από τους εισαγγελείς να καταθέσουν στοχευμένα εις βάρος των δέκα πολιτικών προσώπων… Ουδέποτε πιέστηκαν προκειμένου να καταθέσουν, αλλά κατέθεσαν με δική τους πρωτοβουλία και μετά από περίσκεψη, έχοντας πλήρη γνώση όσων καταθέτουν…».

«Ο Μανιαδάκης κινήθηκε εκδικητικά»

Το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου ήταν κόλαφος και σε ό,τι αφορά τον Ν. Μανιαδάκη, αφού «με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι όλα όσα καταθέτει περί πιέσεών του, όταν είχε την ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία “Ιωάννης Αναστασίου”, να καταθέσει περιστατικά σε βάρος υπουργών και μάλιστα συγκεκριμένων, με απειλές και εκβιασμούς σε βάρος του από τους εισαγγελείς, είναι αναπόδεικτα».

Παράλληλα, ο Ν. Μανιαδάκης «ανέφερε όλα τα ανωτέρω οψίμως και έχοντας την ιδιότητα του κατηγορουμένου στην υπόθεση της Novartis για τις πράξεις της παθητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα επί της σχηματισθείσης σε βάρος του δικογραφίας… γνωρίζοντας ότι δεν δεσμεύεται από καθήκον αληθείας, προφανώς για να αποσείσει τις κατηγορίες σε βάρος του…». Μάλιστα βάσει του βουλεύματος ο Ν. Μανιαδάκης κινήθηκε εκδικητικά εναντίον των πρώην εισαγγελέων διαφθοράς αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «άπαντες οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν. Ο Ν. Μανιαδάκης φαίνεται ότι ενήργησε ως άνω εκδικητικά και για τον λόγο ότι απώλεσε την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία, ως ελέχθη, ανακλήθηκε με πράξη της τότε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και με τη σύμφωνη γνώμη και έγκριση του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εποπτεύοντος το έργο των Εισαγγελέων Διαφθοράς, Ιωάννη Αγγελή…».

Τουλουπάκη: «Μου αποδίδετε τις ίδιες κατηγορίες»

Θύματα της εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης είναι και πάλι η πρώην εισαγγελέας διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη αλλά και οι πρώην επίκουροι εισαγγελείς διαφθοράς που, αφού αθωώθηκαν από το ειδικό δικαστήριο για τους χειρισμούς τους στην υπόθεση Novartis, προτείνεται ξανά η παραπομπή τους για τα ίδια αδικήματα

Ως αποτέλεσμα, το δικαστικό συμβούλιο του ειδικού δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι «δεν προέκυψαν κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων εισαγγελέων στο ακροατήριο για την πράξη της πλημμεληματικής κατάχρησης εξουσίας. Οσον αφορά την επικουρικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος (259 ΠΚ), που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την κατάχρηση εξουσίας, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία…».

Στο υπόμνημα που υπέβαλε η Ελ. Τουλουπάκη αναφέρει ότι το κατηγορητήριο της πρώην ανακρίτριας του ειδικού δικαστηρίου Κων. Αλεβιζοπούλου «επί του οποίου έκρινε το πιο πάνω αμετάκλητο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του Ειδικού δικαστηρίου ότι αυτό δεν θεμελιώνεται σε βάρος μου και με απάλλαξε αμετάκλητα ως προς όλες τις κατηγορίες που μου αποδόθηκαν περιλαμβάνει και εμπεριέχει τις ίδιες κατηγορίες που μου αποδίδετε και εσείς».

Επίσης, το επίμαχο βούλευμα έκρινε ότι δεν προέκυψαν νέα στοιχεία εις βάρος της πρώην εισαγγελέα διαφθοράς ούτε από την ανάκριση που διεξήγαγε η Κων. Αλεβιζοπούλου, με αποτέλεσμα, όπως σημειώνει η Ελ. Τουλουπάκη, «να εξακολουθεί να ισχύει για εμένα το δεδικασμένο, που απορρέει από την από 07.07.2020 απαλλακτική διάταξη του αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Λάμπρου Σοφουλάκη. Δηλαδή, σύμφωνα με το βούλευμα, κλήθηκα σε απολογία από την τότε ανακρίτρια κατά παράβαση του δεδικασμένου…».

