Εκτός ελέγχου: Παιχνίδι ευθυνών & αγώνες επιβίωσης

Toυ Μανώλη Ροζάκη

Όταν η πολιτεία είναι εμφανώς απροετοίμαστη και αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά, τόσο τις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις (πρωτίστως τις τουρκικές παραβιάσεις) όσο και το εσωτερικό μέτωπο της πανδημίας (και συνακόλουθα τής οικονομίας), τότε βρισκόμαστε σε μία κατάσταση εκτός ελέγχου. Ενώ η ενδεδειγμένη αντίδραση, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, θα έπρεπε να είναι, τουλάχιστον, η αναγνώριση των λαθών και η αναπροσαρμογή τής στρατηγικής, η κυβέρνηση δυστυχώς επέλεξε ξανά έναν ολισθηρό δρόμο. Έτσι λοιπόν, αποποιείται και μεταθέτει τις ευθύνες της, προωθώντας ένα ατέρμονο κυνήγι μαγισσών, το οποίο νομοτελειακά καταλήγει σε αγώνες επιβίωσης τής ίδιας τής κοινωνίας.

Αυτό πού συμβαίνει στη χώρα μας, δεν είναι δυστυχώς καινοφανές, αλλά είναι σίγουρα πρωτοφανές στην έκταση και τίς διαστάσεις, πού έχει λάβει, ιδίως τον τελευταίο χρόνο και εν μέσω πανδημίας.

Στην πρώτη περίοδο των μνημονίων (2010-2014) η Ελλάδα εισήγαγε, στα τυφλά, ένα “έτοιμο εξωτερικό μοντέλο διαχείρισης κρίσεων”, το οποίο παρουσιάστηκε γλαφυρά με το αναιδές τότε τσιτάτο: “όλοι μαζί τα φάγαμε”, δηλαδή τρέχα γύρευε, αλλά στο τέλος ξέρουμε ποιός θα πληρώσει το λογαριασμό. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, οι αγώνες για επιβίωση και οι παράπλευρες απώλειες συνταρακτικές, ενώ ακόμα και οι πιο θερμοί υποστηρικτές των εν λόγω προγραμμάτων (ΔΝΤ, Γ. Νταισενμπλουμ κλπ) αναγνώρισαν τα λάθη και τις αστοχίες τους, έστω και καθυστερημένα. Στη δεύτερη φάση (2015-2019) η πίεση συνεχίστηκε για την λεγόμενη μεσαία τάξη, αλλά αποφεύχθηκε η ανθρωπιστική κρίση, διασώθηκαν οι εργασιακές σχέσεις, μειώθηκε η ανεργία και στο τέλος βγήκαμε από το ασφυκτικό οικονομικό πρόγραμμα, με μια σχετικά λελογισμένη ρύθμιση του χρέους. Οι δημοκρατικοί θεσμοί και η λογοδοσία επανέκαμψαν, έστω και με τις γνωστές αρρυθμίες τους, ενώ η κοινωνία, στο σύνολό της, έπαψε να είναι σε αναβρασμό.

Σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, η σημερινή κατάσταση είναι πρωτοφανής και εξωπραγματική, θα έλεγα, για τα δεδομένα μίας σύγχρονης, δυτικοευρωπαϊκής χώρας. Μίας χώρας η οποία ευαγγελίζεται τον φιλελευθερισμό, ομνύει στην αριστεία, προτάσσει την ασφάλεια των πολιτών και την ανεξαρτησία των θεσμών και τάσσεται αναφανδόν με το διεθνές δίκαιο και απέναντι σε κάθε παραβάτη.

Διαλύοντας τις τελευταίες φιλελεύθερες ψευδαισθήσεις, η χώρα ξαναγυρίζει πίσω στις εποχές ενός αναχρονιστικού, κρατικοδίαιτου και αντιπαραγωγικού καπιταλισμού. Μέσα σε ένα ασταθές χρηματοπιστωτικό σύστημα και δίχως ίχνος ανθρωπιάς, στοχοποιεί τούς πολίτες, πού χρωστούν λίγα ευρώ σε λογαριασμούς και τράπεζες, αφήνοντας ταυτόχρονα στο απυρόβλητο κάθε λογής μεγαλο-οφειλέτες. Παράλληλα, οι κατ’ επιλογή άριστοι του επιτελικού αυτού σχήματος, αναδύουν μία δυσώδη οσμή ανηθικότητας και παραβατικότητας, συντρίβοντας θεμελιακά το εν λόγω αξιακό αφήγημα.

Το ίδιο μοτίβο ακολουθείται και στα εργασιακά, εντείνοντας την ανασφάλεια των εργαζομένων, θέτοντας υπό διακινδύνευση την οικονομική ανάκαμψη, την ίδια στιγμή πού σε χώρες της ΕΕ εφαρμόζεται ήδη και σε άλλες εξετάζεται η 4ημερη εργασία με πλήρεις αποδοχές. Σε συνέχεια με τα παραπάνω, ο νόμος εκφράζεται μέσα από την πρωτάκουστη ακύρωση τής κρατικής λογοδοσίας και προωθείται με απευθείας αναθέσεις, ενώ η τάξη επιβάλλεται μόνον σε νέους και απλούς πολίτες, πού αντιδρούν σε παράλογες και αντιφατικές εντολές. Τέλος, η εξωτερική πολιτική ασκείται μυωπικά, για εσωτερική μόνον κατανάλωση, χωρίς πυξίδα και δίχως μία συνεκτική στρατηγική.

Έτσι παίζεται λοιπόν σήμερα το παιχνίδι και “είναι περίεργο να παρατηρήσει κανείς πόσο ανεκτική είναι η κοινωνία για τον ζαβολιάρη σε αντίθεση προς αυτόν πού αρνείται το παιχνίδι” (Γ. Χουιζίνγκα). Η αδυναμία ανάληψης της ευθύνης και η εγγενής ανικανότητα διαχείρισης, δίνει τροφή σε ένα αντιλειτουργικό blame game, προωθώντας για αντιπερισπασμό το κυνήγι μαγισσών.

Καλώς ή κακώς “όπως έλεγαν οι Έλληνες η τελετουργία είναι μεθεκτική μάλλον παρά μιμητική” (Γ. Χουιζίνγκα). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κοινωνική ανοχή στον “ζαβολιάρη” τίθεται ως υπόμνηση στην καλοπροαίρετη κριτική δύο φαινομενικά αντίθετων προτάσεων, πού όμως τελικά συντείνουν και οι δύο στο ουτοπικό: η κοινωνική αλλαγή δεν επισυμβαίνει άμεσα ως κομματική μόνον επιδίωξη, ούτε βέβαια είναι εφικτή και η απλή διατήρηση μη λειτουργικών θεσμών, στο πνεύμα μίας κατ’ όνομα realpolitik. Το έργο τής μέθεξης θα πρέπει αμφίδρομα να οδηγεί στον δικαιότερο και πιο λειτουργικό μερισμό των αγαθών, προσδιορίζοντας τελικά τον κύκλο τής δημιουργίας ως πρόταγμα.

Σε κάθε άλλη περίπτωση είμαστε μάλλον αναγκασμένοι να πούμε ότι αγώνες επιβίωσης αρχίζουν. “Happy Hunger Games! May the odds be ever in your favor”…

ΥΓ: “Ο άνθρωπος και το παιχνίδι”, Γ. Χουιζίνγκα