Διώξεις Βαξεβάνη- Παπαδάκου – Φιλιππάκη: Νίκη της δημοσιογραφίας, ήττα των Ελλήνων δημοσιογράφων

Του Γ. Λακόπουλου

 Οι μεγαλύτερες διεθνείς δημοσιογραφικές οργανώνεις στήνουν αυτές τις ημέρες στον τοίχο την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ήδη στοχοποιημένη  για τις ανελεύθερες πρακτικές της απέναντι την ενημέρωση- που κατεβάζουν διαρκώς την Ελλάδα στη διεθνή αξιολόγηση.

 Οι πρωτοφανείς διώξεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι Κώστας Βαξεβάνης, Γιάννα Παπαδάκου και Γιάννης Φιλιππάκης,  δεν γίνονται ανεκτές στον πλαίσιο της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Απέχουν από τις συνθήκες που έχει κατοχυρώσει η ευρωπαϊκή και αμερικανική δημοσιογραφικά και οι θεσμικοί εκπρόσωποι της ανεξάρτητης άσκησης του επαγγέλματος  στρέφονται κατά  της ελληνικής κυβέρνησης. Με την ίδια αποφασιστικότητα που το κάνουν από χρόνια για τις κυβερνήσεις Όρμπαν, Πούτιν και Ερντογάν.

Ο Μητσοτάκης είναι ο τέταρτος στην ευρύτερη ευρωπαϊκή περιφέρεια υπό καταγγελία ότι χειραγωγεί τα μέσα ενημέρωσης  και διώκει όσα δεν εντάσσονται στον επικοινωνιακό σχεδιασμό της επικυριαρχίας του.

Από αυτή την άποψη η αντίδραση στη δίωξη της δουλειάς των τριών δημοσιογράφων – που δεν είναι τίποτε περισσότερο από την κανονική δουλειά ενός κανονικού δημοσιογράφου- καταγράφεται ως νίκη της δημοσιογραφίας. Αυτό σημαίνουν οι αντιδράσεις από τις διεθνείς δημοσιογραφικές οργανώσεις.

Για τους Έλληνες δημοσιογράφους όμως είναι ήττα.  Με την έννοια ότι όχι απλώς δεν αντιδρούν μαζικά, αλλά ένα μέρος τους εδώ και πολύ καιρό έχει  αποδεχθεί τις πρακτικές Μητσοτάκη έναντι της  ενημέρωσης. Ορισμένοι μάλιστα τις επικροτούν ή συμμετέχουν σ’ αυτές.

Στο δικαστικό και πολιτικό σκάνδαλο κατά των τριών δημοσιογράφων που απλώς ερευνήσαν και εμπλούτισαν το φάκελο Νοβάρτις-και τις λίστες της ελληνικής συμμετοχής στους εξωχώριους παράδεισους- τα επαγγελματικά σωματεία των Ελλήνων δημοσιογράφων αρκέστηκαν σε ανακοινώνεις  διαμαρτυρίας της ΕΣΗΕΑ και της ΠΟΕ ΣΥ. Χωρίς κινητοποίηση του κλάδου. 

Αυτό όμως που βρίσκεται σε εξέλιξη δεν αφορά τους διωκόμενους,  αλλά την συνολική άσκηση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Απειλεί το δικαίωμα του δημοσιογράφου να ερευνά κατά την κρίση του και να προστατεύει τις πηγές του.

Ήδη αυτό το δικαίωμα έχει περιοριστεί από δυο  αρνητικές εξελίξεις  στο χώρο των εγχώριων ΜΜΕ:

Πρώτο: Το τριτοκοσμικό ιδιοκτησιακό καθεστώς που μετατρέπει μεγάλα μέσα ενημέρωσης σε σκληρά εργαλεία επιχειρηματικής πολιτικής των ιδιοτήτων τους. Δια του απόλυτου ελέγχου της δημοσιογραφικής εργασίας   με  κριτήριο τα συμφέροντά τους- , συμπληρωματικά με τη χειραγώγηση του πολιτικού κόσμου.

Δεύτερο: Την υπαλληλοποίηση για λογαριασμό της κυβέρνησης ενός  μεγάλου ποσοστού δημοσιογράφων.  

Ο αρχικός σχεδιασμός του “συστήματος  Μητσοτάκη” να εξαρτήσει οικονομικά δημοσιογράφους- πέρα από τις στενές σχέσεις του με τους εργοδότες τους διευκολύνθηκε από την κρίση.

Ο βιοπορισμός του μέσου Έλληνα δημοσιογράφου δυσκόλεψε και ο ίδιος  έγινε εύκολη λεία. 

 Είναι γνωστό ότι ο μηχανισμός υποστήριξης του Μητσοτάκη- με συμμετοχή και του ιδίου ενίοτε- επεμβαίνει στη δουλειά των δημοσιογράφων, πότε εκμαυλιστικά και πότε απειλητικά.

Το τρίτο στάδιο είναι η εκδικητικότητα προς όσους δεν συμμορφώνονται. Πουθενά στο δυτικό κόσμο ένας Πρωθυπουργός δεν θα τολμούσε να αποκλείσει μέσα ενημέρωσης από την κρατική διαφημιστική δαπάνη και τις συνεντεύξεις  Τύπου επειδή δεν του αρέσει το περιεχόμενο τους.