«Αν είμαι ένοχη, ο Μανιαδάκης είναι συμμέτοχος»

Ακόμη ένας λόγος ακυρότητας, σύμφωνα με την κ. Τουλουπάκη, είναι όσα έχει ισχυριστεί ο Ν. Μανιαδάκης, ότι δηλαδή ως πρώην προστατευόμενος μάρτυρας έδινε τις καταθέσεις του στους πρώην εισαγγελείς διαφθοράς σε USB. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρει η Ελ. Τουλουπάκη στο υπόμνημά της, «εάν πράγματι ήταν αληθής η κατάθεση του Ν. Μανιαδάκη, για ποιον λόγο μέχρι σήμερα δεν έχει προσκομίσει το περιβόητο USB ή τα δήθεν αρχεία που περιέχουν τις καταθέσεις του; Και περαιτέρω: Για ποιον λόγο κανείς μέχρι σήμερα (ούτε ο κ. Ζαχαρής ούτε ο 12ος τακτικός ανακριτής Αθηνών ούτε η κ. Αλεβιζοπούλου ούτε η επιτροπή της Βουλής ούτε εσείς) δεν τον ρωτήσατε γιατί δεν τα έχει προσκομίσει, αντιθέτως δε καλούμαι εγώ σε απολογία με βάση μια απολύτως αόριστη και ψευδή κατάθεση και τίποτε άλλο;».

Αλλωστε, σύμφωνα με την Ελ. Τουλουπάκη, ακόμη κι αν ισχύει ο ισχυρισμός του Ν. Μανιαδάκη αναφορικά με το USB, τότε αυτό θα έπρεπε να τον καταστήσει συμμέτοχο στις αποδιδόμενες κατηγορίες των πρώην εισαγγελέων διαφθοράς, «δεδομένου ότι πριν και κατά την τέλεση από εμάς της ψευδούς βεβαίωσης, εκείνος συμφώνησε και αποδέχθηκε να μας συνδράμει σπουδαίως στην τέλεση αυτής, παραδίδοντάς μας τις προδιατυπωμένες καταθέσεις σε USB, τις οποίες εμείς, κατά το κατηγορητήριό σας, βεβαιώσαμε ψευδώς, επίσης με τη συμμετοχή του αφού τις υπέγραψε και ο ίδιος, ότι δήθεν λήφθηκαν διά ζώσης ενώπιόν μας. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, μη νόμιμα λήφθηκε ένορκη κατάθεση του Ν. Μανιαδάκη».

Επομένως, σύμφωνα με την Ελ. Τουλουπάκη, «οι ως άνω υπηρεσιακές ενέργειες όσων χειρίσθηκαν την παρούσα δικογραφία και η παράλειψη άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του Ν. Μανιαδάκη για όσα φέρεται κατά την κατάθεσή του να έπραξε ως συμμέτοχος στις δικές μου πράξεις, αντ’ αυτής δε η λήψη ενόρκου κατάθεσης αυτού, με εξέθεσαν άδικα και παρά τον νόμο σε δίωξη, με βάση μια κατάθεση αυταπόδεικτα ψευδή στο σύνολό της, η οποία, αντιθέτως, θα έπρεπε να οδηγήσει (και) στην ποινική δίωξη σε βάρος του μάρτυρα, πράγμα που μέχρι σήμερα ουδόλως έχει γίνει».

Γιάννης Μαντζουράνης

Δικηγόρος Ελένης Τουλουπάκη

«Βάναυση παραβίαση του δεδικασμένου»

Είναι προφανές ότι κάποιοι κύκλοι δεν μπορούν να χωνέψουν ότι με το με αρ. 25/2022 αμετάκλητο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου κατ’ άρθρο 86 του συντάγματος η Ελ. Τουλουπάκη, πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Καταπολέμησης Διαφθοράς, και οι δύο επίκουροι εισαγγελείς Χρήστος Ντζούρας και Στέλιος Μανώλης έχουν απαλλαγεί για όλα όσα ψευδή και συκοφαντικά έχει καταθέσει σε βάρος τους ο Ν. Μανιαδάκης για τις δήθεν διαρροές στοιχείων από τη δικογραφία Novartis στο Documento, μολονότι έχει αποδειχθεί στην ανάκριση ότι βασικός πληροφοριοδότης του Documento είναι ο κ. Μανιαδάκης. Με αυτά τα δεδομένα η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος των τριών προαναφερθέντων εισαγγελέων στο δικαστήριο του Πειραιά αποτελεί όχι απλώς και μόνο ολοφάνερη δικαστική πλάνη, αλλά βάναυση παραβίαση του δεδικασμένου, που παρήγαγε το πρόσφατο ως άνω αμετάκλητο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου.
Είναι τουλάχιστον περίεργο αν όχι και ύποπτο να διαφεύγει της προσοχής των αρμόδιων εισαγγελέων και ανακριτή η ισχύς του δεδικασμένου και της αρχής «ne bis in idem», που διδάσκονται οι πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής.

Βαγγέλης Γεωργακόπουλος

Δικηγόρος Ελένης Τουλουπάκη

«Πράξη αντεκδίκησης»

Η εμμονή για τη δίωξη συγκεκριμένων προσώπων είναι ένδειξη αυταρχισμού. Οταν όμως αυτή εκδηλώνεται ως πράξη αντεκδίκησης κατά θεσμικών παραγόντων οι οποίοι τόλμησαν να τα βάλουν με το οικονομικοπολιτικό κατεστημένο είναι πρωτίστως πρόβλημα δημοκρατίας.