Ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο»

Ομιλία του  ΠτΔ Πρ. Παυλόπουλου *

Υπό τις ως άνω συνθήκες, και εφόσον η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ακόμη και για λάθη που δεν της αναλογούν, καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι Εταίροι μας οφείλουν να εκπληρώσουν εφεξής και τις δικές τους δεσμεύσεις.

[…] Η περίπτωση της Ελληνικής κρίσης -και αυτό φάνηκε ήδη εξ αρχής, όταν μεταξύ 2009-2010 υποτιμήθηκε η ελληνική κρίση ως μεμονωμένο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο- πρέπει να καταγραφεί, στην συνείδηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών Θεσμών, ως ένα σήμα κινδύνου που αφορά το ίδιο το ευρωπαϊκό σκάφος, όταν πλέει στα ταραγμένα νερά μιας ανεξέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης με τα υπό κατάρρευση «παγόβουνα» ορισμένων αδίστακτων αγορών να προσβλέπουν στο ναυάγιο ενός «Ευρωπαϊκού Τιτανικού».

Υπό τα ως άνω δεδομένα καθίσταται σαφές, ότι το ευοίωνο μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από συνθήκες και προϋποθέσεις που αφορούν, στο ακέραιο, το ευοίωνο μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Πραγματικά:

Ουδείς σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνον, μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι, όπως ήδη τόνισα, η Ελλάδα έχει εκπληρώσει, και μάλιστα στο ακέραιο, τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο των Μνημονίων που της έχουν επιβληθεί.

Μνημονίων, για το όλο περιεχόμενο των οποίων και συγκεκριμένα σφάλματά του η Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνη, αφού οφείλονται και στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη εμφανίσθηκαν εντελώς ανέτοιμες όταν προέκυψε, μεταξύ 2009-2010, η ελληνική κρίση, θεωρώντας επιπλέον, όπως προεξέθεσα, ότι η κρίση αυτή ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Ήταν δε τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη:

Προσέτρεξαν στις υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), δίχως να υπολογίσουν ότι ο θεσμός αυτός δεν είχε τότε την απαιτούμενη εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων εντός χωρών που είναι μέλη μιας νομισματικής ένωσης, οι οποίες λόγω του κοινού νομίσματος μπορεί να μεταδοθούν διαδραστικώς στο τραπεζικό σύστημα και στο κόστος των χρεωγράφων και των λοιπών χωρών της ένωσης. Δοθέντος, επιπροσθέτως, ότι το ΔΝΤ στήριζε πάντα τα, όποια, προγράμματα υιοθέτησε παγκοσμίως στην βάση της υποτίμησης του κατά περίπτωση εθνικού νομίσματος (άμεση αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους), όταν ήταν δεδομένο ότι το Ευρώ, από την φύση του, δεν υπόκειται σε τέτοιας μορφής υποτιμήσεις και μια βιαστική αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στο κόστος δανεισμού και στην βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος άλλων κρατών-μελών. Εξ ού και τα άκρως βλαπτικά για την Ελλάδα σφάλματα του Πρώτου Μνημονίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υπερ-αισιόδοξες εκτιμήσεις του πολλαπλασιαστή και τις εντεύθεν βαρύτατες υφεσιακές συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία.

Η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της, ώστε αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο» με τεχνικούς όρους.

Επέκεινα δε, όταν αντιλήφθηκαν στην πορεία τα προβλήματα του ΔΝΤ και δημιούργησαν τον ESM, όχι μόνο δεν τον εξόπλισαν, εγκαίρως, με τ’ αναγκαία μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής του αλλά και, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν προχώρησαν -επίσης εγκαίρως- στην μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να υποκαταστήσει αμέσως το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.

Υπό τις ως άνω συνθήκες, και εφόσον η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ακόμη και για λάθη που δεν της αναλογούν, καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι Εταίροι μας οφείλουν να εκπληρώσουν εφεξής και τις δικές τους δεσμεύσεις. Και εδώ περιορίζομαι ν’ αναφερθώ στην βασική υποχρέωση των Εταίρων μας ως προς την διασφάλιση της διαχειρισιμότητας του Ελληνικού δημόσιου χρέους. Την κρίνω δε ως βασική, διότι το «τέρας» του χρέους -στο σύνολό του και ιδίως ως προς την διάσταση του δημόσιου χρέους- αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε την Ευρωζώνη.