Επίσης είναι γνωστό με ποιο τρόπο επιβλήθηκαν σε κάποια μέσα ενημέρωσης οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν το ρεπορτάζ της ΝΔ. Και η εξίσωση της πληροφόρησης με τα δικά της non papers.

Αυτή η εξίσωση συμπληρώθηκε με την πρόσληψη μεγάλου αριθμού δημοσιογράφων στην κυβέρνηση και το κράτος. Για την κυβέρνηση δουλεύουν και αμειβόμενοι από ιδιώτες.

Σ’ αυτό το ελεγχόμενο σε μεγάλο βαθμό σκηνικό οι τρεις διώξεις που ανησυχούν και προβληματίζουν τη διεθνή δημοσιογραφία, στο θαυμαστό κόσμο των Ελλήνων δημοσιογράφων, περνούν ακόμη και με υπερθεματισμό της δίωξης. 

Κατά το ίδιο τρόπο που στο σκάνδαλο Νοβάρτις αντί σύμπασα η ελληνική δημοσιογραφία,- ανεξαρτήτως πολιτικών επιλογών και εκδοτικής πολιτικής των μέσων- να κινηθεί για την αποκάλυψη της αλήθειας, συντάχθηκε με τα κόμματα και τους πολιτικούς που είχαν λόγο να τη συγκαλύψουν.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εκδηλώθηκε η τιμωρητική δίωξη εναντίον όσων είχαν συμπεριφορά απλώς επαγγελματική.

 Η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να συμπαραστέκεται στον πολιτικό που κινεί υποψίες για διαφθορά, αλλά να ερευνά για την διαλεύκανση  την υπόθεσης, όποιον και ό,τι και αν αφορά -χάριν του πολίτη και του δημοσίου συμφέροντος.

Στην Ελλάδα ωστόσο όποιος το κάνει διώκεται για… εγκληματική συμπεριφορά. Είναι  πρωτάκουστη η δίωξη Βαξεβάνη για  “συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση-συμμορία και συνέργεια σε παράβαση καθήκοντος”. 

 Τι ακριβώς σημαίνει η δήθεν ανάμειξή του παρασκηνιακά, αλλά και με δημοσιεύματα προκειμένου να ενοχοποιηθούν χωρίς στοιχεία στο σκάνδαλο πολιτικοί;

 Αν πράγματι κάποιοι θεωρούν ότι το ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου και τα δημοσιεύματα ενός ΜΜΕ τους θίγουν, με συγκεκριμένο τρόπο και για συγκεκριμένο θέμα, δεν έχουν παρά να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη και την υπάρχουσα νομοθεσία.

Η δικαστική δίωξη είναι εξωφρενική.  Όπως κατήγγειλαν οι  “Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα “πρόκειται για “παραληρηματικές κατηγορίες ” μιας δίωξης που ΄”φαίνεται να έχει πολιτικά κίνητρα και προσπαθεί να φιμώσει τη δημοσιογραφία δημοσίου συμφέροντος “.

Ο βραβευμένος Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολ Μέησον, ήταν σαφής στη συμπαράσταση του: “Χρειαζόμαστε τη μέγιστη υποστήριξη για να κρατήσουμε αυτούς τους κρίσιμους, έμπειρους Έλληνες δημοσιογράφους εκτός φυλακής για τις αποκαλύψεις τους για τη διαφθορά». 

Αλλά και στελέχη ελληνικών ΜΜΕ καταδίκασαν τη δίωξη και είναι  χαρακτηριστική η δήλωση του Στέφανου Τζανάκη, σύμβουλου έκδοσης στο «Πρώτο Θέμα»: “Κάθε δικαστική ή εν γένει νομική ενέργεια, στον βαθμό που αφορά αυτή καθαυτή την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, πλήττει την ελευθερία του λόγου και την πολυφωνία”.

Ειδικά η δίωξη του Βαξεβάνη είναι παράλογη και συνιστά απόπειρα ακύρωσης της δημοσιογραφίας, από την εισαγγελική αρχή, που επεμβαίνει εναντίον του χωρίς καν έγκλιση.

Τι σημαίνει για έναν δημοσιογράφο που κάνει η δουλειά του -με καλό ή κακό αποτέλεσμα- ότι… “συνωμότησε για κατάχρηση εξουσίας εκθέτοντας κάποιο αθώο άτομο σε δίωξη ή τιμωρία”; 

Από πού προκύπτει ο εισαγγελικός ισχυρισμός “για κατάχρηση εξουσίας μέσω παράνομου εκβιασμού για να λάβει οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου ή μάρτυρα”; 

Ποια είναι η “παράβαση καθήκοντος και η… εγκληματική οργάνωση” στην οποία συμμετείχε;

Η κατηγορία είναι ακριβής μεταφορά όσων έλεγαν – κάποιοι από τους ερευνηθέντες από την ελληνική Δικαιοσύνη για ενδεχόμενη διαφθορά.  

Ότι μετά τις διώξεις κατά των… εισαγγελικών λειτουργών θα  επακολουθούσαν και διώξεις κατά των δημοσιογράφων ήταν αδιανόητο.  Υποδηλώνει ευθεία απειλή από καθεστωτικές πρακτικές κατά της ελεύθερης άσκησης της δημοσιογραφίας.