Ο Ισίδωρος Ντογιάκος απειλεί την ΑΔΑΕ με ποινικές κυρώσεις

«Η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα από την ισχύουσα νομοθεσία να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών που ζητούν πληροφορίες για το αν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, ούτε μπορεί να απευθύνεται γι’ αυτό σε τηλεφωνικούς παρόχους», επισημαίνεται σε γνωμοδότηση που εξέδωσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος.

Είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα της ΑΔΑΕ, για να διαπιστωθεί ενδεχόμενη παρακολούθηση του ανεξάρτητου ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλογλου.

Στη γνωμοδότηση αναφέρεται ότι μόνο ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει ενημέρωση, ενώ ξεκαθαρίζει ότι πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης που ιδρύει το Τριμελές Οργανο για τις παρακολουθήσεις έχει αναδρομική ισχύ.

Ο Ισίδωρος Ντογιάκος απειλεί ευθέως τα μέλη της ανεξάρτητης Αρχής με ποινές που επισύρουν ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξης.

Εγχείρημα συγκάλυψης

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου, Ξενοφών Κοντιάδης, με ανάρτηση του στο Facebook στηλιτεύει τη γνωμοδότηση Ντογιάκου για την ΑΔΑΕ.

Κατά τον κ. Κοντιάδη, ο Ισίδωρος Ντογιάκος επιχειρεί να περιορίσει το ελεγκτικό έργο της ΑΔΑΕ, βοηθώντας ώστε να εκδηλωθεί «άλλο ένα εγχείρημα συγκάλυψης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων».

«Ο νομικός κόσμος θα αντιταχθεί σθεναρά στην αδιανόητη παρέμβαση του εισαγγελέα στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ», υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Η ανάρτηση Κοντιάδη

«Η σημερινή γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρεί να περιορίσει το ελεγκτικό έργο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, είναι νομικά αστήρικτη, παρερμηνεύοντας την ισχύουσα νομοθεσία και το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στον ευνουχισμό της Αρχής, όπως δυστυχώς είχαμε προβλέψει ότι θα συμβεί πριν από λίγες μέρες. Ο νομικός κόσμος θα αντιταχθεί σθεναρά στην αδιανόητη παρέμβαση του εισαγγελέα στη συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένη αποστολή της ΑΔΑΕ, με την οποία εκδηλώνεται άλλο ένα εγχείρημα συγκάλυψης του σκανδάλου των παρακολουθήσεων».

Τι λέει η γνωμοδότηση

«Ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των Βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου η απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και Βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».

Με βάση την προσέγγιση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μόνον ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί αν το τηλέφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του Τριμελούς Οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση, πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.

Με το σκέλος αυτό της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται κατά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα, αρχηγός πολιτικού κόμματος η άλλος πολιτικός παράγοντας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων για παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε Τριμελές Όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.

Ακόμη, ο κ. Ντογιάκος τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε τριμελές όργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.

Επίσης, η γνωμοδότηση αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα, που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης. Ειδικότερα, ως προς τις ποινές, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται:

«Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στον νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».

Επιπλέον, στη γνωμοδότηση αναφέρονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ όπως προκύπτουν από τον νόμο του 2003 και τονίζεται ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πως οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από τον ίδιο, αλλά από κοινό νόμο.

Ειδικότερα, στην εισαγγελική γνωμοδότηση σημειώνεται: «Είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ “λευκή επιταγή”, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει τον σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από τον νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι, δε, ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».

Τέλος στη γνωμοδότηση αιτιολογείται, γιατί ο ίδιος ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβαίνει στην έκδοση της, κάνοντας λόγο για θέματα «γενικότερου ενδιαφέροντος».