Για να γίνω σαφέστερος και, συνακόλουθα, για να συγκεκριμενοποιήσω τις σκέψεις μου, η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της, ώστε αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο» με τεχνικούς όρους. Διότι προφανώς -και a contrario- ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δεν είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει ομαλή αναπτυξιακή πορεία όταν το δημόσιο χρέος του δεν είναι μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμο, όσον αφορά το ποσοστό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός από τα τοκοχρεολύσια εις βάρος των αναπτυξιακών δαπανών, που είναι απαραίτητες για να προσελκυσθούν υψηλής ποιότητας ιδιωτικές επενδύσεις. Επενδύσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης και, επομένως, για την ενίσχυση της δυνατότητας μιας χώρας ν’ αποπληρώσει το χρέος της.

Ούτως ή άλλως υφίσταται ρητή δέσμευση των Θεσμών έναντι της Ελλάδας για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της -πάντα κατά τους κανόνες του ESM- όταν και εφόσον η Ελλάδα εκπληρώσει τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, έχει συντελεσθεί ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πέραν τούτου υφίσταται ένα είδος «αρχής εκπληρώσεως» αυτής της δέσμευσης των Θεσμών έναντι της Ελλάδας, με βάση την συμφωνία που επιτεύχθηκε στην συνεδρίαση του Eurogroup στις 24 Μαΐου 2016. Η συμφωνία αυτή αφορά την εφαρμογή, σε πρώτο στάδιο, των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν, στις 23 Ιανουαρίου 2017, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).

Τα ως άνω μέτρα συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα μεσοσταθμική διάρκεια, έως 3,5 έτη, στην σύναψη πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων από τον ESM και στην μετατροπή του κυμαινόμενου σε σταθερό επιτόκιο 1,5% για το 30%, περίπου, των υφιστάμενων δανείων του EFSF και για το 85% των υφιστάμενων και μελλοντικών δανείων του ESM.

Η εφαρμογή των κατά τ’ ανωτέρω βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας οδηγεί σε σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε 100%, περίπου, από το 2033 και έπειτα. Ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μειώνονται, περίπου, κατά 4% του ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά την λήψη των μακροπρόθεσμων πλέον μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη η πρόταση, την οποία έχει επεξεργασθεί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Emmanuel Macron, και την οποία υποστήριξε με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα. Πρόκειται για πρόταση, η οποία συνδέει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας με μια «ρήτρα ανάπτυξης».

Η ρήτρα ανάπτυξης αλλάζει την λογική της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, βάσει της οποίας η αποπληρωμή

Πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη η πρόταση, την οποία έχει επεξεργασθεί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Emmanuel Macron, και την οποία υποστήριξε με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα. Πρόκειται για πρόταση, η οποία συνδέει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας με μια «ρήτρα ανάπτυξης».

του γινόταν ανεξαρτήτως του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν η Χώρα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης που υπολείπονται του προβλεπόμενου στόχου. Η λογική Macron εκκινεί από την παραδοχή, ότι ο πιο βιώσιμος τρόπος αντιμετώπισης του χρέους περνά, πρωτίστως, μεσ’ από την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης. Στόχος είναι να δοθεί επαρκής ευελιξία στην αποπληρωμή του χρέους, έτσι ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να μην καταθλίβουν την προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, όπως δυστυχώς συνέβη τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των Μνημονίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συμφωνηθεί π.χ. επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής και μείωση των τοκοχρεολυσίων, με παράλληλη προσφορά επαρκών εγγυήσεων προς τους δανειστές αλλά και εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων και αλλαγών για τόνωση της ανάπτυξης στο εσωτερικό της Χώρας.

Η ως άνω πρόταση Macron είναι τόσο περισσότερο σύγχρονη και αποτελεσματική για την εξασφάλιση της διαχειρισιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, όσο αποτελεί κοινό τόπο το ότι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους συνίσταται, όπως προελέχθη, στην τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης κάθε χώρας: Όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο θωρακίζεται η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους μιας χώρας, δοθέντος ότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους εξαρτάται, ευθέως και απολύτως, από το μέγεθος του ΑΕΠ […]

* Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Πρ. Παυλόπουλου, κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.